Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ

Ομιλία στην Ένωση Κυπρίων Ελλάδας
Αθήνα, Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2010


Τι να πρωτοθυμηθώ από σένα,
 αγαπημένο μου Λευκόνοικο;
Τα κάτασπρά σου σπίτια, τις πεντακάθαρες αυλές σου
τον απέραντο κάμπο της Μεσαορίας
που ήταν πηγή κάθε αγαθού;

Κι όπως πολύ εύστοχα διαζωγραφίζει τη ζωή μας στο Λευκόνοικο με τη γραφίδα της η ποιήτριά μας κ.Κούλα Παρασκευά:

«Στα απλωτά σεντόνια του
πλούσιος ο αμητός.
Κάθε σπίτι και «ευφορία» αγαθών.
Και «ευφορία» χαράς και πραότητας και ιλαρότητας.
Και προπαντός «ευφορία» αυτάρκειας.
 Όλα τα είχαν. Παράπονο κανένα.
Και «δόξα τω Θεώ».
Κιτρινόχρωμες αχτίδες να θερμαίνουν τη γη και τους ανθρώπους».

Καταρχάς, να μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω θερμότατα την Ένωση Κυπρίων Ελλάδας για τη μεγάλη τιμή που μας κάνουν να μιλήσουμε για το Λευκόνοικό μας, το καμάρι της Μεσαορίας. Σας συγχαίρουμε ειλικρινά που ζώντας στο «Κλεινόν Άστυ» κρατάτε τη μνήμη ζωντανή της κουρσεμένης μας μικρής πατρίδας.

Κι ήτανε τόσο όμορφος ο τόπος μας!
Ζωή γαλήνια, πλούσια, χαρισάμενη.
Να’  σαι αφέντης στη γη σου
και πάνωθέ σου μόνο ο Θεός. 
Να στέκεσαι και να θωρείς
 κι όσο που φτάνει το μάτι σου
 στου κάμπου την ανοικτοσύνη
να’ ναι δικά σου.
Τούτη είναι η ομορφιά του κάμπου!
Τούτη είναι η μοναδικότητα της γης!
Σε δένει στη χιλιόχρονη αλυσίδα των αιώνων
τελευταίος κρίκος εσύ
που’ χεις πάρει τη σκυτάλη
για να την παραδώσεις στα παιδιά σου!
 
Ήτανε όμορφος ο τόπος μας!
Μπορείς να ξεχάσεις τον τόπο σου;
Μπορείς να ξεχάσεις το σπίτι σου το πατρικό;
Τις καμάρες της αυλής...τον ηλιακό,
τα προικιά στο σεντούκι, τον αργαλειό,
τη σουβάντζα με τα πιάτα της προγιαγιάς
τ’ ασημένια καπνιστομέρεχα
τον λαγομάνο
τον κήπο, την κληματαριά, το κοτέτσι;

Μπορείς να ξεχάσεις
το πηγάδι με τ’ αλακάτι στην αυλή
το ανώι για τις ζεστές καλοκαιρινές νύκτες
και τ’ αεράκι που φυσούσε από το Μερσινίκι;

Μπορείς να ξεχάσεις
το ντεπόζιτο που σεριάνιζες τα όνειρά σου,
την παλιά φουντάνα,
εκεί που άλλοτε ήταν το σπίτι της γιαγιάς σου;

Μπορείς να ξεχάσεις
την ομορφιά της φύσης έξω από το Λευκόνοικο,
στους πρόποδες του Γέρο Πενταδάκτυλου;

Μπορείς να ξεχάσεις
την ομορφιά των ανθρώπων
την ομορφιά των πραγμάτων
την ομορφιά της ψυχής;

Είναι, φαίνεται, μια εσώτερη ανάγκη της ψυχής εμείς οι ξεριζωμένοι να θέλουμε να μιλούμε για τα μέρη που χάσαμε.

Κάτασπρο ήταν το πρώτο σπίτι, γι’ αυτό το χωριό ονομάστηκε Λευκόνοικο. Λευκός οίκος, σύμφωνα με τον Σίμο Μενάρδο και με τον πατέρα της Κυπριακής Λαογραφίας Νέαρχο Κληρίδη, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ονομασία δόθηκε κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν μιλιόταν ακόμη η αρχαία ελληνική γλώσσα.

Σύμφωνα με την παράδοση, κτίστηκε στην περιοχή ένας «λευκός οίκος», δηλαδή ένα άσπρο σπίτι. Οι άνθρωποι έλεγαν «πάω στον λευκόν οίκον» και στη συνέχεια γύρω από τον αρχικόν «λευκόν οίκον» κτίστηκαν κι άλλοι «λευκοί οίκοι», κι έτσι ο συνοικισμός ονομάστηκε Λευκόνοικο.

Το 1913, ο Sir Iohn Myres μαζί με τον Έφορο του Κυπριακού Μουσείου Μενέλαο Μαρκίδη έκαναν ανασκαφές κοντά στο ξωκκλήσι της Αγίας Ζώνης, ένα χιλιόμετρο νότια του Λευκονοίκου, και έφεραν στο φως μνημεία που αποδεικνύουν ότι υπήρχε μια πολιτεία από τον 7ον αιώνα π.Χ. μέχρι τα Βυζαντινά χρόνια, που ήταν ο μακρινός πρόγονος του σημερινού Λευκονοίκου.

Σ’ αυτές τις ανασκαφές βρέθηκε Ιερό Τέμενος, αφιερωμένο στον θεό του φωτός, τον Απόλλωνα,  με πλήθος αγαλμάτων και άλλων ιερών
αντικειμένων που φανερώνουν τη  θρησκευτικότητα και την καλλιτεχνική ευαισθησία των προγόνων μας.

Τα αγάλματα που βρέθηκαν στο Ιερό αυτό κοσμούν σήμερα το κυπριακό Μουσείο και άλλα ξένα Μουσεία. Τα αγάλματα αυτά ήταν αναθηματικά, αφιερώματα δηλαδή των πιστών στον θεό Απόλλωνα, όπως τα σημερινά τάματα στους Αγίους.

Το Λευκόνοικο αποτελεί μια πινακοθήκη στην οποία εκτίθενται όλες σχεδόν οι εικόνες της πολυκύμαντης ιστορικής μας ζωής. Θυμόμαστε όλοι  έξω από το Σωματείο «Ανόρθωση» του Λευκονοίκου, τον «Σεντόνα», όπως τον λέγαμε μικροί, έναν ακέφαλο ανδριάντα,  πιθανόν φιλοσόφου ή ρήτορα, που βρέθηκε στο χώρο των ανασκαφών και μας θύμιζε την εθνική μας καταγωγή.

Για τη Βυζαντινή περίοδο στο Λευκόνοικο δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Από τον Λεόντιο Μαχαιρά ξέρουμε ότι ο Άγιος Ευφημιανός, ένας από τους 300 Αλαμάνους Αγίους της Κύπρου, ασκήτεψε στο Λευκόνοικο. Όμως, στις εκκλησίες μας σώθηκαν θαυμάσια δείγματα βυζαντινής τέχνης, τα καλύτερα των οποίων ευτυχώς μεταφέρθηκαν έγκαιρα στο βυζαντινό Μουσείο στη Λευκωσία, κι έτσι σώθηκαν από τη βεβήλωση.

Οι εκκλησίες και τα ξωκκλήσια μας ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή, σίγουρα, όμως, κτίστηκαν εκεί που υπήρχαν παλαιότεροι βυζαντινοί. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τον Αρχάγγελό μας, τον Σωτήρα μας, τον Τίμιο Σταυρό, το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Ζώνης, του Αγίου Θεοδώρου, του Αγίου Φωκά και του Αγίου Γεωργίου.

Την περίοδο της Φραγκοκρατίας που ακολούθησε,  η Επανάσταση των χωρικών που ξέσπασε στην Κύπρο το 1427 είχε σαν επίκεντρο το Λευκόνοικο, που ήταν η έδρα του εμψυχωτή και οργανωτή της,
του ρε Αλέξη, που οι χωρικοί τον ανακήρυξαν «Ρήγα», δηλαδή βασιλιά. Τόσο ήταν αγαπητός στον λαό ώστε, όπως γράφει ο Μαχαιράς, «όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την πόταξίν του».

Ο Ρε Αλέξης ήταν ταχυδρόμος του παλατιού και γνώριζε πάρα πολύ καλά τις αδυναμίες της άρχουσας τάξης, όπως και την εξαθλίωση στην οποία ζούσε ο λαός. Γι’ αυτό και σαν άρχισε η επανάσταση, στο Λευκόνοικο και αλλού οι απελπισμένοι χωρικοί άνοιξαν τις αποθήκες και άρπαξαν τα κρασιά, τη ζάχαρη, τα τρόφιμα γενικά.

Ακόμη και από τα αλώνια του Λευκονοίκου άρπαξαν τα σιτηρά...

Στη συνέχεια, οι κατακτητές οργανώθηκαν και κατέπνιξαν την επανάσταση, λόγω της έλλειψης οργάνωσης, της φτώχιας, της κακομοιριάς και της αγραμματοσύνης. Τον Ρήγα Αλέξη τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν στη Λευκωσία. Γράφει ο Μαχαιράς: «…Επιάσαν το Ρήγα Αλέξη και εφέραν τον εις την Λευκωσίαν και κραμμάσαν τον εις την φούρκαν τη Δευτέρα εις τα ιβ΄μαγίου αυκζ Χριστού(1427).

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αξιόλογη πηγή πληροφοριών είναι οι κώδικες της αρχιεπισκοπής, με βάση τους οποίους φαίνεται ότι κατά τα πρώτα τριάντα χρόνια τουλάχιστον του 19ου αιώνα, το Λευκόνοικο ήταν το μεγαλύτερο σε πληθυσμό και πλουσιότερο σε παραγωγή χωριό της Κύπρου.

Για να καταλάβουμε τη διαφορά του Λευκονοίκου από τα άλλα χωριά ως προς το μέγεθος της παραγωγής φτάνει να πούμε ότι το Λευκόνοικο είχε 215 «μόδια Κυπριώτικα σιτάρι, η Αθηαίνου 114 μόδια, η Αραδίππου 94, η Άχχια 139, η Μόρφου 25, το Ιδάλιο 82, η Λύσις 59, το Τρίκωμο 16, το Πραστειόν 41». 

Επίσης, η εμπορία των κατοίκων φαίνεται από τον κεφαλικό φόρο. Οι 128 φορολογούμενοι του Λευκονοίκου πλήρωσαν 8890 πιάστρες, οι 98 της Λύσης 5660, οι 86 της Ακανθούς 4653, οι 126 του Ριζικαρπάσου 6617, οι 73 του Παραλιμνίου 4477, οι 95 της Γύψου 5601κ.λπ.

Ακολουθεί η Αγγλοκρατία, όπου στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1878, ο πρώτος Άγγλος διοικητής της Αμμοχώστου, ο λοχαγός Swaine, έκαμε περιοδεία στην επαρχία του για να τη γνωρίσει. Το ιστορικό της επίσκεψης στο Λευκόνοικο διέσωσε η Αγγλική εφημερίδα « Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου», στις 12 Οκτωβρίου, 1878.

Εξάλλου, την ανταπόκριση για το Λευκόνοικο συνοδεύει και μια ωραία γκραβούρα που αποτελεί εύγλωττη μαρτυρία του Λευκονοίκου κατά το 1878. Ήταν το πιο σπουδαίο χωριό (most important) της επαρχίας, γι’ αυτό ο Διοικητής προτιμά να διανυκτερεύσει σ’ αυτό. Προσθέτει, δε, ότι στην υποδοχή  συγκεντρώθηκαν «πολλές εκατοντάδες» ανθρώπων ή τουλάχιστον 6 ή 7 εκατοντάδες.

Θα ήθελα, επίσης, να αναφερθώ σε σημαίνουσες προσωπικότητες του Λευκονοίκου, όπως  τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό, ακραιφνή πατριώτη, λάτρη της Ελλάδας, που, όπως είναι γνωστό, υποδέχτηκε τον πρώτο Ύπατο Αρμοστή της Κύπρου σερ Γκάρνετ  Γούλσλεϊ  στη Λάρνακα, υπογραμμίζοντας ότι οι Έλληνες της Κύπρου θεωρούν την αγγλική κατοχή προσωρινή και ευελπιστούν ότι οι Άγγλοι θα τους ενώσουν με τη Μάνα Ελλάδα.

Ασφαλώς, το Λευκόνοικο σεμνύνεται και για τον ποιητή της 9ης  Ιουλίου 1821,  τον Βασίλη Μιχαηλίδη που έζησε 67 χρόνια γεμάτα «περιπέτειες και ατυχίες, πίκρες και καημούς, πόθους και ανεκπλήρωτους οραματισμούς, φτώχια και στερήσεις, πολλές απογοητεύσεις και λίγες αναλαμπές χαράς και αναγνώρισης».

 Βάρδος της Ρωμιοσύνης, υπήρξε ο εκφραστής της ψυχής του Κυπριακού Ελληνισμού που αφιέρωσε την ποιητική του Μούσα στην Υπηρεσία της Μεγάλης Ιδέας, της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων της Κύπρου.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στο Λευκόνοικο λειτουργούσε κοινοτική Σχολή από το 1840 που τη συντηρούσαν οι γονείς των μαθητών. Οι πρώτοι δάσκαλοι πληρώνονταν με πέντε γρόσια τον μήνα που έδιναν οι γονείς  και με ένα ψωμί κάθε Σάββατο που λεγόταν «Σαββατιάτικο».  Πολλοί οι άξιοι δάσκαλοι που θα έπρεπε να μνημονευθούν, αλλά θα αναφέρω μόνο τον μεγάλο δάσκαλο του Λευκονοίκου, τον αείμνηστο Μάρκο Χαραλάμπους, που η αίγλη του ονόματός του έφτασε στις μέρες μας, αφού μεγαλώσαμε, ακούοντας ο αδελφός μου κι εγώ τον πατέρα μας να μας μιλά για τον δάσκαλό του, που τόσο ωφέλησε το Λευκόνοικο και πέθανε στην ακμή της σταδιοδρομίας του, αφήνοντας πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό .

Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην αναφέρω για τον γιο του. Τον έστειλε να σπουδάσει  στη Βιέννη της Αυστρίας ιατρική, όπως και ο μακαρίτης Μιχαήλ Παπαπέτρου, αλλά δυστυχώς παρασύρθηκε από τις σειρήνες του χαρτοπαίγνιου και του γυναικείου ποδόγυρου, ενώ έγινε πρωταθλητής στο                     . Έτσι, δεν γύρισε ποτέ στην Κύπρο. Αυτό δεν είχε επιπτώσεις μόνο στην περηφάνια του πατέρα, αλλά απώθησε και άλλους Λευκονοικιάτες από του να στείλουν τα παιδιά τους στην Αυστρία για σπουδές.

Συνεχίζοντας, φτάνουμε στο καμάρι του Λευκονοίκου, το Γυμνάσιό μας. Το 1938 ιδρύθηκε από έναν φιλοπρόοδο εκπαιδευτικό, τον Ανδρέα Λοϊζίδη, ένα ιδιωτικό σχολείο με την επωνυμία «Εμπορικόν Κολλέγιον Λευκονοίκου», που στεγαζόταν στο σπίτι μας, το οποίο είχε ενοικιάσει.

Το 1940 το σχολείο έγινε κοινοτικό και μετονομάστηκε σε «Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου». Το 1947 θα γίνουν τα εγκαίνια του νέου σχολικού κτηρίου στον λόφο του Προφήτη Ηλία με την επωνυμία «Καμίντζειος Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου» από το όνομα του ευεργέτη της, του Γεώργιου Καμιντζή από το Λευκόνοικο που ζούσε στη Μόρφου.  Μετά το 1960 θα ονομαστεί «Γυμνάσιο Λευκονοίκου».

Ως Λευκονοικιάτες, ωστόσο, σεμνυνόμαστε για τους προγόνους μας που υπήρξαν οι σκαπανείς του Συνεργατισμού στο νησί μας. Τους μακαρίζουμε, γιατί το Λευκόνοικο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μεσουρανούσε στο στερέωμα της κυπριακής υπαίθρου. Εκεί γίνονταν παγκύπρια αγροτικά συνέδρια, εκεί, το 1909, γεννήθηκε η πρώτη ελληνική Συνεταιριστική Αγροτική Τράπεζα που απάλλαξε τους αγρότες από τον βραχνά της τοκογλυφίας. Οι δυο σκαπανείς ήταν ο Ιωάννης Οικονομίδης και ο δάσκαλος Μάρκος Χαραλάμπους.

Ο τότε δημοσιογράφος της Ακρόπολης Αθηνών, ο Βλάσης Γαβριηλίδης, που επισκέφθηκε το Λευκόνοικο το 1911, βλέποντας τον γραμματέα της Συνεργατικής, τον αείμνηστο Μάρκο Χαραλάμπους, τον παρομοίασε με τον Ηρακλή που σκότωσε τον «λέοντα της Νεμέας» του χωριού του, τον τοκογλύφο.

 Όπως έχουμε αναφέρει, ο Μάρκος Χαραλάμπους, που σπούδασε στην Αθήνα, ήταν ο πνευματικός ταγός του Λευκονοίκου που απολάμβανε του σεβασμού και της αγάπης όλων και συντέλεσε στην πνευματική ανάπτυξη της κωμόπολής μας. Μάλιστα, όταν είχε παιδί που τελείωνε την έκτη δημοτικού, έκανε από μόνος του τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου.

Ο Ιωάννης Οικονομίδης, δικηγόρος, βουλευτής, Διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου, εισηγήθηκε τον νόμο περί Συνεργατικών Εταιρειών που ψηφίστηκε από τη Βουλή το 1914.

Δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη συμμετοχή του Λευκονοίκου στον απελευθερωτικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.. Το Γυμνάσιο Λευκονοίκου, ιδιαίτερα, αποτέλεσε φυτώριο αγωνιστών με πλούσια δράση.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την καταδρομική επιχείρηση της πενταμελούς ομάδας Αυξεντίου στις 4 Νοεμβρίου 1955 εναντίον του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου, απ’ όπου απέσπασαν όλο τον οπλισμό του;

Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του Λευκονοίκου ήταν και το κάψιμο του Ταχυδρομείου μας στις 3 Δεκεμβρίου του 1955 κατά τη διάρκεια διαδήλωσης των μαθητών του Γυμνασίου μας ενάντια στα μέτρα του Κυβερνήτη Σερ Τζων Χάρντιγκ. Ακολούθησε πενθήμερο κέρφιου και οι χωριανοί μας αναγκάστηκαν να πληρώσουν 2000 λίρες πρόστιμο.

Επιπρόσθετα, στις 23 Νοεμβρίου του 1956 σκοτώθηκαν δύο Άγγλοι στρατιώτες και πληγώθηκαν πέντε από έκρηξη βόμβας, ενώ έπαιζαν ποδόσφαιρο στο γήπεδο του Γυμνασίου. Αυτό το γεγονός μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν ήμουν μικρή.

Υπάρχουν κι άλλα ασφαλώς γεγονότα, αλλά θα αναφερθώ μόνο στον τραυματισμό του ήρωα Λουκά Ιατρού στις 7 Νοεμβρίου του 1955, ο οποίος έμεινε παράλυτος στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν έπεσε από ηλεκτρικό στύλο, προσπαθώντας να κρεμάσει την ελληνική σημαία, όταν εμφανίστηκαν Άγγλοι στρατιώτες. Τον θυμόμαστε οι πιο πολλοί κάθε Κυριακή στην εκκλησία του Σωτήρος με το καροτσάκι του. Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1965.

Άλλοι ήρωες του Λευκονοίκου του Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. είναι ο Σάββας Ζάνου, ο Θεόδωρος Αχιλλέως και ο Κυριάκος Μπάκας, που τα παιδιά τους μεγάλωσαν μέσα στην ορφάνια κι ευτυχώς που τα νοιάστηκαν οι συγγενείς τους, γιατί το ανάλγητο κράτος μας περί άλλα τύρβαζε.

Με την ανεξαρτησία, οι περισσότεροι ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία, παρόλη την απογοήτευση από την έκβαση του Αγώνα. Όμως, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ, αφού το 1964 το Λευκόνοικο θρηνεί άλλα δυο αδικοχαμένα παλληκάρια: τον Μιχαλάκη Μακρίδη που έχασε τη ζωή του στο Μερσινίκι και τον Αναστάσιο Ζαρβό που έπεσε στις μάχες της Τυλληρίας. (μάνα)

Όμως, τα νιάτα του Λευκονοίκου επέπρωτο να βάψουν με το άλυκο αίμα τους ξανά τη γη του νησιού μας σαν ήρθε η αποφράδα χρονιά του 1974. Δεκατέσσερις νεκρούς και δεκαέξι αγνοουμένους κλαίει το Λευκόνοικο, ανάμεσά τους και τον καθηγητή των Μαθηματικών μας, τον Σωτήρη Μιχαήλ, και συμμαθητές μας και φίλους μας που σπουδάζαμε τότε μαζί στην Αθήνα.

Θα ήθελα, επιπρόσθετα, να αναφερθώ και στα σινεμά και τα κέντρα διασκέδασης που υπήρχαν στο Λευκόνοικο: το μεγαλόπρεπο θερινό κέντρο και σινεμά «Πανόραμα» του Παναγιώτη Χαραλάμπους, το παλιό σινεμά και κέντρο «Ακρόπολις» του Π. Πεταχτού, το θερινό σινεμά του Φυρίλλα, το χειμερινό σινεμά του Φυρίλλα και το «Αγροτόσπιτο» του Πανίκκου Χατζηκακού.

Επιπλέον, στο Λευκόνοικο υπήρχε νοσοκομείο, δικαστήριο, αποθήκες σιτηρών της ΣΠΕ Λευκονοίκου, Γεωργικό Τμήμα, Κτηνοτροφικός Σταθμός, Φαρμακεία, Τράπεζες, Αλευρόμυλοι, Φυτώριο, Γκαράζ Αυτοκινήτων, Ιδιωτικοί γιατροί, Σχολή Βυζαντινής Μουσικής, πολλά εμπορικά καταστήματα, βιβλιοπωλείο, πρατήρια βενζίνης, Σωματεία, γραφεία ταξί, εστιατόρια, ΠΕΚ, ΘΟΙ, Λαϊκές Οργανώσεις, Ζαχαροπλαστεία, κ.α., ενώ έξω από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δέσποζε ο ανδριάντας του Βασίλη Μιχαηλίδη.

Φίλοι και φίλες,
αυτή την ιερή παρακαταθήκη που μας άφησαν οι πρόγονοί μας τη φυλάμε ως κόρη οφθαλμού, γιατί όραμά μας και στόχος μας είναι να αξιωθούμε το «νόστιμον ήμαρ»,τη γλυκιά μέρα της επιστροφής στη γη των προγόνων μας, στη γη του Λευκονοίκου μας, στη μάνα γη τροφό μας, που όπως πολύ εύστοχα με τη γραφίδα της επισημαίνει η κ. Κούλα Παρασκευά:

«Σε πήρε ο Τούρκος τζι αλυσώθης
μα γιω σε κουβαλώ μες την καρκιάν μου».

Εμείς οι πρόσφυγες πάντα θέλουμε να μιλούμε για τα μέρη που χάσαμε. Είναι μια εσώτερη ανάγκη της ψυχής. Για να μην ξεχαστεί, να μη γίνει άλλη μια χαμένη πατρίδα.

Γιατί θέλουμε να συνεχιστεί ο πολιτισμός του Λευκονοίκου. Όσα έφτιαχναν οι χρυσοχέρες νοικοκυρές του από τα λευκονοικιάτικα υφαντά μέχρι τα υπέροχα γλυκά τους,  όπως η τσιππόπιτά τους.

Ένας πολιτισμός με ποιότητα και με ανοικτούς ορίζοντες, αφού μόρφωνε τη γυναίκα και έτσι η Λευκονοικιάτισσα πέρα από πολύφερνη νύφη ήταν και δυναμική προσωπικότητα με πνευματική καλλιέργεια και αγωγή της ψυχής, που κατά τον Πλάτωνα είναι το «μέγιστον μάθημα».

Δήμος το Λευκόνοικο έγινε την 1η Απριλίου του 1939. Ολόγυρα από το Λευκόνοικο το μάτι αντίκριζε απέραντες εκτάσεις σπαρμένες με σιτάρι και κριθάρι, θαλερούς ελαιώνες και στα βόρεια περιβόλια με βερύκοκα, χρυσόμηλα και καϊσιά.

Οι δημότες του, άνθρωποι της γης και του ανοικτού κάμπου της Μεσαορίας, που έδεναν και τα ξωκκλήσια με άσπρο νήμα και δέονταν στον Ύψιστο να τους λυπηθεί τις κακές χρονιές  και να τους ρίξει τις ευεργετικές βροχές του για να καρπίσει ο κάμπος και να αναγεννηθεί η Μεσαορία.

Άνθρωποι του «μέτρου», με ήθος και αρχοντιά, με ανοικτή καρδιά, όπως ήταν και το σπίτι τους, φιλόξενοι και περήφανοι, όπως όλοι οι αφέντες της γης που είχαν πάνωθέ τους μόνο τον Θεό.

Μα και η κοινωνία του Λευκονοίκου  ήταν μια κοινωνία που ήξερε να τιμά τους ήρωές της και όσους την τιμούσαν, θυμίζοντας τη ρήση του Ολύμπιου Περικλή ότι στην περίπτωση ανθρώπων

«Έργω γενομένων αγαθών,
έργω και δηλούσθαι τας τιμάς».


Σήμερα που το Λευκόνοικο είναι για μας μια ανάμνηση και για τα παιδιά μας ένα ερειπωμένο χωριό, που η γη μας δεν μας ανήκει τυπικά, αλλά ψυχικά και ουσιαστικά είναι και θα είναι δική μας, μόνο τον πολιτισμό μας έχουμε και την παρακαταθήκη των προγόνων μας για να αντέξουμε στους καιρούς της θλίψης και της δοκιμασίας. Έχουμε το πνεύμα ενάντια στην ύλη, το μέτρο στην ύβρη, την ομορφιά στην ασκήμια.

Με τον πολιτισμό μας, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κώστας Γεωργοσόπουλος «θα πνίξουμε τα διεθνή κέντρα αποφάσεων που δεν ακούνε τον βραχνά μας». Ίσως τότε αντιληφθούν ότι αυτά τα χώματα κι αυτές οι πέτρες κουβαλούν τριών χιλιετηρίδων ελληνική ιστορία.


Σας ευχαριστώ πολύ.

 






Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Επίσκεψη στην Αθήνα

Κυριακή βράδυ επιστρέψαμε από την Αθήνα, όπου είχαμε πάει από την Πέμπτη. Το πρωί της Παρασκευής αφιερώθηκε σε βόλτες στα βιβλιοπωλεία. Ξεκινήσαμε από τη Στοά του Βιβλίου, συνεχίσαμε στον Ελευθερουδάκη και καταλήξαμε στον Ιανό. Ακόμη, επιτρέπω στον εαυτό μου, αλλά και στον Αντρέα μου να είμαστε σπάταλοι στα βιβλία. Ήταν μια απόλαυση. Ανάμεσα στα βιβλία που αγοράσαμε(παιδικά, ψυχολογικά, ιστορικά, θεολογικά, λογοτεχνικά), ξεχωρίζω τα γερμανόγλωσσα κείμενα του Ιωάννη Συκουτρή-δύο τόμοι- από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας).

Το βράδυ της Παρασκευής, στις 7μ.μ., στην Κυπριακή Εστία(Κέκροπος 3, Πλάκα), προσκεκλημένη της Ένωσης Κυπρίων Ελλάδας, μίλησα για το Λευκόνοικο, τη γενέτειρά μου, που είναι στην κατεχόμενη Αμμόχωστο. Χάρηκα για την επίσκεψη του Μορφωτικού Ακολούθου της Κύπρου στην Αθήνα, του κ Κώστα Λυμπουρή, παλιού συναδέλφου μας, για την παρουσία αρκετών συνδημοτών μας που ζουν στην Αθήνα, αλλά κυρίως για την παρουσία εκλεκτών αδελφικών μας φίλων, του συζύγου μου κι εμένα, που είχα την ευκαιρία να τους μυήσω στην ιστορία και τον πολιτισμό του Λευκονοίκου.

 Ένιωσα ότι για τους χωριανούς μου ήταν πιο ενδιαφέρουσες οι φωτογραφίες που τράβηξα τα τελευταία χρόνια από το Λευκόνοικο, ενώ για τους φίλους μας από την Ελλάδα ήθελα να καταλάβουν γιατί πάντα μιλώ με τόση θέρμη για το Λευκόνοικό μου. Γιατί ακριβώς ξεχώριζε σε όλη την Κύπρο και για την πολιτιστική του προσφορά αλλά και για τον πλούτο του και την προοδευτικότητα και τις καινοτομίες των κατοίκων του.

Το Σάββατο, στις 10 το πρωί, πετάξαμε για το Ηράκλειο της Κρήτης για να δούμε τον ανιψιό και βαφτιστικό μου Αντώνη που εκπαιδεύεται στη ΣΕΑΠ ως αξιωματικός. Τον λαχταρήσαμε, γιατί είχαμε να τον δούμε τρεις μήνες, γι' αυτό και η χαρά μας ήταν μεγάλη. Στο αεροδρόμιο μας περίμεναν οι φίλοι μας Δημήτρης και Άννα, συμφοιτητές του Αριστείδη, του συζύγου μου, που μας πήραν και στο χωριό του Ξυλούρη, τα Ανώγεια, όπου απολαύσαμε ένα υπέροχο γεύμα με ντόπια εδέσματα, αλλά και νιώσαμε λίγο ότι έρχεται χειμώνας, μια που εκεί άναψαν ήδη το τζάκι.

Την Κυριακή το πρωί εκκλησιάστηκα στην Καπνικαρέα, όπως μου αρέσει, και μετά πήγαμε στο παιδικό θέατρο της κ. Κάρμεν Ρουγγέρη , όπου απολαύσαμε την "Οδύσσεια", ένα φαντασμαγορικό θέαμα, πολύ εκπληκτικό. Πάντα παίρνουμε τον Αντρέα στην Αθήνα για να παρακολουθήσει παιδικές παραστάσεις που αρέσουν, εννοείται, και σε μας.

Το απόγευμα, τέλος, καλέσαμε τέσσερα ζευγάρια φίλων με τα παιδιά τους για να φάμε όλοι μαζί στην παραλία της Βάρκιζας, στο κέντρο "Για ουζάκι", που ανήκει στον γιο της ξαδέλφης μας, τον Στέργιο. Πλάι στη θάλασσα, χαλαρώσαμε με εξαιρετικό φαγητό και καλή παρέα και χαρήκαμε τη φιλία μας, ένα από τα ωραιότερα δώρα του Θεού στον άνθρωπο! Αποχαιρετιστήκαμε με την προσμονή της επόμενης συνάντησής μας.

Όπως πάντα, κάθε επίσκεψή μας στην Αθήνα μας ανανεώνει, μας εμπνέει, μας ανοίγει τους ορίζοντες, διώχνει τη σκόνη του μικρού νησιού και των περιορισμένων ευκαιριών. Το "Κλεινόν Άστυ", παρόλα τα προβλήματά του, εμάς μας αρέσει και το αγαπάμε. Γιατί είναι η Αθήνα μας και οι φίλοι μας. Είναι ένα κομμάτι της ψυχής μας.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΤΟΝ ΓΛΑΥΚΟ ΧΡΙΣΤΗ

«Θανέειν πέπρωται άπασι»,

κατά τον Πυθαγόρα.

Είναι γραφτό σε όλους να πεθάνουν. Μα εμείς νιώθαμε ότι ο αείμνηστος Γλαύκος Χρίστης τον ξεγέλασε τον Χάροντα. Γι’ αυτό κι αυτός τον προσπερνούσε. Μα να, που στα 91 του χρόνια του’ στησε καρτέρι, με πλήρη διαύγεια πνεύματος.

Και λιγόστεψε ο κόσμος μας, κατά τον Ελύτη.

«Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει.

Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος, ο θάνατος, ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος.

Ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα».

Πενθεί σήμερα η γη της Κερύνειας. Όλοι όσοι γνωρίσαμε τον Γλαύκο Χρίστη νιώθουμε δέος τούτη την ύστατη ώρα του αποχαιρετισμού. Γιατί ξέρουμε ότι κατευοδώνουμε έναν άνθρωπο σεβάσμιο, αξιολάτρευτο, σεμνό, χαμηλών τόνων.

Μια εξαίρετη προσωπικότητα, έναν πραγματικό ευπατρίδη, που δεν βγάζει πια η γη μας. Έναν άρχοντα, έναν ευγενή.

«Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Ο Γλαύκος Χρίστης καταγόταν από μια επιφανή οικογένεια της Κερύνειας. Γιος του Σάββα Χρίστη, του γνωστού δικηγόρου της Μητρόπολης Κερύνειας, του γνωστού «αλατζιένου», είχε τρία αδέλφια. Όλοι οι αδελφοί Χρίστη ήταν πολύ δεμένοι με τη γη τους, γι’ αυτό και δεν πούλησαν ποτέ τίποτα από την τεράστια περιουσία του πατέρα τους.

Κι έτσι, συνέβη και στον αείμνηστο Γλαύκο Χρίστη το παράλογο και τραγελαφικό, επειδή κατοικούσε στη Λευκωσία να μη θεωρείται πρόσφυγας, παρόλη την περιουσία που είχε στην Κερύνεια. Όμως, ήταν υπεράνω τέτοιων θμάτων. Ήταν άνθρωπος του πνεύματος, φιλοσοφημένος, εγκρατής και ολιγαρκής.

Εξάλλου, η μητέρα του, του άφησε τη μεγαλύτερη περιουσία. Ευτύχησε να έχει σύντροφο της ζωής του την καλή μας Καίτη, την οποία πρώτη η μητέρα του είχε εκτιμήσει για τη σεμνότητά της και τα άλλα ψυχικά χαρίσματά της. Αυτό μου το είπε ο ίδιος το πρωί του Σαββάτου, όταν τον ρώτησα πώς γνωρίστηκαν με την Καίτη, τονίζοντας ότι διαπίστωσε και ο ίδιος ότι η κοπέλα ήταν όντως σεμνή. Κι έτσι έζησαν μαζί 47 ολόκληρα χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα. Βεβαίως, μιλούσε με λίγη δυσκολία, αλλά εμείς είπαμε πολλά.

Τον Γλαύκο Χρίστη τον γνώρισα ως σύζυγο της φίλης μου Καίτης, και βεβαίως, όπως και όλες οι φίλες, τον θαύμαζα για την ευγένεια και την αρχοντιά της ψυχής του, τη μεγάλη του διακριτικότητα, τη σοβαρότητα και την αγάπη του για το διάβασμα, ενώ με εξέπληττε ευχάριστα με τις γνώσεις και κυρίως με την ενασχόλησή του με το διαδίκτυο.

Ήταν πάντα πρόθυμος να με εξυπηρετήσει με τα κείμενα της Καίτης που έγραφε στον υπολογιστή, ενώ με τιμούσε, αποστέλλοντάς μου και τα βιβλία που είχε γράψει, αλλά και με την παρουσίαση ενός βιβλίου μου στην εφημερίδα που δούλευε.
Για όσα χρόνια δούλεψε στο ΡΙΚ ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας Μεταφράσεων όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια, μάλιστα τις τελευταίες μέρες, κάποιος συνάδελφός του από το ΡΙΚ είπε ότι ο Γλαύκος Χρίστης ήταν ο προϊστάμενος που ο καθένας θα ήθελε να έχει, προσιτός και καταδεκτικός, πρόθυμος να βοηθήσει τον καθένα.

Ως νέος ο Γλαύκος Χρίστης δούλεψε στο Διοικητήριο της Κερύνειας και μετά εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Έθνος». Μάλιστα, ως αντιπρόσωπος της εφημερίδας παρακολούθησε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, και ήταν ένας απ’ αυτούς που τις καταψήφισαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο πρώτος που ορκίστηκε στην ΕΟΚΑ από τον Τεύκρο Χειμώνα στην Κερύνεια. Αργότερα, όταν ήρθε στη Λευκωσία, ο αείμνηστος Τάσος Παπαδόπουλος τον όρισε αντιπρόεδρο της ΠΕΚΑ.

Μέσα στο μυαλό μου έχω την εικόνα του με το καπέλο του να έρχεται από τον περίπατό του που έκανε στους δρόμους της Λευκωσίας. Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να ξεχάσω κάτι που συνέβη τα πρώτα χρόνια που διορίστηκα αναπληρώτρια και γνώρισα την Καίτη. Έτυχε στην κουβέντα να της πω ότι περίμενα να με πληρώσουν για να στείλουμε λεφτά στον αδελφό μου που σπούδαζε στην Αθήνα και ότι χρειαζόμασταν ακόμη 100 λίρες. Το απόγευμα σταμάτησε έξω από το σπίτι μας με το κόκκινο αυτοκίνητό του και κατέβηκε η Καίτη με μια επιταγή 100 λιρών.

Βεβαίως, ο αγαπητός μας Γλαύκος που χαρακτηριζόταν για την εσωστρέφειά του και τις λίγες αλλά μεστές κουβέντες του, στο νοσοκομείο ένιωσε την ανάγκη φαίνεται να μιλήσει για πολλά πράγματα, κι έτσι είχα κι εγώ την ευκαιρία μαζί με τις κόρες του να γίνω κοινωνός όσων ήθελε να μας αφήσει παρακαταθήκη. Ήταν μια πνευματική απόλαυση οι θύμησές του και οι πλούσιες εμπειρίες του από τη ζωή. Κι εμένα μου φαινόταν σαν πατέρας μου, μια που έχασα τον πατέρα μου νωρίς.

Αξιοπρεπής, ευπρεπής, μεγαλόψυχος, μέχρι την τελευταία του στιγμή σκεφτόταν την Καίτη και τις κόρες του που τις ταλαιπωρούσε, ενώ ο ίδιος αντιμετώπιζε τον πόνο και την ταλαιπωρία με αξιοθαύμαστη στωικότητα και ηρεμία, «σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος», όπως ταιριάζει στους εκλεκτούς.

Τίμησε τον άνθρωπο ο σεβαστός μας Γλαύκος Χρίστης. Τίμησε τον Έλληνα της Κύπρου και φεύγει καταξιωμένος.

Τίμησε τον Λόγιο Ερμή, ήταν ο άνθρωπος του βιβλίου, που του άρεσε να γράφει, να διαβάζει, συνεχώς να ανοίγει νέους ορίζοντες. Ήταν Άνθρωπος με Α κεφαλαίο.

Τίμησε, όμως, και τη λατρευτή του σύζυγο, την Καίτη του, που μαζί δημιούργησαν μια ήρεμη κι ευτυχισμένη οικογένεια, και τις κόρες του, τη Μάνια και τη Βίκυ, που τους αφήνει ως παρακαταθήκη ένα τόσο τιμημένο όνομα.

Τους ευχόμαστε την εξ ύψους παρηγορίαν.

Σεβαστέ μας Γλαύκο Χρίστη, καλοτάξιδη να’ναι η πορεία σου στον κόσμο τον αληθινό.

«Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον».

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Αφήνεις μνήμη αγαθή και ζηλευτή. Σε αποχαιρετούμε με την αγάπη μας και την ολόθερμη ευχή αιωνία να είναι η μνήμη σου.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Έφυγε ο Πάρις μας

Ο λεβέντης γυμναστής που καμαρώναμε στις εθνικές παρελάσεις να περπατά καμαρωτός και ευθυτενής, περήφανος ως Έλλην, με την αγέρωχη κορμοστασιά του και τον αέρα του κοσμοπολίτη bon viveur.

Ο γυμναστής που τα τελευταία χρόνια έκανε το νεοσύστατο Λύκειο Λατσιών να ξεχωρίζει στις παρελάσεις, και μάλιστα φέτος στο διαδίκτυο κάποιες σελίδες μιλούσαν για την καλύτερη παρουσία σχολείου στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου.

Ο Αμμοχωστιανός με  τη μεγάλη περηφάνια για την πόλη του και τους ανθρώπους της. Από την πόλη του, εξάλλου, από τους δασκάλους του και από τους γονείς του γαλουχήθηκε με τις αξίες και τα ιδανικά που με τη σειρά του μεταλαμπάδευε στους μαθητές του που τόσο αγαπούσε, μα κι εκείνοι τον λάτρευαν. Γιατί μιλάμε για μια υπέροχη, μοναδική, ανθρώπινη, αμφίδρομη σχέση.

Σήμερα, όλο το Λύκειο Λατσιών θρηνεί τον Πάρι. Όλοι, μαθητές, καθηγητές, γραμματειακό και λοιπό προσωπικό, ντυμένοι στα μαύρα, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας με τα δάκρυα οι πιο πολλοί στα μάτια, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι δεν θα ξαναγελάσουμε με τον Πάρι, δεν θα πούμε τα αστεία μας, δεν θα μας πειράξει… Άμα περνούσε καμιά μέρα και δεν τον έβλεπα, του έκανα το παράπονό μου ότι θέλω να έρχεται πάνω στα γραφεία μας για να με κάνει να γελώ. Με την πληθωρικότητα και το χιούμορ του μας σκλάβωνε όλους.

Ο Πάρις ήταν η χαρά της ζωής. Αυτήν εξέπεμπε με τη στάση του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του. Ήταν ο άνθρωπος της προσφοράς, της ανιδιοτελούς προσφοράς στους γύρω του. Ήταν μαζί με τον φίλο και συνάδελφό του τον Κώστα Μυλωνά, τον αδελφό του, οι Ηράκλειες στήλες του σχολείου μας. Κάτι σαν τον Άτλαντα που κρατούσε στους ώμους του τη γη, έτσι κι αυτός κρατούσε το σχολείο μας κι ό,τι κι αν συνέβαινε ξέραμε ότι ο Πάρις θα καθάριζε.

Με την αγάπη, με την πειθώ, με τη φωνή, με το φιλότιμο όλοι οι μαθητές, ακόμη και τα πιο ζωηρά παιδιά τον σέβονταν και “τον πήγαιναν”, γιατί ήταν κοντά τους, τους νοιαζόταν πραγματικά, τους συμβούλευε, ήταν ο πατέρας τους. Γιατί πραγματικά ο Πάρις ήταν πρότυπο εκπαιδευτικού, πρότυπο ήθους, καλοσύνης και ανθρωπιάς. Το μεγαλείο και η αρχοντιά της ψυχής του, η γενναιοδωρία του, το ευπροσήγορο του χαρακτήρα του, ζωντάνια του, το κέφι του, η πάντα ανοικτή σε όλους καρδιά του θα μας λείψουν.

Εμείς θα τον θυμόμαστε πάντα με εκείνο το μεγάλο γλυκό χαμόγελο και την αδώνεια ομορφιά του, μα κυρίως για την ψυχή του που χάριζε αφειδώλευτα σε όλους. Γιατί αυτή η φράση ακούγεται συνεχώς στο σχολείο μας: ότι ο Πάρις μας ήταν «ψυχιή». Κι αν πέταξε η ψυχή του στους ουρανούς, για μας θα είναι πάντα εδώ, στο σχολείο του που τόσο αγαπούσε. Το Λύκειο Λατσιών έχει ταυτιστεί με τον Πάρι.

Ποτέ, ό,τι κι αν τον απασχολούσε, δεν το έδειχνε. Πάντα προσηνής και γελαστός, ποτέ κατσούφης, ποτέ μουτρωμένος, πάντα αισιόδοξος, πάντα ευειδής, κεφάτος. Εργατικότατος και ικανότατος, τιμούσε τον κλάδο των γυμναστών. Μάλιστα, ήταν πάρα πολύ περήφανος για την κλασική παιδεία του. Θα μας λείψει πάρα πολύ, και δεν είναι υπερβολικό να το λέμε.

Πιο πολύ, όμως, θα λείψει από τη γυναίκα του Μαρία και τη μοναχοκόρη του, την Ελένη, που είναι μαθήτριά μας και, ασφαλώς, το υποσχόμαστε στη μνήμη του, θα την έχουμε όλοι σαν κόρη μας. Μόνο ο Θεός θα τις παρηγορήσει.

Αιωνία σου η μνήμη, Πάρι μας, και ο Θεός ας κατατάξει την ψυχή του «εν σκηναίς δικαίων».

Καλό ταξίδι, φίλε Πάρι. Ανάλαφρη η ψυχή σου ας φτερουγίσει στο θρόνο του θεού.

Εμείς πάντα θα σε θυμόμαστε και θα σε αγαπάμε. Γι’ αυτό θα ζεις παντοτινά. Άνθρωποι σαν κι εσένα δεν πεθαίνουν ποτέ, γιατί ζουν στις καρδιές μας. Θα είσαι το πρότυπο για όλους μας, μαθητές και συναδέλφους σου.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Ισοκράτης και Κίσιγκερ

7 Νοεμβρίου, 2010 — VatopaidiFriend

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, αγιορείτης

Ο σπουδαίος αρχαίος αττικός ρήτορας Ισοκράτης (436-338 π.Χ.) είχε πει: “Η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι καταχράστηκε το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία”. Μήπως φωτογραφίζει τη σημερινή μας πραγματικότητα;

Η ανάλυση και σκιαγράφηση του νεοελληνικού καθημερινού γεγονότος είναι δύσκολη. Ο αρχαίος ρήτορας όμως τα κατάφερε με την ευστοχία του λόγου του.

Η εκκλησία σέβεται τον κάθε άνθρωπο ως εικόνα Θεού, τον οποίο υπηρετεί πρόθυμα και αναπαύει εξαίσια. Η θεολογία του προσώπου, του μοναδικού και ανεπανάληπτου, του σεβαστού και αγαπητού, είναι ανάγκη να ξανακουστεί προσεκτικά. Το κράτος μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως υπήκοο και συχνά τον ταλαιπωρεί αφάνταστα. Μερικές φορές μάλιστα δεν ανταποκρίνεται ούτε στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά του.

Οποιοσδήποτε είναι σήμερα ελεύθερος να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Δεν μπορεί όμως να υβρίζει δημόσια ιερούς θεσμούς, να καίει τη σημαία, να πατάει τις εικόνες, να ασχημονεί και να καταστρέφει ξένες περιουσίες. Η εικόνα που παρουσιάζει η χώρα μας στον έξω κόσμο είναι οικτρή. Κάποιοι θέλουν να καταστρέψουν ό,τι μας ενώνει με το παρελθόν. Κάνουν τους μοντέρνους, τους εκσυγχρονιστές και τους προοδευτικούς, μα ταυτίζονται με τον κ. Κίσιγκερ, ο οποίος το 1974 ομολόγησε: “Οι Έλληνες είναι δύσκολο να τιθασευτούν. Γι' αυτό πρέπει να τους χτυπήσουμε βαθιά στις πολιτιστικές τους ρίζες. Τότε ίσως αναγκαστούν να συμμορφωθούν. Εννοώ να πλήξουμε τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, τα πνευματικά και ιστορικά τους αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε τη δυνατότητά τους να αναπτυχθούν, να διακριθούν, να επικρατήσουν, ώστε να μην παρενοχλούν στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή στρατηγικής σημασίας για μας”. Να λοιπόν με ποιους ταυτίζονται κάποιοι εγχώριοι “μοντερνιστές”.

Παρόλα αυτά, η άρνηση του μακαρίτη Τάσσου Παπαδόπουλου στο σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, το βέτο στα Σκόπια και η από Ρωσία σχέση στον ενεργειακό τομέα δεν αρέσει στους πέραν του Ατλαντικού. Έτσι ,ορισμένοι στην πρόσφατη αναστάτωση εντάσσουν σε ξενοκίνητα σχέδια. Όπως ξαναείπαμε, η παράταση εκκλησιαστικών σκανδάλων θέλει να δημιουργήσει φθορά στην εκκλησία. Η πατρίδα μας έχει τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης, που δημιούργησε έργα υψηλού πολιτισμού και μορφές ιερές. Η ζωηφόρος αυτή παράδοση αποτελεί ασφάλεια, παρηγοριά και ελπίδα. Είναι κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό και αξιοπρόσεκτο.

Κατά τον σοφό Ισοκράτη, δημοκρατία δεν είναι η ανελευθερία και η ανισότητα, αλλά ούτε η ασυδοσία, η αυθάδεια, η αναρχία και η αναίδεια. Χρειάζεται αυτοσυγκράτηση και επαγρύπνηση. Η διατήρηση ιερών θεσμών είναι απαραίτητη. Το κύρος μας είναι οι θεσμοί μας. Δεν μπορεί τόσο εύκολα να ποδοπατούνται τα ιερά και τα όσια. Η επιτυχία κάθε κυβέρνησης είναι η υπεράσπιση των θεσμών και η έμπνευσή της στο λαό. Είναι μεγάλη ανάγκη να αναπτερωθεί το ηθικό και αγωνιστικό φρόνημα του λαού. Η εμπιστοσύνη στην εκκλησία είναι καταφυγή και δύναμη. Στους δύσκολους καιρούς μας, με τη μεγάλη οικονομική αλλά και πνευματική κρίση, χρειάζεται αποκούμπι και όχι ξεθεμελίωμα των πάντων.

Ο Ισοκράτης νωρίς είπε τι καταστρέφει τη δημοκρατία. Ο Κίσιγκερ είπε τι θα διαλύσει την Ελλάδα. Μην παρασυρόμεθα από λόγια δίχως βάση. Μην αυτοπυροβολούμεθα. Μην γκρεμίζουμε ό,τι ανύψωσαν οι αιώνες. Οι άγιοι και οι ήρωες είναι η παραγωγή μας. Καλούμεθα να τη συνεχίσουμε και όχι να τη μειώσουμε. Σήμερα στον τόπο μας μόδα είναι ο ανθελληνισμός. Εμείς, όμως, ας επαναφέρουμε το ιερό στη ζωή και στις σχέσεις μας.


Πηγή: http://www.makthes.gr/news/opinions/32224/

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Δύο ψύλλοι ενοχλούν την Αμερική

3 Νοεμβρίου, 2010 — VatopaidiFriend

Ένα κείμενο πού δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» το περασμένο έτος (15 7-2009), μπορεί να διαφωτίσει πολλά από τα δραματικά γεγονότα, στα όποια έχει τον τελευταίο καιρό εμπλακεί  η  Ελλάδα.

Σε έρευνα του δημοσιογράφου Βίκτωρα Νέτα αποκαλύπτεται ότι ό ουσιαστικότερος λόγος της ανατροπής της κυβερνήσεως του αειμνήστου Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965 υπήρξε ή δυσαρέσκεια του τότε προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, επειδή ό Γεώργιος Παπανδρέου, όταν τον Ιούνιο του 1964 επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον, δεν υπέκυψε στις πιέσεις του να αποδεχθεί το σχέδιο Άτσεσον, πού προέβλεπε διχοτόμηση της Κύπρου και παραχώρηση του Καστελόριζου στην Τουρκία.

Ό Γ. Παπανδρέου μετά τις συναντήσεις του προείπε στους συνεργάτες του: «Τελειώσαμε. Οι μεγάλοι δεν τα συγχωρούν αυτά ».

Μετά την αναχώρηση του Γ. Παπανδρέου από τις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον Αλ. Μάτσα και με απειλητικό ύφος επανέλαβε τα περί του σχεδίου Άτσεσον. Ό Μάτσας του θύμισε τις εξηγήσεις που του είχε δώσει ό Γ. Παπανδρέου, ότι «καμία ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να δεχθεί ένα τέτοιο σχέδιο» και ότι «το ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει σε καμία ελληνική κυβέρνηση να παραχωρήσει ένα ελληνικό νησί». Ακολούθησε ό παρακάτω απίστευτος διάλογος:

Τζόνσον: "Τότε ακούστε με, κύριε πρέσβη… τη Βουλή σας και το Σύνταγμα σας! Ή Αμερική είναι ελέφαντας. Ή Κύπρος είναι ψύλλος. Και ή Ελλάδα είναι ψύλλος. Αν αυτοί οι δύο ψύλλοι εξακολουθούν να φέρνουν φαγούρα στον ελέφαντα, μπορεί ό ελέφαντας να τούς ρουφήξει μία και καλή με την προβοσκίδα του!".

Μάτσας: "Θα διαβιβάσω τις απόψεις σας στον πρωθυπουργό κ. Παπανδρέου, αλλά είμαι βέβαιος για την ελληνική απάντηση. Ή Ελλάδα είναι δημοκρατία. Ό πρωθυπουργός δεν μπορεί να εναντιωθεί στις επιθυμίες της Βουλής",

Τζόνσον: "Θα σας πω ποια απάντηση θα δώσω, αν πάρω τέτοιου είδους απάντηση από τον πρωθυπουργό σας. Ποιος νομίζει ότι είναι; Δεν μπορώ να έχω και δεύτερο Ντε Γκολ στα πόδια μου. Πληρώνουμε πολλά αμερικανικά δολάρια στους Έλληνες, κύριε πρέσβη. Αν ο πρωθυπουργός σας μου μιλήσει για Δημοκρατία, Βουλή και Σύνταγμα, τότε εκείνος, ή Βουλή και το Σύνταγμα του μπορεί να μην κρατήσουν και πολύ!".

Τον διάλογο αυτό, όπως τού τον μετέφε ρε ο πρεσβευτής Αλ.Μάτσας, τον δημοσίευσε στο βιβλίο του «Ι should Have Died» (Ν, Υόρκη 1977) ο Φιλιπ Ντήν (Γεράσιμος) Τσιγάντες, γυιος του ταξίαρχου Χριστόπουλου Τσιγάντε.

Φαίνεται ότι και τελευταία ο ψύλλος της Ελλάδας έφερε φαγούρα στον αμερι κανικό ελέφαντα και… τις συνέπειες τις απολαμβάνουμε τώρα! Όμως ας μην αυθαδιάζουν οι ηγέτες της υπερδυνάμεως. Διότι αυτός ό ελέφαντας μόλις προ ολίγου εμφανίσθηκε στην ιστορία και δεν γνωρίζουμε αν θα έχει μέλλον μακροχρόνιο. Ενώ ή Ελλάδα και η Κύπρος, παρόλο που τους θεωρούν ψύλλους, έχουν ιστορία χιλιάδων ετών και μάλιστα την ενδοξότερη ιστορία του κόσμου.

Όσο για τη φρικτή αδικία που οι ελέφαντες διέπραξαν στην Κύπρο, κάποτε ο δίκαιος Θεός θα αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη!

«ΣΩΤΗΡ»1/11/2010

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Η Ελληνική Οικογένεια

Η Eλληνική οικογένεια

15 Απριλίου, 2010 — VatopaidiFriend

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ είναι μια πολύ αγαπημένη οικογένεια. Είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, η αγαπημένη μου μαμά, ο αγαπημένος μου αδελφός και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά και ο αγαπημένος μου παππούς.Τον αγαπημένο μου μπαμπά δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη δουλειά και γυρίζει τα μεσάνυχτα. Δηλαδή κανονικά γυρίζει στις 7.00 μ. μ., αλλά κάνει και πέντε ώρες γύρω – γύρω το τετράγωνο μέχρι να βρει να παρκάρει.

Κι όταν έρχεται δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου δεν μοιάζει με τους μπαμπάδες των διαφημίσεων που μπαίνουν μέσα με δωράκια και σοκολάτες και τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του κι αυτός γελάει και τα στριφογυρίζει ψηλά.

Εμάς λέει: «Ά μα πια, το παλιοκράτος μου μέσα!!» και βροντάει τα κλειδιά στο συρτάρι.

Την αγαπημένη μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης, γιατί κι αυτή δουλεύει αλλά έρχεται σπίτι με το λεωφορείο.

Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει, μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά που δεν πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ μάρκετ.

Και δεν μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες των διαφημίσεων, γιατί δεν μαγειρεύει βαμμένη ούτε με ψηλοτάκουνα.

Κι όταν λερώσουμε το μπλουζάκι με σοκολάτες δεν γελάει χαρούμενη που έχει το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας λέει: «Ε, βέβαια. Άμα έχετε τη δουλάρα!! Άντε βγάλτο, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ λέμε, την τύχη μου που στραβώθηκα και τον παντρεύτηκα!!».

Τον αγαπημένο μου αδελφό δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί λείπουμε κι οι δυο στο σχολείο και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και μετά κλείνεται στο δωμάτιό του και μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά ψάχνει γυμνές κυρίες και μετά τις βρίσκει και μετά χαίρεται.

Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, ο αδελφός μου κι εγώ είμαστε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια και κάθε Κυριακή μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο τον χρόνο να τσακωθούμε μεταξύ μας.

Ο μπαμπάς μαλώνει τον αδελφό μου που δεν διαβάζει αρκετά και μετά μαλώνει εμένα που δεν τα τρώω τα παντζάρια.

Και μετά η μαμά μαλώνει τον μπαμπά μου γιατί μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό» λέει.

Και μετά η μαμά μου μαλώνει τον αδελφό μου που πετάει τα μποξεράκια του στη μοκέτα κι έχει και τη μέση της και μετά μαλώνει εμένα που θέλω να μου πάρουνε κινητό.

Και μου λέει: «Έκανε κι η μύγα … και ζητάει κινητό».

Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει κινητό που είναι και 27 μέρες μικρότερη;».

Κι η μαμά μου μού λέει: «Δεν με νοιάζει τι κάνει η Ευαγγελία, εμένα με νοιάζει τι κάνει το δικό μου το παιδί».

Και φωνάζει και ο μπαμπάς τής λέει: «Τώρα που ουρλιάζεις εσύ, δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;»

Κι η μαμά τού λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση κάνουμε».

Κι ο μπαμπάς μου της λέει: «Ναι, έχεις δίκιο.

Μπορεί στο ισόγειο να μη σ’ άκουσαν!».

Κι η μαμά του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου ´λεγα τώρα!». Και δεν του λέει.

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δεν μιλάει για πολλή ώρα.

Share this: Μοιραστείτε το Press This

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Τέλειοι γονείς ή καθόλου γονείς; Το ζητούμενο είναι να υπάρχουν γονείς!

Δεν υπάρχει πλάσμα τραγικότερο από το ακυβέρνητο παιδί – ένα παιδί απαίδευτο, απροσανατόλιστο, απροστάτευτο, ακαθοδήγητο, έρμαιο των παθών και της ακρισίας της παιδικότητας, και ταυτόχρονα πάντα εύκολο κορόιδο στα παιχνίδια των μεγαλύτερων παιδιών και των μεγάλων… Σίγουρα, οι εμβληματικές μορφές του ορφανού παιδιού και των παιδιών του δρόμου (τα «χαμίνια» στις λογοτεχνίες τύπου Ντίκενς ή Χωρίς οικογένεια) έχουν κηρυχθεί σε αφάνεια, στο πεδίο των επίσημων κοινωνικών αναπαραστάσεων και πολιτικών λόγων της δυτικής κοινωνίας. Ωστόσο, εκείνο που έτσι απωθήθηκε («το παιδί παρατημένο στην τύχη του») επιστρέφει σαν «άγρια» εμπειρία, σαν ανεξημέρωτη πραγματικότητα: Σαν παιδί-πλάσμα του καταναλωτισμού, του image making, της ναρκισσιστικής φετιχοποίησης, της λογικής του παιδιού-πρίγκιπα… Σαν αντικείμενο ανταγωνισμού, φθόνου, φαντασιωσικής απόλαυσης ή έμπρακτης σεξουαλικής εκμετάλλευσης (υπενθυμίζω την κίνηση για ίδρυση Κόμματος Παιδοφίλων στην Ολλανδία). Σαν θύμα της σχολικής αποτυχίας και των εξαρτήσεων, ή σαν θύτης-θύμα παιδικής και εφηβικής βίας, παραβατικότητας και εγκληματικότητας… Σαν «χαμένες γενιές» παιδιών με μοιραία ελλείμματα γνώσης, γλώσσας, κουλτούρας, κοινωνικότητας, τρόπου, ονείρων…

Με απόληξη τις συμμορίες ανηλίκων, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, και τους «τυφλούς καταστροφείς» στις εξεγέρσεις των παρισινών προαστίων… Πέρα από τις κοινωνικές και ιστορικές τους διαστάσεις, που υπάρχουν και βαραίνουν, αυτές οι εκδηλώσεις ισοδυναμούν με μια ιδιαίτερη κακουχία της παιδικής ηλικίας είναι συμπτώματα ψυχικής ορφάνιας. Που αντιπροσωπεύουν, ως υποκειμενικότητες, την ακυβέρνητη παιδικότητα σε κάθε μορφή: Ό,τι λατρεύεται και αποθεώνεται, παραμένοντας ακυβέρνητο, επειδή η κατανόησή του και η ενήλικη στάση απέναντί του γεννάει φόβο, επιστρέφει, τρέφοντας ακριβώς τα αισθήματα εκείνα που το καταδικάζουν να υπάρχει σε «ημιάγρια κατάσταση»: φόβο και ακατανοησία.

Σίγουρα, το να ενστερνίζεσαι, όσο και όπως ξέρεις και μπορείς, την ιδιότητα του γονιού, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως είσαι και καλός γονιός – με όποια έννοια κι αν δοθεί στο επίθετο «καλός». Σίγουρα είναι μια τέχνη το να είσαι καλός γονιός. Στις συνηθισμένες περιπτώσεις, η κοινωνία, ο πολιτισμός και η οικογενειακή ιστορία εξοπλίζουν τους γονείς με την τεχνογνωσία και με τους ψυχικούς πόρους που θα τους επιτρέψουν να ανταποκριθούν και να λειτουργήσουν αρκετά καλά, δηλαδή επαρκώς, ως γονείς. Ωστόσο, και σ’ αυτό το ζήτημα, για να μπορέσει να λειτουργήσει μια οικογένεια και να αναθρέψει ένα παιδί ψυχικά ισορροπημένο, η απόλυτη προϋπόθεση δεν είναι το καλός, αλλά το γονιός. Εκατομμύρια παιδιά έχουν μεγαλώσει με γονείς μετριότατους ως προς τη γονεϊκή τους λειτουργία. Και ποτέ κανένα παιδί δεν ανατράφηκε με τέλειους γονείς: Όλοι είχαν ατέλειες, ανεπάρκειες, κενά, προβλήματα…

Όμως, το δίλημμα δεν είναι ή τέλειοι γονείς ή καθόλου γονείς. Το πρωταρχικό και απόλυτο ζητούμενο είναι να υπάρχουν γονείς. Αν είναι και καλοί, τόσο το καλύτερο. Αν είναι μέτριοι ή ακόμη και κακοί, θα προκύψουν σίγουρα δυσκολίες και αβαρίες -για τις οποίες θα δούμε τι θα γίνει. Οπωσδήποτε, πάντως, το να έχεις γονείς ανεπαρκείς είναι καλύτερο από το να μην έχεις καθόλου γονείς. Το πρόβλημα «ανεπαρκείς γονείς» διορθώνεται. Το πρόβλημα «καθόλου γονείς» μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Σε κάθε περίπτωση, για να συγκροτηθεί ένα παιδί, τα να υπάρχουν γονείς στη θέση του γονιού, που λειτουργούν όσο καλύτερα μπορούν σύμφωνα με όσα υπαγορεύει η ιδιότητα του γονιού, είναι το ίδιο αναγκαίο με την τροφή και το νερό. Και αυτό, τα παιδιά το ξέρουν. Γι’ αυτό, όταν κάτι ανεπαρκεί ως προς τους γονείς, όταν υφίσταται κενό γονέων, το πρώτο πράγμα που χρειάζονται δεν είναι «ψυχολόγος» ή όποιος άλλος, που επιβεβαιώνει ή προσπαθεί να καλύψει ένα τέτοιο κενό. Γονείς θέλουν!

Δεν λέω τίποτε καινούργιο ή παράξενο, λοιπόν, όταν δίνω την απάντηση που είπαμε. Καινούργιο και παράξενο είναι το ότι τόσο συχνά, στη σημερινή δυτική κοινωνία, αυτό που λέω δεν θεωρείται αυτονόητο, δεν είναι κοινή γνώση σε τόσες περιπτώσεις ανθρώπων, που καλούνται να λειτουργήσουν σύμφωνα με την ιδιότητα του γονιού, αλλά μπερδεύονται: Άλλοι δεν ξέρουν καλά το πώς, τον τρόπο. Άλλοι δεν αισθάνονται το γιατί, τη λογική της θέσης τους. Άλλοι φοβούνται ότι θα χάσουν κάτι (την αγάπη του παιδιού τους) και γι’ αυτό νιώθουν ότι δεν έχουν τη δύναμη… »



πηγή: Ν. Σιδέρης. «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!»,-αποσπάσματα. Εκδ. Μεταίχμιο

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ

Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο(1922-1924)

Πάντα απολαμβάνω τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης(ΜΙΕΤ) και λόγω της θεματογραφίας, της ποιότητας και του υψηλού επιπέδου των εκδόσεων, αλλά και γιατί κι εμείς ανήκουμε στην ευρύτερη οικογένεια της Εθνικής.
Έτσι, ο σύζυγός μου φροντίζει να με εκπλήσσει με αυτά τα υπέροχα δώρα από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Τράπεζας που για χρόνια τώρα αποτελεί το στήριγμά μας.

Το όνομα Ιωάννης Συκουτρής ανέκαθεν μου προξενούσε δέος, για την επιστημονική του κατάρτιση μα και για την τραγική του μοίρα. Δεν θυμάμαι πότε πρωτάκουσα το όνομά του, πάντως πριν από μια εικοσαετία περίπου, όταν ασχολήθηκα εντατικά με τους ελλαδίτες καθηγητές που υπηρέτησαν στην Κύπρο, ξεχώρισα τον Ιωάννη Συκουτρή, αδυνατώντας να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει τόσα πράγματα ταυτόχρονα. Χαλκέντερος και ακατάβλητος, εύστροφος, εργατικότατος, «ρέκτης» φιλόλογος, δεινός συζητητής, μια διάνοια με εμβρίθεια και βαθύνοια, αναγκάστηκε μετά το πέρας των σπουδών του να εργαστεί στην Κύπρο για να συντρέξει την οικογένειά του που είχαν ξεριζωθεί από τη Μικρασία. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και η μητέρα και τα πέντε μικρότερα αδέλφια του ζούσαν πρόσφυγες στον Πειραιά

Από την Κύπρο έγραφε μακροσκελή γράμματα στους συμφοιτητές του, όπου άφηνε να ξεχυθούν τα συναισθήματα και οι εντυπώσεις του από το νησί μας, όχι και τόσο κολακευτικά. Τέτοια γράμματα βρήκε ο γνωστός Καθηγητής Φάνης Ι. Κακριδής στα κατάλοιπα της μητέρας του Όλγας Κομνηνού Κακριδή, προσεκτικά φυλαγμένα, που της είχε στείλει ο Ιωάννης Συκουτρής, όταν το 1922-24 δίδασκε ως καθηγητής φιλόλογος στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας. Αυτά τα γράμματα εκδόθηκαν από το ΜΙΕΤ σε φιλολογική επιμέλεια του κ. Φάνη Κακριδή.

Ο Ιωάννης Συκουτρής μαζί με την Όλγα Κομνηνού σπούδαζαν στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1919 ως το 1922 και έκαναν παρέα ως Σμυρνιοί. Μάλιστα, συνήθιζαν να κάνουν εκδρομές σε αρχαιολογικούς χώρους, όπου όλα τα προετοίμαζε ο ίδιος, και από τους άλλους ζητούσε μόνο να επιλέξουν ένα αρχαίο ελληνικό όνομα, όπως ο ίδιος είχε επιλέξει το ψευδώνυμο Αντιφών, αφού κι ο ίδιος, όπως και ο αρχαίος ρήτορας ήταν απροσμάχητος στις συζητήσεις.

Στην αρχή έγραφε γράμματα για να διαβάζονται από όλους τους φίλους. Στα γράμματά του αυτά που συζητά και επιστημονικά θέματα, δεν προσέχει ιδιαίτερα τη γλώσσα, αφού γράφονται βιαστικά. Συνήθως ζητά να του στείλει η Όλγα διάφορα επιστημονικά συγγράμματα, απ’ όπου επιβεβαιώνεται ότι ορισμένοι καθηγητές στη δεκαετία του 1920 μεταφέρουν στην Κύπρο τις καινούργιες σοσιαλιστικές ιδέες.

Από τα γράμματά του φαίνεται ότι τον απασχολεί η μοναξιά που βιώνει στο νησί: «Θέλω να ζήσεις εδώ μέσα, δια να καταλάβεις ποίος υποφέρει περισσότερον. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολύν καιρόν, ώστε να το σκέπτομαι, αλλά υποφέρω».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν μια διάνοια μοναδική, ένας νους οξυδερκής, ιδεοπλάστης, που η παρουσία του στο νησί μας ήταν μεγάλη μας τιμή. Επιπρόσθετα, πρόσφερε τα μέγιστα στην πολιτιστική ζωή του νησιού μας, όπως και κάποιοι άλλοι Ελλαδίτες αλλά κυρίως Μικρασιάτες καθηγητές, που η δική τους προσφυγιά έγινε αφορμή για πολιτιστική αφύπνιση των αλύτρωτων Ελλήνων της Κύπρου.

Νιώθω ότι όλοι μας χρωστάμε πολλά σ’ αυτούς τους ταγούς, κυρίως σ’ αυτούς που παντρεύτηκαν εδώ και έδρασαν όλα τα χρόνια της ζωής τους. Μακάρι και ο Συκουτρής να έβλεπε με πιο θετική ματιά το νησί και τους ανθρώπους του και να έμενε εδώ. Ίσως, η κατάληξή του να ήταν διαφορετική. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται κι απ’ ό,τι ομολογεί και ο ίδιος, ήταν δύσκολος στην επικοινωνία του με τους ανθρώπους. Ήταν ο σκοτεινός, αιθεροβάμων διανοούμενος, της ελίτ του πνεύματος, που δεν έκανε εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Γι’ αυτό και είχε λόγω του χαρακτήρα του συνεχείς προστριβές, δεν του άρεσε τίποτα και διακρινόταν και από μια πνευματική οίηση.

Ο ίδιος, εξάλλου, σε κάποιες στιγμές αυτοκριτικής, παραδέχεται ότι είναι «μισόκοσμος, υπερβολικός, κακός και καχύποπτος…, διότι έτσι έμαθα από τα παθήματα». Ο κ. Φάνης Κακριδής χαρακτηρίζει τη δυσκολία του να επικοινωνήσει ως «επικοινωνιακή αδεξιότητα».

Φαίνεται,όπως το ομολογεί και πάλιν ο ίδιος, ότι ένιωθε «μίαν παράδοξον ηδονήν» στο να εκτοξεύει μύδρους πότε εναντίον των κυπριακών εφημερίδων και πότε εναντίον προσώπων, όπως ο Μάγνης, ο οποίος θέλει να είναι αγαπητός σε όλους, όπως τον κατηγορεί. Όμως, ο Μάγνης είχε ό,τι ακριβώς έλειπε στον Συκουτρή. Επικοινωνιακές δεξιότητες τόσο απαραίτητες για την αρμονική συμβίωση.

Δεν μπορώ να παραλείψω την αίσθηση που ένιωθα, διαβάζοντας τις επιστολές, ότι υποτιμούσε σχεδόν τους πάντες, λόγω της υπεροχής του πνεύματός του, που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει, να συζητήσει, να τον καταλάβουν. Ενώ ήθελε να τον αγαπούν και να τον θαυμάζουν, υποφέρει γιατί δεν τον καταλαβαίνουν . Όμως, ο ίδιος δεν κάνει καμιά προσπάθεια, γι’ αυτό και επισημαίνει: «Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον ξένος και μόνος»

Φαίνεται, όμως, ότι νοσταλγεί και πονά αφάνταστα για τη χαμένη του πατρίδα, πιέζεται από τις οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στην ορφανεμένη οικογένειά του και αγωνιά για το μέλλον πώς θα βρει λεφτά να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Γερμανία ή στην Αμερική. Παράλληλα, δεν κάνει καμιά υποχώρηση από τις εμμονές του, ενώ υποτιμά πολύ τις μορφωμένες κοπέλες του νησιού και χλευάζει όσους ελλαδίτες καθηγητές παντρεύονται ντόπιες κοπέλες για να αποκατασταθούν εδώ.

Δεν του αρέσει, επιπλέον, το κλίμα του σχολείου, «το διδασκαλικόν», ούτε το επίπεδο που το θεωρεί κατώτερο του δικού του, ενώ λαχταρά να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη φιλολογία. Γι’ αυτό, αφού έχει ανοίξει αρκετά μέτωπα, λαχταρά πότε να φύγει από την Κύπρο, όπου δεν αισθάνεται άνετα.

Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, δεν θέλει να φύγει από το νησί, χωρίς να το έχει ωφελήσει: «να δώσω μίαν ώθησιν εις την Σχολήν και τον τόπον». Τονίζει ότι για την οικονομική και πνευματική στασιμότητα της Κύπρου φταίει η « άστοργος διοίκησις».

Συμπερασματικά, ως Κύπρος πρέπει να ευγνωμονούμε τον Ιωάννη Συκουτρή για όσα μας πρόσφερε με τις διαλέξεις του, τη διδασκαλία του, τις μελέτες του, τη συγκέντρωση υλικού, τους δύο συλλόγους που είχε ιδρύσει, τα οργανωτικά του κλάδου των καθηγητών, τις μεταφράσεις του, και κυρίως για την κυκλοφορία του περιοδικού «Κυπριακά Χρονικά». Η εργατικότητά του παροιμιώδης. Γι΄ αυτήν ο κ. Φάνης Κακριδής παραθέτει τι έγραψε ένα μήνα πριν από την αυτοκτονία του:

«…είμαι τόσο δυστυχισμένος μέσα μου, ώστε μου χρειάζεται αυτό το μεθύσι της δραστηριότητας για να ξεχνώ ή μάλλον για να ξεχνιέμαι».

Η προσωπικότητα του Ιωάννη Συκουτρή, αυτού του εξαίρετου επιστήμονα, η πνευματική του πορεία και το τραγικό του τέλος εξακολουθούν να μας ενδιαφέρουν μετά από τόσα χρόνια…Είναι μεγάλο κρίμα που ένα τέτοιο πνεύμα έφυγε τόσο νωρίς. Είναι αδύνατο να φανταστούμε τι θα πρόσφερε στη φιλολογική επιστήμη, αν ζούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ας είναι τούτη η αναφορά ένα μικρό μνημόσυνο στη μνήμη του!

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ

Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο(1922-1924)

Πάντα απολαμβάνω τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης(ΜΙΕΤ) και λόγω της θεματογραφίας, της ποιότητας και του υψηλού επιπέδου των εκδόσεων, αλλά και γιατί κι εμείς ανήκουμε στην ευρύτερη οικογένεια της Εθνικής.
Έτσι, ο σύζυγός μου φροντίζει να με εκπλήσσει με αυτά τα υπέροχα δώρα από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Τράπεζας που για χρόνια τώρα αποτελεί το στήριγμά μας.

Το όνομα Ιωάννης Συκουτρής ανέκαθεν μου προξενούσε δέος, για την επιστημονική του κατάρτιση μα και για την τραγική του μοίρα. Δεν θυμάμαι πότε πρωτάκουσα το όνομά του, πάντως πριν από μια εικοσαετία περίπου, όταν ασχολήθηκα εντατικά με τους ελλαδίτες καθηγητές που υπηρέτησαν στην Κύπρο, ξεχώρισα τον Ιωάννη Συκουτρή, αδυνατώντας να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει τόσα πράγματα ταυτόχρονα. Χαλκέντερος και ακατάβλητος, εύστροφος, εργατικότατος, «ρέκτης» φιλόλογος, δεινός συζητητής, μια διάνοια με εμβρίθεια και βαθύνοια, αναγκάστηκε μετά το πέρας των σπουδών του να εργαστεί στην Κύπρο για να συντρέξει την οικογένειά του που είχαν ξεριζωθεί από τη Μικρασία. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και η μητέρα και τα πέντε μικρότερα αδέλφια του ζούσαν πρόσφυγες στον Πειραιά

Από την Κύπρο έγραφε μακροσκελή γράμματα στους συμφοιτητές του, όπου άφηνε να ξεχυθούν τα συναισθήματα και οι εντυπώσεις του από το νησί μας, όχι και τόσο κολακευτικά. Τέτοια γράμματα βρήκε ο γνωστός Καθηγητής Φάνης Ι. Κακριδής στα κατάλοιπα της μητέρας του Όλγας Κομνηνού Κακριδή, προσεκτικά φυλαγμένα, που της είχε στείλει ο Ιωάννης Συκουτρής, όταν το 1922-24 δίδασκε ως καθηγητής φιλόλογος στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας. Αυτά τα γράμματα εκδόθηκαν από το ΜΙΕΤ σε φιλολογική επιμέλεια του κ. Φάνη Κακριδή.

Ο Ιωάννης Συκουτρής μαζί με την Όλγα Κομνηνού σπούδαζαν στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1919 ως το 1922 και έκαναν παρέα ως Σμυρνιοί. Μάλιστα, συνήθιζαν να κάνουν εκδρομές σε αρχαιολογικούς χώρους, όπου όλα τα προετοίμαζε ο ίδιος, και από τους άλλους ζητούσε μόνο να επιλέξουν ένα αρχαίο ελληνικό όνομα, όπως ο ίδιος είχε επιλέξει το ψευδώνυμο Αντιφών, αφού κι ο ίδιος, όπως και ο αρχαίος ρήτορας ήταν απροσμάχητος στις συζητήσεις.

Στην αρχή έγραφε γράμματα για να διαβάζονται από όλους τους φίλους. Στα γράμματά του αυτά που συζητά και επιστημονικά θέματα, δεν προσέχει ιδιαίτερα τη γλώσσα, αφού γράφονται βιαστικά. Συνήθως ζητά να του στείλει η Όλγα διάφορα επιστημονικά συγγράμματα, απ’ όπου επιβεβαιώνεται ότι ορισμένοι καθηγητές στη δεκαετία του 1920 μεταφέρουν στην Κύπρο τις καινούργιες σοσιαλιστικές ιδέες.

Από τα γράμματά του φαίνεται ότι τον απασχολεί η μοναξιά που βιώνει στο νησί: «Θέλω να ζήσεις εδώ μέσα, δια να καταλάβεις ποίος υποφέρει περισσότερον. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολύν καιρόν, ώστε να το σκέπτομαι, αλλά υποφέρω».
Εξάλλου, για τον Συκουτρή η επαρχία Λάρνακας και Λευκωσίας είναι από τα ασχημότερα μέρη του νησιού.

Στη συνέχεια, αφού την ευχαριστεί για την καλοσύνη της, εκφράζει την άποψή του για τους Αμερικανούς και συγκρίνει την Αμερική με την Κύπρο, αφήνοντας να ξεχειλίσει ο πόνος του πρόσφυγα: «Μου πειράζουν τα νεύρα με την καλωσύνην των και με τας αφελείς των πράξεις. Αλλά τι να γίνει; Παρά την Κύπρον, χιλιάκις προτιμοτέρα η Αμερική. Εχάσαμεν την ιδιαιτέραν μας πατρίδα, ας χαθώμεν μακράν και από την μεγάλην. Τι να γίνει, το γράφει τι δικό μας ριζικό».

Ταυτόχρονα, είναι πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει για τους μαθητές του Ιεροδιδασκαλείου: « Οι μαθηταί, πτωχοί οι περισσότεροι, είναι πολύ φρόνιμοι και ευπειθείς». Έχουν, συνεχίζει, όρεξιν να μάθουν, αλλά ο ίδιος δεν είναι ευχαριστημένος. « Και τούτο διότι δεν εργάζονται και ως εκ της φυγοπονίας και ραθυμίας όλων εδώ των Κυπρίων, όπως παρετήρησα, και διότι δεν τους εσυνήθισαν να εργάζονται, ή μάλλον τους εσυνήθισαν να μην εργάζονται, διότι ποτέ δεν τους εζήτησαν να εντείνουν τας δυνάμεις των».

Αφού επισημαίνει ότι οι μαθητές δυσφορούν για την αυστηρή βαθμολογία του, επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα: «Αδυναμία και παρασκευής έλλειψις μεγάλη, νωθρότης πολλή, νωθρότης, που αποδίδω εις την φυλήν και νωθρότης, που αποδίδω εις την έξιν της ολιγοδρανείας». Δεν ξέρω τι θα έλεγε σήμερα με το οικονομικό θαύμα μετά την εισβολή…Εν πάσει περιπτώσει, συνεχώς τονίζει ότι του κάνει εντύπωση η νωθρότητα των ανθρώπων, στους οποίους φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι πεζοπορεί για ώρες.

Εξάλλου, σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής, χαρακτηρίζει τους Κυπρίους «κουτοπόνηρους, εύπιστους και αγαθούς» που υποτάσσονται στους ξένους, ενώ οι σπουδαιότεροι ηγέτες τους είναι ξένοι, όπως ο Καταλάνος και ο Ζαννέτος. Επιπλέον, χλευάζει τη λογοτεχνική παραγωγή των ντόπιων και καταλήγει αναφερόμενος στους δασκάλους, λέγοντας ότι «όλαι των αι ενέργειαι καταβάλλονται εις το να επιτύχουν μιαν εύγευστον προίκαν».

Θα ήθελα, επίσης, να αναφέρω ότι δεν του αρέσει να συγχρωτίζεται με τους μαθητές τα διαλείμματα, γιατί θεωρεί ότι θα ισοπεδωθεί, ούτε να τρώει μαζί τους στην ίδια αίθουσα. Γενικώς, δεν αφήνει τους μαθητές να τον πλησιάζουν πολύ.

Ακολούθως, σε άλλη επιστολή του αναφέρεται στα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα για τη σχέση του με μια συμφοιτήτριά του, στην πίστη του ότι έμαθε τους μαθητές του να εργάζονται σοβαρά και στην προσπάθειά του να «συμπήξει» σύνδεσμον καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης,

Επιπρόσθετα, στις 8 Ιανουαρίου του 1923, γράφει ότι επιχείρησε «μίαν δυνατήν πεζοπορικήν περιήγησιν ανά την Κύπρον η οποία θα μου εστοίχιζε 12 ημέρας». Σε αυτή την περιήγηση, αφού περιγράψει τη Λεμεσό ως ωραία πόλη(«φαντάσου την Τριπολιτσάν με θάλασσα, με περισσότερα καταστήματα ευρωπαϊκά, με κέντρα πολυτελέστερα, περισσότερον γραφικήν »), τους κατοίκους της ως «ομονοούντες, φιλοπρόοδους και δραστηριότατους, αλλά εκλελυμένους εις διαφθοράν», μετά από έναν σταθμό στο Κολόσσι, θα φθάσει στην Πάφο.

Εκεί τον φιλοξένησε ο Μητροπολίτης Ιάκωβος Αντζουλάτος από την Πάτμο. Στην Πάφο συναντά κι έναν συμφοιτητή τους τον Ιωάννη Τσικνόπουλο, τον Μάγνητα, τον οποίο σχολιάζει δυσμενώς. Από την Πάφο ανέβηκε στο Τρόοδος για να απολαύσει τα χιόνια και απ’ εκεί μέσω της Μόρφου έφθασε στη Λευκωσία. Γράφει σχετικά με την εμπειρία του αυτή: «Ήμην μόνος και η πεζοπορία αυτή, αρκετά «τολμηρά» και δυνατή, διήρκεσε 12 ημέρας. Ήτο ο καλύτερος τρόπος να περάσω τας διακοπάς, χωρίς να κλαύσω την πατρίδα μου.-Μου έρχεται να ευχηθώ να καταστραφεί όλη η Ελλάς, δια να μη βλέπω Έλληνας με πατρίδα και τους ζηλεύω- ή να υποφέρω από την νοσταλγίαν».

Εξακολουθεί να νιώθει μόνος. Ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να τον καταλάβει είναι ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, ο οποίος τον καλεί στη Μητρόπολη για να συζητήσουν, αλλά λείπει αρκετά συχνά στη Λεμεσό και τη Λευκωσία. Νιώθει, όμως, και με αυτόν μια απόσταση, λόγω του σχήματός του. « Και κατ’ αυτόν τον τρόπον είμαι μόνος, όπως και την πρώτην ημέραν που ήλθα». Βεβαίως, παραδέχεται ότι κάποιοι μαθητές τον αγαπούν, ενώ οι πιο πολλοί τον φοβούνται.

Σε άλλα σημεία των επιστολών του φιλοσοφεί, όπως για το θέμα της σχέσης των δύο φύλων, για τον εγωισμό, για την καλοσύνη κ.α. Συνεχώς παρούσα στη σκέψη του η Σμύρνη, η χαμένη πατρίδα του. Εξάλλου, επανέρχεται και στο θέμα της οικειότητάς του με μια συμφοιτήτριά του, τη Χρυσή. Δεν παραλείπει, βέβαια, να αναφερθεί και στη διάκριση που γίνεται στην Κύπρο μεταξύ ανδρός και γυναικός «άδρωποι τζιαι γυναίτζιες».

Παράλληλα, σε άλλα σημεία των επιστολών του αναφέρεται στους συναδέλφους του στο Ιεροδιδασκαλείο, με τους οποίους δεν επικοινωνεί. « Οι συνάδελφοι; Αυτοί αρκούνται εις αισχρολογίας και βωμολοχίας. Πού να καθίσουν να συζητήσουν; Είναι μερικοί σοβαροί και ευθείς, όπως ο Ματσάκις, αλλά ανίκανοι δυστυχώς δια συζήτησιν και ομιλίαν ανωτέραν».

Όπως φαίνεται, τον απασχολεί πάρα πολύ το θέμα του ότι δεν βρίσκει ανθρώπους για να συζητήσει και παραδέχεται ότι οι συνάδελφοι είναι εχθρικοί απέναντί του. «Το μόνον, που έκαμα, είναι να μη συμφωνώ συχνά με τας απόψεις των εις τας συνεδριάσεις του καθηγητικού συλλόγου, πράγμα που ευρίσκουν ασεβές προς την παιδαγωγικήν των πείραν».

Επιπλέον, φαίνεται ότι «η άφιξίς μου εσημειώθη με ίδρυσιν φιλολογικού συλλόγου, Συλλόγου Νέων, με διαλέξεις, με περιοδικόν, και αυτό τους πειράζει».

Τον κατηγόρησαν και για αθεΐαν, αλλά το μόνο που βρήκαν είναι ότι « εδίδαξα ότι αι αποδείξεις της υπάρξεως του Θεού δεν στηρίζονται λογικώς». Μάλιστα, έβαλαν και κάποιους μαθητές να υπογράψουν ότι ο Συκουτρής μεροληπτεί, ενώ κατά βάθος δεν το πίστευαν. Πιστεύει ότι τον ζηλεύουν λόγω της επιτυχίας του ως δασκάλου και λόγω της επιστημονικής του υπεροχής, την οποίαν εκτιμούν οι μαθητές όλων των σχολείων της Κύπρου. Προς το τέλος του πρώτου χρόνου γράφει ότι οι περισσότεροι μαθητές τον αγαπούν και τον εκτιμούν πολύ και είναι ενθουσιασμένοι μαζί του, παρά τις ραδιουργίες και τον πόλεμο που του κάνουν οι συνάδελφοί του. Παρ’ όλ’ αυτά « αι πολιορκίαι γαμβρού δεν έπαυσαν ακόμη. Αλλά ρύσαι ημάς από του πειρασμού, των χιλιάδων λιρών, που σου παρουσιάζονται».

Συχνά, μάλιστα, νοσταλγώντας τη φοιτητική του παρέα, παραπονιέται ότι δεν του γράφουν συχνά οι φίλοι του και τονίζει ότι «την Κύπρον την εβαρέθην. Θα γυρίσω του χρόνου χωρίς άλλο».

Σε άλλη επιστολή αναφέρει ότι με την εργασία του στο περιοδικό, τα « Κυπριακά Χρονικά», προσπαθεί να δημιουργήσει επιστημονική ζωή και να δώσει κατεύθυνσιν «εις τους εδώ λογίους να εξακολουθήσουν ό,τι προσεπάθησα ν’ αρχίσω». Προσθέτει ότι έχει συγκεντρωμένο άφθονο υλικό για να εργαστεί, όταν θα γυρίσει στην Αθήνα, γιατί στην Κύπρο δεν έχει βιβλιοθήκη.

Επίσης, αναφέρει ότι διορίστηκε κι ένας άλλος Σμυρνιός, ο Παναγιώτης Κυδωνόπουλος, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θέλει να γυρίσει στην Αθήνα. «Εδίψασα επιστημονικήν ζωήν ήσυχον και εδίψασα τας Αθήνας. Η άφιξις του Κυδωνόπουλου κάμνει αρκετά την ζωήν μου εδώ ευχάριστον, αλλά θέλω να φύγω…Αν ημπορούσα να έχω χρήματα να φύγω αμέσως εις την Γερμανίαν».

Στα γράμματα που στέλλει τη δεύτερη χρονιά αναφέρει πως οι συνθήκες της διαμονής του είναι καλύτερες και πως πολλοί καθηγητές τού φέρονται καλύτερα, νιώθοντας ότι τον αγαπά ο Μητροπολίτης, ο οποίος τον είχε πάρει μαζί του στην περιοδεία του στα χωριά, την αθλιότητα των οποίων περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα.

Στη συνέχεια, διατείνεται ότι έχει συμφέρον το σχολείο να τον κρατήσει. «Εκτός που εργάζομαι περισσότερον από κάθε άλλον καθηγητήν και καλύτερα, έχω ήδη γίνει παγκυπρίου φήμης με το περιοδικόν, διαρκώς έχω προτάσεις εις άλλας πόλεις και εκτιμώμαι πολύ. Εις μερικάς λατρεύομαι κυριολεκτικώς, όπως εις την Αμμόχωστον… και εις τον Δεσπότην το είπαν συχνά άνθρωποι ξένων πόλεων «έχει το Ιεροδιδασκαλείον τον καλύτερον καθηγητήν της Κύπρου».

Συνεχώς, επανέρχεται στο θέμα της έλλειψης χρημάτων, γιατί χωρίς αυτά δεν μπορεί να φύγει για τη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές. Όσο για τους συναδέλφους του, τονίζει ότι τη δεύτερη χρονιά η θέση του βελτιώθηκε πάρα πολύ, «τους αναγκάζω να διεξάγουν τον αγώνα φανερά και σημειώνω θριάμβους. Έμαθαν να με φοβούνται τουλάχιστον».

Επιπλέον, επαναλαμβάνει ότι είναι ξένος, ότι αντιμετωπίζει το μίσος και τον φθόνον των συναδέλφων του, και «την υποψίαν των περισσοτέρων Λαρνακέων, οι οποίοι με φαντάζονται άνθρωπον ανατρεπτικόν, επικίνδυνον, αναρχικόν». Παραδέχεται, εντούτοις, ότι τον αγαπούν και τον εκτιμούν λίγοι από τη Λάρνακα και πάρα πολλοί από τις άλλες πόλεις, λόγω της δράσης του στο περιοδικό και τις εφημερίδες. Βεβαίως, αναφέρει με ειρωνεία ότι όλοι περιμένουν να συναντήσουν έναν σοβαρό μεσήλικα και αντικρίζουν ένα «βραχύσωμον παιδάριον».

Παράλληλα, τονίζει ότι η ξενιτιά τον κάνει να φαντάζεται τη ζωή της Αθήνας «παραδεισιακήν», ενώ αναφέρει τα ενδιαφέροντά του κατά τις περιοδείες του Μητροπολίτη, όπως το να μελετά χριστιανικές αρχαιότητες, να συλλέγει γλωσσικό υλικό κ.α. Ταυτόχρονα, πληροφορεί την Όλγα ότι τον αρραβώνιασαν με δύο κοπέλες ως τώρα που δεν τις ήξερε, ενώ παραδέχεται ότι σκέφθηκε το θέμα σοβαρότερα, λόγω της δυσκολίας του να μεταβεί στη Γερμανία.

Πιστεύει, όμως, ότι δεν υπάρχει κοπέλα με ανώτερη μόρφωση που να μπορεί να επικοινωνεί «και καταλαμβαίνω ότι δεν θ’ αγαπήσω άνθρωπον σοβαρά, που να μη μ’ εννοή». Άρα, χωρίς ψυχική συγγένεια, θα είναι δυστυχέστερος από τώρα. Βεβαίως, παραδέχεται ότι θα είναι δύσκολο για οποιαδήποτε κοπέλα να συμβιώσει μαζί του. «Αν μάλιστα λάβω υπ’ όψιν τας αποτόμους πολλάκις, πάντοτε δε σχεδόν παραδόξους μεταπτώσεις και σχεδόν ακροβασίας, που με αναγκάζει ο νους μου να κάμνω και η ψυχή μου να αισθάνωμαι, το θεωρώ πολύ δύσκολον πράγματι δι’ αυτήν».

Πέραν τούτων, συνεχίζει, λέγοντας ότι η επαφή με τις δεσποινίδες είναι τελείως τυπική και μόνο με τη «μνηστείαν ημπορείς να γνωρίσης τον χαρακτήρα της κόρης». Και καταλήγει: «Αλλά δι’ εμέ είναι προτιμότερον να μείνω άγαμος-πράγμα ούτε λογικόν ούτε ευχάριστον-παρά να δυστυχήσω και να δυστυχήσω και άλλον». Επίσης, επειδή είναι ξένος δεν υπάρχει περίπτωση να τον σπουδάσει το κράτος.

Στην ίδια επιστολή της 5ης Οκτωβρίου 1923 επανέρχεται το θέμα της μοναξιάς του: «Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον πολύ ξένος και μόνος. Φίλους δε, που να μ’ αγαπούν και να μ’ εκτιμούν, χωρίς να μ’ εννοούν πολύ, είχα και προτού», προτού δηλαδή έλθουν στην Κύπρο και κάποιοι φίλοι τους, όπως ο Παναγιώτης Κυδωνόπουλος και ο Τατάκης. Ανάμεσα στα σχόλια για τους γνωστούς του, μιλά απαξιωτικά για τον Ξιούτα, χαρακτηρίζει τον Τατάκη ως σκώπτη, ενώ αναφέρει ότι δεν συνάντησε τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκη που ήταν συμφοιτητής τους.

Σε επόμενο γράμμα του στην Όλγα, την πληροφορεί για την ευνοϊκή κριτική που έγραψε για τα ποιήματα του Δημήτρη Λιπέρτη, η οποία προκάλεσε επικριτικά σχόλια και τον ανάγκασε να αρθρογραφήσει σε εφημερίδα της Λεμεσού «όθεν κυρίως εστρέφοντο τα βέλη». Επίσης, την πληροφορεί ότι στο νησί τον θεωρούν ως Δημοτικιστή, αλλά «ερωτώμενος δεν θα διστάσω να τονίσω ότι είμαι της καθαρευούσης ή μάλλον ότι δεν θεωρώ κακόν την διγλωσσίαν και επιθυμώ να μείνει ως διαφορά γλώσσης επιστημονικής και λογοτεχνικής». Εννοείται ότι τη δημοτική την προτιμά στη Λογοτεχνία.

Γι’ άλλη μια φορά καταφέρεται εναντίον της νοοτροπίας των κατοίκων του νησιού, λέγοντας: «Εδώ είναι επαρχιωτισμός εις την νιοστήν δύναμιν και χρειάζεται κτύπημα η πατριδοκαπηλεία και βιβλιοκαπιλεία». Και πιο κάτω αναφέρει: «Ημείς ζήσαντες εις κοινωνίαν μεγάλην δεν ημπορούμεν να καταλάβωμεν τι σημαίνει μικρότης επαρχιώτου και δη Κυπρίου».

Στο τελευταίο γράμμα του προς τη φίλη του Όλγα Κομνηνού στις 26 Φεβρουαρίου 1924, αναφέρει τις απόψεις του για το συναίσθημα και τελειώνει με την ευχάριστη είδηση ότι ο φίλος του Παναγιώτης Κυδωνόπουλος είναι ερωτευμένος με μια κύπρια δασκάλα την οποία και εγκρίνει. Βεβαίως, «γίνεται έξω φρενών εναντίον μου, διότι τον παριστάνω 46 ετών και γίνομαι πιστευτός. Αλλά είναι μακρόθυμος και πολυέλαιος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Εμάγευσε τον κόσμον με την ψαλμωδίαν του».

Δεν αντέχω να μην αναφέρω το τέλος της επιστολής. Φαίνεται ότι ο Συκουτρής έδειξε το γράμμα στον Κυδωνόπουλο, ο οποίος εξεμάνη, φαντάζομαι, γι’ αυτό και έγραψε από κάτω:

«Αφού ο Γιάννης σας γράφει κάτι και για μένα δεν μου μένει παρά να σας βράσω, αν τα πιστεύσετε.

Με πολλήν αγάπην
Παναγιώτης

(Από κάτω με το χέρι του Συκουτρή)

Εννοεί δήλα δη όχι τον έρωτά του να μη πιστεύσετε αλλά την ηλικία του».

Θα ήθελα, επιπρόσθετα, να προσθέσω τη μαρτυρία του Παναγιώτη Κυδωνόπουλου, σε γράμμα προς τους δικούς του στην Αθήνα, ότι, όταν έφθασε στη Λάρνακα, τον υποδέχθηκαν «μετά πολλής ευγενείας» ανάμεσα σε άλλους και «Ο Γιάννης μετά των φίλων του, δύο μόνον, αλλά σπανίων ανθρώπων, των κ. κ. Δ. Τσέπη, Διευθυντού του Κτηματολογίου, και του ιατρού κ. Ν, Κυριαζή, εις την οικίαν του οποίου χθες μετά την εκκλησίαν και επρογευμάτισα, ενώ το μεσημέρι μου έκανε τραπέζι ο κ. Τσέπης».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν μια διάνοια μοναδική, ένας νους οξυδερκής, ιδεοπλάστης, που η παρουσία του στο νησί μας ήταν μεγάλη μας τιμή. Επιπρόσθετα, πρόσφερε τα μέγιστα στην πολιτιστική ζωή του νησιού μας, όπως και κάποιοι άλλοι Ελλαδίτες αλλά κυρίως Μικρασιάτες καθηγητές, που η δική τους προσφυγιά έγινε αφορμή για πολιτιστική αφύπνιση των αλύτρωτων Ελλήνων της Κύπρου.

Νιώθω ότι όλοι μας χρωστάμε πολλά σ’ αυτούς τους ταγούς, κυρίως σ’ αυτούς που παντρεύτηκαν εδώ και έδρασαν όλα τα χρόνια της ζωής τους. Μακάρι και ο Συκουτρής να έβλεπε με πιο θετική ματιά το νησί και τους ανθρώπους του και να έμενε εδώ. Ίσως, η κατάληξή του να ήταν διαφορετική. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται κι απ’ ό,τι ομολογεί και ο ίδιος, ήταν δύσκολος στην επικοινωνία του με τους ανθρώπους. Ήταν ο σκοτεινός, αιθεροβάμων διανοούμενος, της ελίτ του πνεύματος, που δεν έκανε εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Γι’ αυτό και είχε λόγω του χαρακτήρα του συνεχείς προστριβές, δεν του άρεσε τίποτα και διακρινόταν και από μια πνευματική οίηση.

Ο ίδιος, εξάλλου, σε κάποιες στιγμές αυτοκριτικής, παραδέχεται ότι είναι «μισόκοσμος, υπερβολικός, κακός και καχύποπτος…, διότι έτσι έμαθα από τα παθήματα». Ο κ. Φάνης Κακριδής χαρακτηρίζει τη δυσκολία του να επικοινωνήσει ως «επικοινωνιακή αδεξιότητα».

Φαίνεται, όπως το ομολογεί και πάλιν ο ίδιος, ότι ένιωθε «μίαν παράδοξον ηδονήν» στο να εκτοξεύει μύδρους πότε εναντίον των κυπριακών εφημερίδων και πότε εναντίον προσώπων, όπως ο Μάγνης, ο οποίος θέλει να είναι αγαπητός σε όλους, όπως τον κατηγορεί. Όμως, ο Μάγνης είχε ό,τι ακριβώς έλειπε στον Συκουτρή. Επικοινωνιακές δεξιότητες τόσο απαραίτητες για την αρμονική συμβίωση.
Δεν μπορώ να παραλείψω την αίσθηση που ένιωθα, διαβάζοντας τις επιστολές, ότι υποτιμούσε σχεδόν τους πάντες, λόγω της υπεροχής του πνεύματός του, που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει, να συζητήσει, να τον καταλάβουν. Ενώ ήθελε να τον αγαπούν και να τον θαυμάζουν, υποφέρει γιατί δεν τον καταλαβαίνουν . Όμως, ο ίδιος δεν κάνει καμιά προσπάθεια, γι’ αυτό και επισημαίνει: «Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον ξένος και μόνος»

Φαίνεται, όμως, ότι νοσταλγεί και πονά αφάνταστα για τη χαμένη του πατρίδα, πιέζεται από τις οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στην ορφανεμένη οικογένειά του και αγωνιά για το μέλλον πώς θα βρει λεφτά να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Γερμανία ή στην Αμερική. Παράλληλα, δεν κάνει καμιά υποχώρηση από τις εμμονές του, ενώ υποτιμά πολύ τις μορφωμένες κοπέλες του νησιού και χλευάζει όσους ελλαδίτες καθηγητές παντρεύονται ντόπιες κοπέλες για να αποκατασταθούν εδώ.

Δεν του αρέσει, επιπλέον, το κλίμα του σχολείου, «το διδασκαλικόν», ούτε το επίπεδο που το θεωρεί κατώτερο του δικού του, ενώ λαχταρά να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη φιλολογία. Γι’ αυτό, αφού έχει ανοίξει αρκετά μέτωπα, λαχταρά πότε να φύγει από την Κύπρο, όπου δεν αισθάνεται άνετα.

Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, δεν θέλει να φύγει από το νησί, χωρίς να το έχει ωφελήσει: «να δώσω μίαν ώθησιν εις την Σχολήν και τον τόπον». Τονίζει ότι για την οικονομική και πνευματική στασιμότητα της Κύπρου φταίει η « άστοργος διοίκησις».

Συμπερασματικά, ως Κύπρος πρέπει να ευγνωμονούμε τον Ιωάννη Συκουτρή για όσα μας πρόσφερε με τις διαλέξεις του, τη διδασκαλία του, τις μελέτες του, τη συγκέντρωση υλικού, τους δύο συλλόγους που είχε ιδρύσει, τα οργανωτικά του κλάδου των καθηγητών, τις μεταφράσεις του, και κυρίως για την κυκλοφορία του περιοδικού «Κυπριακά Χρονικά». Η εργατικότητά του παροιμιώδης. Γι΄ αυτήν ο κ. Φάνης Κακριδής παραθέτει τι έγραψε ένα μήνα πριν από την αυτοκτονία του:

«…είμαι τόσο δυστυχισμένος μέσα μου, ώστε μου χρειάζεται αυτό το μεθύσι της δραστηριότητας για να ξεχνώ ή μάλλον για να ξεχνιέμαι».

Η προσωπικότητα του Ιωάννη Συκουτρή, αυτού του εξαίρετου επιστήμονα, η πνευματική του πορεία και το τραγικό του τέλος εξακολουθούν να μας ενδιαφέρουν μετά από τόσα χρόνια…Είναι μεγάλο κρίμα που ένα τέτοιο πνεύμα έφυγε τόσο νωρίς. Είναι αδύνατο να φανταστούμε τι θα πρόσφερε στη φιλολογική επιστήμη, αν ζούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ας είναι τούτη η αναφορά ένα μικρό μνημόσυνο στη μνήμη του!

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΚΟΥΤΕΛΑ

"Τότε που δάκρυσε το δέντρο…"

Χάρηκα όταν η καλή συνάδελφος Βασιλική Σκουτελά μου τηλεφώνησε για να με καλέσει στην παρουσίαση του βιβλίου της «Τότε που δάκρυσε το δέντρο». Κατάλαβα ότι το θέμα είναι μια ιστορία του χωριού της, του Καλοπαναγιώτη, την οποία ήθελε να μοιραστεί μαζί μας. Είναι η ιστορία του πρωτοπαλλήκαρου της Μαραθάσας, του Βίκτωρα Ζεμπετού, που διαφέντεψε την τιμή και την αξιοπρέπεια του τόπου του.

Ομολογώ ότι το βιβλίο της καλής μου της Βασιλικής με συνεπήρε. Με γύρισε πίσω στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου. Άφθονα τα φιλολογικά ευρήματα, όπως η εισαγωγή και ο επίλογος, όπου σε μια εκδρομή της στα βουνά του χωριού της με την υπέργηρη φίλη της Θεοδώρα Μηνά, βλέπει τη συκιά που, σύμφωνα με την προφορική παράδοση του τόπου τους, «στη ρίζα της έσφαξαν ούλους τους άντρες του Μάραθου και Τρουλινού». Εκεί αποκοιμάται και ταξιδεύει στο χρόνο «ανάμεσα στην ιστορία και το όνειρο, στον μύθο και την πραγματικότητα».

Η Βασιλική Σκουτελά έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Με μια κάθετη τομή μέσα στο χρόνο, ανασύρει στην επιφάνεια πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν το σώμα του νησιού μας. Ως ιστορικός γνωρίζει καλά τα γεγονότα του τέλους της Ενετοκρατίας και των αρχών της Τουρκοκρατίας , που τα διανθίζει με λαογραφικά και άλλα πολιτιστικά στοιχεία της περιοχής της Μαραθάσας.

Ασφαλώς, σ’ όλο το μυθιστόρημα είναι διάχυτος ο θαυμασμός για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Βίκτορα Ζεμπετό, τη γιαγιά Θεοδώρα με τα θαυματουργά της βότανα και τη γρανιτένια θέληση, μα και για όλο τον κόσμο της περιοχής που ήξερε να παλεύει για το δίκαιό του.
Όμως, όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα πλέκονται γύρω από ερωτικές περιπέτειες που δίνουν μια άλλη γεύση στον αναγνώστη. Είναι ο επίμονος και παθιασμένος έρωτας της Αρχόντισσας του τόπου, της Σερένα, της συζύγου του Βενετού τοποτηρητή, δόγη Δάνδολου, για τον Βίκτορα Ζεμπετό, ο οποίος, ερωτευμένος με μια χωριανή του, αρνείται να υποκύψει, αλλά θα λυγίσει στα γεράματά του, αφού έχασε με φρικιαστικό τρόπο τη γυναίκα και το γιο του. Είναι η παράνομη και ανοίκεια σχέση της βαρώνης Ελεονώρας Καλλέργη, με τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Γκαμπριέλ και ο καρπός του έρωτά τους , τα δίδυμα, τα οποία φόρτωσαν στη μικρή δουλοπάροικη που τη φρόντιζε.

Η Βασιλική Σκουτελά αφήνει στο μυθιστόρημά της να ξεχειλίσει η αγάπη της για τον τόπο της, η περηφάνια για τα ανδραγαθήματα των προγόνων της, το πάθος της για τη διαφύλαξη όλων αυτών των στοιχείων που συγκροτούν την ταυτότητα και την παράδοσή μας.

Η συγγραφέας, τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής, παρακολουθεί εξαρχής την πορεία των ηρώων της, και σε μια ευθύγραμμη πορεία, Γραμμική, μας δίνει τα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά, χωρίς να λείπει το απρόοπτο, το απρόσμενο, το αναπάντεχο. Η μοίρα παίζει άσχημα παιχνίδια σε βάρος των ηρώων της συγγραφέως, τους οποίους παρακολουθούμε σε όλη την πορεία τους μέχρι τέλους.

Σίγουρα, η φίλτατη Βασιλική έχει ταλέντο στο γράψιμο και θα πρέπει να το αξιοποιήσει, συνεχίζοντας την ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Ανάμεσα στα δυνατά της σημεία, πιστεύω ότι συγκαταλέγονται η έντονη διαγραφή των χαρακτήρων, το γλαφυρό κι ελκυστικό της ύφος, οι ωραίες περιγραφές των τοπίων και η διείσδυση στην ψυχή των ηρώων της τους οποίους ψυχογραφεί με αριστοτεχνικό τρόπο. Μιλάμε για την τεχνική της εσωτερικής εστίασης, με την οποία φωτίζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους.

Σίγουρα, όλο το έργο αποπνέει ένα αίσθημα θαυμασμού για τον ήρωα. Βιώνουμε την αγωνία όλων για την άλωση της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου και μεταφερόμαστε νοερά στους δίσεκτους χρόνους της μικρής μας πατρίδας και ζούμε με τη φαντασία μας τα πάθη, τους καημούς, τις λαχτάρες της ψυχής, μα και το μεγαλείο, τη λεβεντιά, την αυτοθυσία, την περηφάνια, τα οράματα του λαού μας.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Βασιλικής Σκουτελά, ομολογώ ότι μαγεύτηκα και φορτίστηκα, θαύμασα την αδάμαστη θέληση και το πάθος του ήρωά της για την ελευθερία της Κύπρου μας, για την οποία αφιέρωσε τη ζωή του. Γενικά, το ήθος των πιο πολλών ηρώων μάς υποβάλλει ευλάβεια και δέος. Είναι οι αγωνιστές της ελευθερίας της Κύπρου.

Καταλήγοντας, εύχομαι στο μυθιστόρημα «Τότε που δάκρυσε το δέντρο» της αγαπημένης μου Βασιλικής Σκουτελά να είναι καλοτάξιδο, γιατί αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους για να νιώσουν την πνευματική ανάταση που χαρίζουν τα λογοτεχνικά βιβλία.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Η θεία μου η Μαρή του Σωκράτη

Ο παππούς μου ο Πανάος, όπως μας έλεγε ο παπάς μου, διάλεξε για τον πρωτογιό του τον Σωκράτη ως σύζυγο την Μαρή, την κόρη του Σιαμπτάνη, του άρχοντα της Πηγής. Και τους έκτισε εκείνο το καλλιμάρμαρο όντως δίπατο σπίτι κοντά στον Σταυρό. Τότε μας φαινόταν παλάτι. Με το μπαλκόνι του, τη γυριστή σκάλα, τα μεγάλα δωμάτια. Τώρα που το έριξαν, γιατί τους ενοχλούσε στη γωνία, το οικόπεδο φαίνεται πολύ μικρό.

Μ’ έπιασε το παράπονο, όταν είδα το άδειο οικόπεδο. Οι χαλαστές του είναι ξένοι, δεν μπορούν ν’ ακούσουν το κλάμα του. Δεν μπορούν να καταλάβουν τη συναισθηματική αξία που έχει για τους οικείους του αυτό το σπίτι. Ούτε ασφαλώς κοπίασαν ούτε δούλεψαν ούτε ξόδεψαν τα λεφτά τους για να το κτίσουν, κι έτσι «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» το κατεδάφισαν...Ούτε καν την αξία του δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν.

Θυμάμαι τη θεία τη Μαρή και τον θείο τον Σωκράτη να κάθονται έξω από το μαγαζί τους, το μικρό μπακάλικο που είχαν στην αριστερή γωνιά του σπιτιού τους. Γι’ αυτούς ο χρόνος κυλούσε αργά, πολύ αργά, νωχελικά. Τυπικό δείγμα ανατολίτη ο θείος μου ο Σωκράτης, με εγκαρτέρηση, στωικότητα, απόλυτη ηρεμία.Λες και δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα. Ο κόσμος να χαλούσε, αυτός με το παντοτινό σφύριγμα στο στόμα, πάντα προσηνής, πράος και χαμογελαστός. Τα μάτια του, σαν χαμογελούσε, γλύκαιναν αφάνταστα και η μορφή του αποκτούσε μια ιλαρότητα.

Λες και είχε την αθωότητα μικρού παιδιού. Εξωτερικά, κατά που λένε, έμοιαζε του παππού μου του Πανάου, ψηλός, ευθυτενής, ευσταλής, μα δεν πήρε καθόλου από τον δυναμισμό εκείνου που είχε το μεγαλύτερο μπακάλικο της περιοχής, όπου έβρισκες τα πάντα… Η χαμηλών τόνων συμπεριφορά, η ψυχραιμία, η αταραξία, φαίνεται ότι κληρονομήθηκαν από τη μητέρα του, την Παναγιώτα του Τουμάτσια η οποία πέθανε πολύ νέα.

Μάλιστα, ο παππούς μου ο Πανάος το 1909 την πήρε με το καράβι και σε γιατρούς στην Αθήνα, αλλά το μοιραίο δεν αποφεύχθηκε για την πλουσιοκόρη του άρχοντα Τουμάτσια την οποία ο παππούς μου ο Πανάος προτίμησε σαν ήταν παλληκάρι να πάρει ως γυναίκα του, παρόλο που όταν μαθήτευε σε έναν έμπορο στη Λευκωσία, αυτός τον προόριζε για γαμπρό του…

Κι έτσι πέθανε νέα η Παναγιώτα κι άφησε πίσω τρία ορφανά: τον Σωκράτη, τη Μαρία και τον Κάκο. Φαίνεται ότι όταν έλειπε η μητέρα τους, τα τρία μωρά έπαιζαν με τη γειτόνισσά τους τη Ζήνα, μια νεαρή κοπέλα που τα πρόσεχε και τα αγαπούσε.

Έτσι, όταν ήρθε η ώρα ο Πανάος να παντρευτεί για δεύτερη φορά για να στήσει ξανά το ρημαγμένο σπιτικό του, προτίμησε να πάρει τη Ζήνα που ήταν μεν μια φτωχή κοπέλα της γειτονιάς του, αλλά τη συνήθισαν και την αγαπούσαν τα παιδιά του. Βεβαίως, να μην ξεχνάμε ότι την πήρε και παιδούλα. Την περνούσε εικοσιδύο χρόνια. Άλλο που δεν ήθελε!

Η θεία μου η Λουλλού μου’ λεγε συχνά ότι ήταν τόσο αγαπημένοι, που πάντα ο παππούς ο Πανάος την είχε στην αγκαλιά του , όταν ξάπλωναν. Κι έκαναν μαζί άλλα έξι παιδιά: τον Αλεξαντρή(την αδυναμία της γιαγιάς, γιατί ήταν φιλάσθενος), τον Άντωνα (τον παπά μου), τον Ττόμα(που πέθανε στην εφηβεία), τον τατά μου τον Μιχαλάκη, τη θεία την Παναγιώτα και τελευταία τη θεία τη Λουλλού.

Κι έγινε το πλουσιόσπιτο του Πανάου η γη της Χαναάν για όλους τους συγγενείς της γιαγιάς της Ζήνας. Όλους τους ψυχοπόρευε. Εκείνο το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που το’φτασα κι εγώ, τάισε κόσμο και ντουνιά, ορφανά ανίψια κι άλλους συγγενείς.

Έτσι, όταν μεγάλωσε ο θείος ο Σωκράτης, ο παππούς μου ο Πανάος, που του είχε αδυναμία, τον προίκισε πλουσιοπάροχα, κι ήλθε κυρά κι αρχόντισσα η θεία η Μαρή στο δίπατο το σπίτι. Ψηλη, ξερακιανή, μα με πολύ μεγάλη, έμφυτη καλοσύνη. Τουλάχιστον εμένα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Τη θυμάμαι, που όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο, της άρεσε να με ανεβάζει στον πάγκο του μαγαζιού τους για να τους απαγγέλλω ποιήματα ή τραγούδια που μου μάθαινε η Σταυρούλα του Σώτηρου. (Θυμάμαι ότι, όταν γύρισε από την Αθήνα η Σταυρούλα, εγώ τη ντρεπόμουν. Κι όταν με ρώτησε η μάμα μου γιατί δεν πάω πια στη Σταυρούλα, της απάντησα ότι τώρα μιλά ευγενικά και ντρέπομαι).

Κι ύστερα, σαν έμαθα να διαβάζω μ’ έβαζε πάλι στον πάγκο για να της διαβάζω εφημερίδα. Με καμάρωνε μα και μου τόνωνε πολύ την αυτοπεποίθηση. Έτσι, φαντάζομαι θα’ νιωθε κάθε παιδί που το θαυμάζουν για ένα χάρισμα που έχει. Μάλιστα, τόση ήταν η περηφάνια της, που καλούσε και τους περαστικούς να με ακούσουν, κι εγώ έδινα κανονική παράσταση. Άλλο που δεν ήθελα, «φιλοθεάμον κοινό». Από τότε μου’ μεινε το κουσούρι…Κι ο θείος μου ο Σωκράτης να χαίρεται σαν μικρό παιδί και να γελά άδολα…Γι’ αυτό τους αγαπούσα τόσο πολύ.

Δεν τους χάρισε ο Θεός παιδιά, μα οι δυο τους ήταν απόλυτα ταιριασμένοι. Γνήσιοι ανατολίτες, ποτέ δεν βιαζόντουσαν. Το μεσημέρι έκλειναν το μαγαζί τους, έτρωγαν κι ανέβαιναν τη μεγαλοπρεπή σκάλα για το ανώι τους που είχε τον κεντρικό ηλιακό με το μπαλκόνι του δρόμου και δύο δωμάτια δεξιά και αριστερά.

Η μεσημεριανή σιέστα απαραίτητη στη δροσιά του ανωγιού. Και το απόγευμα κάθονταν έξω στο πεζοδρόμιο… Ζωή ήσυχη, χαρισάμενη, χωρίς άγχος και σκοτούρες. Με μεγαθυμία και ιλαρότητα. Χωρίς περιττές ανάγκες. Ευφορία αυτάρκειας, όπως λέει και σ’ ένα εξαίσιο ποίημά της η κ. Παρασκευά. Και βέβαια «δόξα τω θεώ». Οι συγγενείς τους φρόντιζαν για τις ανάγκες τους.

Μου φαίνεται ότι αν δεν γινόταν η εισβολή, θα ζούσαν και οι δυο μέχρι τα βαθιά γεράματα μαζί ευτυχισμένοι. Σαν φύγαμε από το Λευκόνοικο, τους βρήκαμε στην Πηγή και τους παρακαλούσαμε να τους πάρουμε μαζί μας, όμως δεν θέλησαν να φύγουν. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε! Έμειναν εγκλωβισμένοι. Τους πήραν στη Γύψου και μετά στον Μαραθόβουνο…

Η θεία Μαρή δεν άντεξε την πείνα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, την πρόδωσε. Σιχαινόταν να τρώει αυτά που τους έδιναν, κι έτσι πέθανε από ασιτία. Εξαντλήθηκε. Την έριξαν σ’ ένα χαντάκι, την ώρα που ψυχορραγούσε κι έφυγαν, μονολογούσε ο θείος ο Σωκράτης. Δεν ήξερε πού την πήγαν, πού την έθαψαν… Τραγικό το τέλος της, αλήθεια! Πόσο την πόνεσα τη θεία τη Μαρή για τούτη τη δραματική κατάληξη της ζωής της! Άλλη μια τραγωδία. Πέθανε μόνη κι αβοήθητη, σαν το σκυλί στον κάμπο. Χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Αυτό είναι το πρόσωπο της κυπριακής τραγωδίας.

Ο θείος ο Σωκράτης έζησε κι άλλα χρόνια από δω, μόνος του στο Πεντάκωμο, σ’ ένα σπίτι τούρκικο που σε τίποτα δεν θύμιζε το αρχοντικό του. Μέχρι το τέλος της ζωής του υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο και λαχταρούσε το Λευκόνοικο. Πάντα «δόξα τω Θεώ». Όμως, του έλειπε η Μαρή του, ζούσε με τη θύμησή της στη μοναξιά του. Οι εφιάλτες θα τον στοίχειωναν τα βράδια. Οι τελευταίες εικόνες της…Όμως, ποτέ δεν βαρυγκόμησε, ποτέ δεν παραπονέθηκε για τις συνθήκες της ζωής του, για την περιπέτειά του, για «την τροπή των πραγμάτων στο αντίθετο».

Η χαρά του ήταν απερίγραπτη σαν μας έβλεπε. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί κι έτρεχε να μας περιποιηθεί. Με στωικότητα και γλυκύτητα στο πρόσωπο. Μα σαν μιλούσε για τη θεία τη Μαρή
πικραινόταν. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν η οδύνη… Μ’ αυτόν τον καημό κίνησε να τη βρει…

Αυτή είναι η ιστορία της θείας μου της Μαρής και του θείου μου του Σωκράτη. Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές τους! Εμείς, όσο ζούμε, θα τους θυμόμαστε και θα τους μακαρίζουμε.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Φιλολογικό Μνημόσυνο για τον μ. Γιάννη Κουτσάκο

Τιμητικός Τόμος
Γιάννη Κουτσάκου

Μόλις πήρα την πρόσκληση του Εκπαιδευτικού Ομίλου Κύπρου για το φιλολογικό μνημόσυνο για τον αείμνηστο Γιάννη Κουτσάκο, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός έτους από το θάνατό του, θεώρησα ότι δεν θα μπορούσα να λείψω από μια τέτοια εκδήλωση. Θεωρώ χρέος μου κάποιους ανθρώπους να τους τιμώ κατά πώς τους πρέπει και όπως τους αξίζει. Και η παρουσία στο φιλολογικό μνημόσυνο είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτόν τον Άνθρωπο που ήταν η ζώσα παρουσία του πνευματικού ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Του πνευματικού ανθρώπου που υπηρετεί και προασπίζεται με πάθος τις αρχές του, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη.

Νεαρή καθηγήτρια το 1981, πώς να ξεχάσω το μάθημα ζωής που μας έδωσε με την επιστολή του για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση, όταν απέλυσε χωρίς αιτιολογία δυο γενικούς διευθυντές Υπουργείων, πράξη για την οποία ο ίδιος τόνιζε ότι «είναι προνόμιο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, φασιστικού ή κομμουνιστικού τύπου», διερωτώμενος «πώς είναι δυνατή, πώς είναι ανεκτή μέσα στη δημοκρατία;».

Έγραφε στο τέλος αυτής της επιστολής η οποία είναι μνημείο δημοκρατικής συνείδησης: «Το όλο θέμα έχει τεράστιες ηθικές διαστάσεις. Όχι, γιατί οι απολυθέντες είναι γενικοί διευθυντές. Και κλητήρες να ήσαν, το θέμα της καταπατήσεως βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει μεγάλες διαστάσεις. Όταν δε εκείνος που καταπατεί αυτά είναι η κυβέρνηση, οι ηθικές και πολιτικές διαστάσεις γίνονται τεράστιες». Αυτή, μάλιστα, η παρρησία τον οδήγησε σε διαθεσιμότητα για έξι μήνες.

Στο φιλολογικό μνημόσυνο μίλησαν για τον μ. Ιωάννη Κουτσάκο, με πολλή αγάπη και εκτίμηση, οι εκπαιδευτικοί Γεώργιος Προδρόμου και Γαβριήλ Μηνάς, ενώ ο Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Καθηγητής Χρίστος Θεοφιλίδης απηύθυνε χαιρετισμό, ξεκινώντας με τη φράση του Βίκτωρα Ουγκώ «Οι νεκροί είναι αθέατοι, αλλά δεν είναι απόντες».

Παραλαμβάνοντας τον τιμητικό τόμο για τον αείμνηστο πατέρα του, ο γιος του, ο οποίος θυμίζει τον πατέρα του στην ευγένεια, τη σεμνότητα και τη μετριοφροσύνη, μας θύμισε μια φράση που συνήθιζε να λέει ο πατέρας του, που, αν θυμάμαι καλά, ήταν: «Να κοιτάζεις το ηλιοβασίλεμα με τέτοια έκπληξη σαν να’ ναι η πρώτη φορά που το βλέπεις και με τέτοια νοσταλγία σαν να’ ναι η τελευταία».

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αείμνηστος Ιωάννης Κουτσάκος δεν γαλούχησε μόνο τους μαθητές του με τα εθνικά ιδανικά, αλλά και διακινδύνευσε τη ζωή του, φιλοξενώντας καταζητούμενους αγωνιστές της ΕΟΚΑ στο σπίτι του στη Λεμεσό, όπου ζούσε τότε.

Αυτά, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών, αναφέρονται στο εισαγωγικό σημείωμα των επιμελητών της έκδοσης του τιμητικού τόμου, Καθηγητών Χρήστου Θεοφιλίδη και Παναγιώτη Περσιάνη, οι οποίοι πιστεύω ότι ετοίμασαν ένα έργο αντάξιο του πνευματικού μεγέθους του τιμωμένου.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι το θέμα της διδακτορικής του διατριβής ήταν η σωκρατική ερώτηση «Τι Εστί» και ακόμα ότι σ’ όλη τη ζωή του έψαχνε να βρει την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων, όπως και ότι αγωνίστηκε για τη δικαιοσύνη.

Ταυτόχρονα, μέσα στον τιμητικό τόμο για τον Γιάννη Κουτσάκο, περιέχεται και η συνέντευξη που ο τιμώμενος έδωσε στον κ. Γαβριήλ Μηνά, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σημερινή» στις 13 Οκτωβρίου 1996. Από αυτό το κείμενο σταχυολογώ κάποιες απόψεις του πολύ χρήσιμες για όλους μας

Καταρχάς, μιλώντας για τη χρησιμοθηρική γνώση, τονίζει τα ακόλουθα: «Για να ανταποκριθεί ο μαθητής σήμερα στα επαγγελματικά του όνειρα, στο σχολείο ασχολείται κυρίως με τα φυσικομαθηματικά, όπως και στα φροντιστήρια. Αλλά αυτά δεν αναπτύσσουν την κριτική σκέψη, δεν αναπτύσσουν τον άνθρωπο, μπορεί να αναπτύσσουν τη σκέψη μας, τη διάνοιά μας αλλά μονόχνωτα και μονόπλευρα. Επομένως, ο ανθρωπιστικά μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος θα ήταν μια αντίσταση στις προκλήσεις, δεν παράγεται, δεν δημιουργείται».

Παράλληλα, μου άρεσε και η άποψή του για την ελληνοκεντρική παιδεία. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Για τους αρχαίους Έλληνες η εκτίμηση, η αγάπη και η πίστη στη λογική ήταν στάση ζωής. Κατόπιν ήταν στάση ζωής ο διάλογος. Ήταν στάση ζωής η άσκηση, ήταν στάση ζωής η ελεύθερη σκέψη, ενώ εμείς, όταν διδάσκουμε, τι είναι αυτό που τονίζουμε: την ανδρεία, την παλληκαριά, και μένουμε εκεί. Ενώ δεν τονίζουμε τη λογική που τους διέκρινε. Οι Πέρσες δεν ήταν λιγότερο ανδρείοι. Εκείνο που διέκρινε τους Έλληνες ήταν η περίφημη οργάνωσή τους. Ήταν ο πρώτος στρατός στον κόσμο που περπάτησε βήμα. Ήταν ο πρώτος στρατός που συνετάχθη σε τάξη».

Επιπρόσθετα, μου άρεσε πάρα πολύ η άποψή του για τους λειτουργούς της εκπαίδευσης. Λέει χαρακτηριστικά: «Για να λειτουργήσει το σύστημα, χρειάζεται καλούς λειτουργούς…Και, βέβαια, μαζί με τους λειτουργούς και οι συλλειτουργοί του συστήματος, δηλαδή η οικογένεια και η υπόλοιπη κοινωνία». Στη συνέχεια, εκφράζει την άποψη ότι δεν λειτουργεί καλά η εκπαίδευσή μας, «γιατί ο εκπαιδευτικός πέρασε και περνά μέσα από μια κρίση. Δηλαδή πιστεύω ότι η αυτοπεποίθηση του εκπαιδευτικού έχει πληγεί…διότι με τις ανακατατάξεις που έγιναν στην κοινωνία η εκπαίδευση και ο εκπαιδευτικός έχουν περιθωριοποιηθεί».

Συνακόλουθα, πιστεύει ότι ο εκπαιδευτικός έχασε την αυτοπεποίθησή του και κανένας δεν βρέθηκε να τον στηρίξει, να τον βοηθήσει να ξαναβρεί τη χαμένη ταυτότητά του, την κοινωνική του θέση, ενώ δεν γίνεται συνεχής επιμόρφωση του εκπαιδευτικού.

Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι πέθανε εβδομήντα μέρες μετά την εκδημία της αγαπημένης του Φιλιώς, λες και δεν μπορούσε να ζήσει μόνος του, χωρίς την πηγή και τη χαρά της ζωής του. Τα τελευταία χρόνια τούς έβρισκα σ’ ένα τουριστικό συγκρότημα στον Πρωταρά και χαιρόμουν τη συντροφιά τους.

Εκείνος, ο φιλόσοφος Σωκράτης, ο πνευματικός άνθρωπος, ο καταξιωμένος εκπαιδευτικός, το πνεύμα της ευρυμάθειας, της πραότητας, της καλοσύνης, η κιβωτός της γνώσης, ο ευαίσθητος μύστης των τεχνών, κι εκείνη, η ζωντανή, πληθωρική παρουσία, η δυναμική γυναίκα, η άξια σε όλα, με την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία. Βλέποντάς τους, ένιωθες την αλήθεια του αξιώματος ότι τα ετερώνυμα έλκονται.

Στον Τιμητικό Τόμο Γιάννη Κουτσάκου περιλαμβάνονται πολλά κείμενα, Φιλοσοφικά, Παιδαγωγικά, Ιστορικά, Πολιτικά, αλλά η παρουσίαση όλων είναι αδύνατη.

Επιλογικά, ο Ιωάννης Κουτσάκος ήταν ένας εμβριθής, ρέκτης φιλόλογος, φιλόσοφος, παιδαγωγός, με ανιδιοτέλεια και αρχοντιά ψυχής, με ευρυχωρία αγάπης, μια ηθική προσωπικότητα πρότυπο και παράδειγμα για όλους μας. Ήταν ένας Άνθρωπος με Α κεφαλαίο, με πλούτο αισθημάτων και γενναιοδωρία ψυχής, ένα πνεύμα σπινθηροβόλο και στοχαστικό, εύστροφος και βαθύνους αλλά ταυτόχρονα ευπροσήγορος, γλυκός και διαλεκτικός στις συζητήσεις, γοητευτικός, ένας συνειδητός πολίτης.

Κυρίως, όμως, ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος και ευπρεπής, μύστης του θείου, ένας μεγάλος δάσκαλος που θα μας θυμίζει τη λατινική ρήση «Didactica amata guantum nulla”. Είμαστε πολύ ευτυχείς που γνωρίσαμε έναν τέτοιον άνθρωπο. Ας είναι αιωνία η μνήμη του!