Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Τέλειοι γονείς ή καθόλου γονείς; Το ζητούμενο είναι να υπάρχουν γονείς!

Δεν υπάρχει πλάσμα τραγικότερο από το ακυβέρνητο παιδί – ένα παιδί απαίδευτο, απροσανατόλιστο, απροστάτευτο, ακαθοδήγητο, έρμαιο των παθών και της ακρισίας της παιδικότητας, και ταυτόχρονα πάντα εύκολο κορόιδο στα παιχνίδια των μεγαλύτερων παιδιών και των μεγάλων… Σίγουρα, οι εμβληματικές μορφές του ορφανού παιδιού και των παιδιών του δρόμου (τα «χαμίνια» στις λογοτεχνίες τύπου Ντίκενς ή Χωρίς οικογένεια) έχουν κηρυχθεί σε αφάνεια, στο πεδίο των επίσημων κοινωνικών αναπαραστάσεων και πολιτικών λόγων της δυτικής κοινωνίας. Ωστόσο, εκείνο που έτσι απωθήθηκε («το παιδί παρατημένο στην τύχη του») επιστρέφει σαν «άγρια» εμπειρία, σαν ανεξημέρωτη πραγματικότητα: Σαν παιδί-πλάσμα του καταναλωτισμού, του image making, της ναρκισσιστικής φετιχοποίησης, της λογικής του παιδιού-πρίγκιπα… Σαν αντικείμενο ανταγωνισμού, φθόνου, φαντασιωσικής απόλαυσης ή έμπρακτης σεξουαλικής εκμετάλλευσης (υπενθυμίζω την κίνηση για ίδρυση Κόμματος Παιδοφίλων στην Ολλανδία). Σαν θύμα της σχολικής αποτυχίας και των εξαρτήσεων, ή σαν θύτης-θύμα παιδικής και εφηβικής βίας, παραβατικότητας και εγκληματικότητας… Σαν «χαμένες γενιές» παιδιών με μοιραία ελλείμματα γνώσης, γλώσσας, κουλτούρας, κοινωνικότητας, τρόπου, ονείρων…

Με απόληξη τις συμμορίες ανηλίκων, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, και τους «τυφλούς καταστροφείς» στις εξεγέρσεις των παρισινών προαστίων… Πέρα από τις κοινωνικές και ιστορικές τους διαστάσεις, που υπάρχουν και βαραίνουν, αυτές οι εκδηλώσεις ισοδυναμούν με μια ιδιαίτερη κακουχία της παιδικής ηλικίας είναι συμπτώματα ψυχικής ορφάνιας. Που αντιπροσωπεύουν, ως υποκειμενικότητες, την ακυβέρνητη παιδικότητα σε κάθε μορφή: Ό,τι λατρεύεται και αποθεώνεται, παραμένοντας ακυβέρνητο, επειδή η κατανόησή του και η ενήλικη στάση απέναντί του γεννάει φόβο, επιστρέφει, τρέφοντας ακριβώς τα αισθήματα εκείνα που το καταδικάζουν να υπάρχει σε «ημιάγρια κατάσταση»: φόβο και ακατανοησία.

Σίγουρα, το να ενστερνίζεσαι, όσο και όπως ξέρεις και μπορείς, την ιδιότητα του γονιού, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως είσαι και καλός γονιός – με όποια έννοια κι αν δοθεί στο επίθετο «καλός». Σίγουρα είναι μια τέχνη το να είσαι καλός γονιός. Στις συνηθισμένες περιπτώσεις, η κοινωνία, ο πολιτισμός και η οικογενειακή ιστορία εξοπλίζουν τους γονείς με την τεχνογνωσία και με τους ψυχικούς πόρους που θα τους επιτρέψουν να ανταποκριθούν και να λειτουργήσουν αρκετά καλά, δηλαδή επαρκώς, ως γονείς. Ωστόσο, και σ’ αυτό το ζήτημα, για να μπορέσει να λειτουργήσει μια οικογένεια και να αναθρέψει ένα παιδί ψυχικά ισορροπημένο, η απόλυτη προϋπόθεση δεν είναι το καλός, αλλά το γονιός. Εκατομμύρια παιδιά έχουν μεγαλώσει με γονείς μετριότατους ως προς τη γονεϊκή τους λειτουργία. Και ποτέ κανένα παιδί δεν ανατράφηκε με τέλειους γονείς: Όλοι είχαν ατέλειες, ανεπάρκειες, κενά, προβλήματα…

Όμως, το δίλημμα δεν είναι ή τέλειοι γονείς ή καθόλου γονείς. Το πρωταρχικό και απόλυτο ζητούμενο είναι να υπάρχουν γονείς. Αν είναι και καλοί, τόσο το καλύτερο. Αν είναι μέτριοι ή ακόμη και κακοί, θα προκύψουν σίγουρα δυσκολίες και αβαρίες -για τις οποίες θα δούμε τι θα γίνει. Οπωσδήποτε, πάντως, το να έχεις γονείς ανεπαρκείς είναι καλύτερο από το να μην έχεις καθόλου γονείς. Το πρόβλημα «ανεπαρκείς γονείς» διορθώνεται. Το πρόβλημα «καθόλου γονείς» μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Σε κάθε περίπτωση, για να συγκροτηθεί ένα παιδί, τα να υπάρχουν γονείς στη θέση του γονιού, που λειτουργούν όσο καλύτερα μπορούν σύμφωνα με όσα υπαγορεύει η ιδιότητα του γονιού, είναι το ίδιο αναγκαίο με την τροφή και το νερό. Και αυτό, τα παιδιά το ξέρουν. Γι’ αυτό, όταν κάτι ανεπαρκεί ως προς τους γονείς, όταν υφίσταται κενό γονέων, το πρώτο πράγμα που χρειάζονται δεν είναι «ψυχολόγος» ή όποιος άλλος, που επιβεβαιώνει ή προσπαθεί να καλύψει ένα τέτοιο κενό. Γονείς θέλουν!

Δεν λέω τίποτε καινούργιο ή παράξενο, λοιπόν, όταν δίνω την απάντηση που είπαμε. Καινούργιο και παράξενο είναι το ότι τόσο συχνά, στη σημερινή δυτική κοινωνία, αυτό που λέω δεν θεωρείται αυτονόητο, δεν είναι κοινή γνώση σε τόσες περιπτώσεις ανθρώπων, που καλούνται να λειτουργήσουν σύμφωνα με την ιδιότητα του γονιού, αλλά μπερδεύονται: Άλλοι δεν ξέρουν καλά το πώς, τον τρόπο. Άλλοι δεν αισθάνονται το γιατί, τη λογική της θέσης τους. Άλλοι φοβούνται ότι θα χάσουν κάτι (την αγάπη του παιδιού τους) και γι’ αυτό νιώθουν ότι δεν έχουν τη δύναμη… »



πηγή: Ν. Σιδέρης. «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!»,-αποσπάσματα. Εκδ. Μεταίχμιο