Δευτέρα 29 Απριλίου 2013


Στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα

8933
Στις κρίσιμες αυτές ώρες που περνά η Κύπρος, ό,τι χρειάζεται είναι σύνεση, ομοψυχία και σύμπνοια. Ό,τι περιμένει ο λαός από την πολιτική ηγεσία του τόπου, είναι σοβαρότητα και όχι αντιπαραθέσεις, είναι το καλό του λαού και ιδιαίτερα των ευπαθών ομάδων και όχι εγωιστικά ιδεολογήματα, είναι ταπεινότητα και αναγνώριση των λαθών που διαχρονικά έγιναν σ’ αυτόν τον δύσμοιρο τόπο, από τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που τη στέριωσαν με το αίμα τους οι ήρωες του αγώνα της ΕΟΚΑ, τα ολοκαυτώματα κι οι απαγχονισμοί, οι ξεσπιτωμοί του 1963 – 1964, οι νεκροί του 1967, οι χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι του 1974, είναι οι πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν κι ακόμα 39 χρόνια τώρα μένουν μακριά από τον τόπο και τα σπίτια τους, είναι οι εγκλωβισμένοι της Καρπασίας, είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν στην ορφάνια, είναι …, είναι …
Για τον λόγο αυτό οι καθημερινές ευτελείς συγκρούσεις που παρακολουθούμε καθημερινά από τις τηλεοράσεις μας, οι κοκορομαχίες, μας πληγώνουν αφάνταστα.
Ας το αναλογιστούν αυτό οι πολιτικοί μας.
Ό,τι χρειάζεται είναι δουλειά απ’ όλους, ηγεσία και λαό, Κυβέρνηση, Βουλή, Δημόσια υπηρεσία, ιδιώτες, επιχειρηματίες και μικρομεσαίους.
Να καλύψουμε τις τρύπες, τα κενά, τις ανορθόδοξες κινήσεις, τους αυτοσχεδιασμούς, τις πονηρές σκέψεις και κινήσεις κάποιων, που ακόμα δεν κατάλαβαν το χάος μέσα στο οποίο βρισκόμαστε και δεν είναι με τεχνάσματα που θα σωθούμε, αλλά με ενδοσκόπηση και αλλαγή νοοτροπίας και τακτικής δεκάδων χρόνων κακής πορείας.
Φτάσαμε επί ξυρού ακμής. Να καταλάβουμε επιτέλους.
Το Έθνος διαχρονικά, ενώ έχει την καλύτερη ποιότητα ανθρώπων, – είμαστε μια ράτσα σκληροτράχηλη, πανέξυπνη, γι’ αυτό μας φοβούνται και θέλουν να μας κρατούν μικρούς, – ουδέποτε σχεδίασε μακροχρόνια, ποτέ δεν χρησιμοποίησε το άξιο δυναμικό του. Πάντα χρησιμοποιούσε τους οσφυοκάμπτες και λείχοντες.
Τους δυνατούς παίχτες της Επιστήμης, κάθε είδους επιστήμης, της Τέχνης, του πολιτισμού και της Τεχνολογίας ακόμα, τους διώχνει. Λάμπουν στο στερέωμα των χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και αλλαχού.
Περιφρόνησε τη Γλώσσα και τον Πολιτισμό του, την Ιστορία του. Τα έβαλε σε δεύτερη μοίρα.
Μετά από τη νίκη του εναντίον του Άξονα και της Κατοχής, που πλήρωσε με κρουνούς αίματος, έπεσε στην παγίδα του εμφύλιου πολέμου, που άφησε περισσότερους νεκρούς, αδελφοφάδες, απ’ όσους χάθηκαν στην Κατοχή.
Κι αντί να συνετιστεί, αντί να κτίσει, αντί να επουλώσει πληγές, ταλανιζόταν μέσα σε αλλοπρόσαλλες πολιτικές κινήσεις, επιπολαιότητα και κενότητα.
Αναφέρονται από τον πολιτικό απεσταλμένο του Προέδρου της Αμερικής Τρούμαν, δικηγόρο ολκής, δημοσιογράφο και αρχισυντάκτη εφημερίδων A. P. Porter, εφιαλτικά στιγμιότυπα από συνομιλίες του με τον τότε, αμέσως μετά τον εμφύλιο, Πρωθυπουργό Τσαλδάρη, με υπηρεσιακές ομάδες, τον Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Αδυναμία να λάβουν οικονομικά μέτρα, ανοργανωσιά, καμιά μελέτη για ανασυγκρότηση, αναβολή, υπεκφυγές, λανθασμένη διανομή της αμερικανικής βοήθειας, ανευθυνότητα, ανεύθυνοι εργολήπτες δημόσιων έργων.
Μια σειρά από φοβερές διαπιστώσεις.
Και το κακό συνεχίστηκε σ’ όλες τις επόμενες Κυβερνήσεις. Ό,τι τους ενδιέφερε ήταν η πολιτική τους σταδιοδρομία και βιωσιμότητα.
Όχι ο λαός. Όχι η ανάπτυξη. Όχι ο πολιτισμός. Όχι το Έθνος.
Και διερωτόμαστε για την πτώση της Ελλάδας σήμερα.
Στ’ αχνάρια η Κύπρος. Διερωτόμαστε που είναι η ρίζα του κακού.
Ας ανοίξουμε τα μάτια μας όλοι ανεξαίρετα, αν θέλουμε να σωθούμε από την Τρόικα και τους καραδοκούντες «φίλους» και εχθρούς .
Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα.
Κλαίρη Αγγελίδου Πρώην Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού

Πηγή: churchofcyprus.org.cy

Κυριακή 28 Απριλίου 2013


“Σήμερον των Βαΐων ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού…” (Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’)

Η ιστορία και η ελληνική κοινή γνώμη παραμένει διχασμένη επί δύο αιώνες ως προς τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως στην Επανάσταση του 1821. Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα του λόγου που εκφώνησε ο Γεώργιος Τερτσέτης το Πάσχα του 1853 και ας θυμηθούμε πώς αντιμετωπίστηκε το θέμα των αφορισμών και της Αυτοκεφαλίας την τελευταία πενταετία από τα MME και ιδιαίτερα από το περίφημο “1821” του ΣΚΑΪ.

Γεώργιος Τερτσέτης
Γεώργιος Τερτσέτης
“Ανήμερα της εορτής των Βαΐων, την Κυριακήν, φίλοι του έλεγαν και τον παρακαλούσαν, και άνδρες επίσημοι των πρεσβειών, να φύγη, να σωθή· τα μέτρα της οθωμανικής κυβερνήσεως εγίνοντο άγρια, ανήμερα, και καθένας ημπορούσε να προϊδή το μέλλον· τον παρακαλούσαν λοιπόν να φύγη, του επρόσφεραν και τα μέσα.
Μη με παρακινείτε εις φυγήν, είπε εις τους φίλους· μη θέλετε να σωθώ· η ώρα της φυγής μου θα ήτον αρχή σφαγής, ώρα σπαθιού εις την Κωνσταντινούπολιν και την άλλην Χριστιανωσύνην· εύμορφο πράγμα θέλετε να κάμω, μεταμορφωμένος με καμμιά προβιά εις την πλάτην, να φεύγω εις τα καράβια, ή σφαλισμένος εις πρεσβείαν φιλικήν να ακούω εις τους δρόμους τα ορφανά του έθνους μου να σπαράττουν εις τα χέρια του δημίου. Είμαι Πατριάρχης δια να σώσω τον λαόν μου, όχι να τον ρίξω εις τα μαχαίρια της γιανιτζαριάς· ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύσει περισσότερον παρ’ ό,τι εδυνόμουν ποτέ να φανταστώ πως θα ωφελήσει η ζωή μου. Οι ξένοι βασιλείς θα ταραχθούν εις την αδικίαν του θανάτου μου· δεν θα ιδούν ίσως με αδιαφορίαν υβρισμένη την πίστην τους εις το πρόσωπόν μου, και όπου είναι άνδρες αρμάτων Έλληνες θα πολεμήσουν με απελπισίαν πολέμου, που συχνά χαρίζει την νίκην, είμαι βέβαιος· κάμετε λοιπόν υπομονήν εις ό,τι μου συμβή.
Απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’
Απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’
Σήμερον των Βαΐων ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού, και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς. Όχι, δεν θα χρησιμεύσω εγώ περίγελως των ζώντων, και περπατώντας με διάκους και άρχοντας εις τους δρόμους της Οδησσού, της Επτανήσου ή της Αγκώνας να με δαχτυλοδείχνουν τα παιδιά: “ιδού ο φονιάς Πατριάρχης!”. Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση, θα μ’ αποζημιώση, ελπίζω, με θυμιάματα τιμής και επαίνου, επειδή έκαμα το χρέος μου. Τέταρτη φορά δεν θα αναιβώ πλέον εις τα μοναστήρια του Άθωνος, δεν το θέλω· χαίρετε, σπήλαια και κορυφαίς του ιερού βουνού· χαίρε, θαλάσσιον κύμα· χαίρε, Σπάρτη και Αθήνα, όπου ήθελα να συστήσω σχολεία επιστημών δια τους νέους της πατρίδος· χαίρε, γη της γεννήσεώς μου Δημητσάνα! Εγώ υπάγω όπου με καλεί, με βιάζει η γνώμη μου, η μεγάλη μοίρα του έθνους και ο ουράνιος Θεός, έφορος θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων.
Χρεωστώ εις έναν των ακροατών μου, τον σεβάσμιον Μάρκον Δραγουμην, την ομιλίαν του Πατριάρχου εις τους φίλους του· και η προφητεία της ομιλίας του αλήθευσε· ανήμερα της λαμπρής η γεροντική κεφαλή του, ο ζωηρός οφθλαμός του, που ένέπνεαν χαράν και πίστιν εις τους Χριστιανούς εμελάνιασαν από το αίμα πηγμένον εις το πρόσωπό του·…”

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Αβραάμ Λίνκολν


Δήλωση του Αβραάμ Λίνκολν κατά την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου:"Έχω δυο μεγάλους εχθρούς. Το στρατό των Νοτίων μπροστά μου και το στρατό των τραπεζιτών πίσω μου. Από τους δυο αυτούς εχθρούς ο χειρότερος είναι ο πίσω μου."
Πότε έκανε αυτή τη δήλωση ο Λίνκολν;
Όταν κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου οι τραπεζίτες που δάνειζαν το κράτος με 24% τόκο προσπάθησαν να τον αναγκάσουν να τους δίνει τόκο 36%. (!!)
Τι έκανε ο Λίνκολν; Απλά ενεργοποίησε το δικαίωμα που έχει κάθε κράτος να εκδίδει χρήμα. Έτσι ο Λίνκολν θαρραλέα άρχισε να τυπώνει δολάρια για τη χρηματοδότηση του πολέμου, σώζοντας τη χώρα του από τις μελλοντικές πληρωμές των υπέρογκων τόκων προς τις τράπεζες.
Και όλοι γνωρίζουμε τι απέγινε ο Λίνκολν λίγο καιρό μετά. Δολοφονήθηκε. Μετά τη δολοφονία του Προέδρου Λίνκολν το 1865 κανένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν τόλμησε να αρνηθεί να δανειστεί η χώρα από τους τραπεζίτες και να μη τους πληρώνει τόκο.
Ή για να ακριβολογούμε, ένας ακόμα Πρόεδρος των ΗΠΑ τόλμησε 100 χρόνια μετά τον Λίνκολν να το ξανακάνει, δηλαδή να μη δανειστεί η χώρα από τις τράπεζες αλλά να εκδώσει χρήμα χωρίς τόκο, και ο οποίος και αυτός είχε την ίδια κατάληξη με τον Λίνκολν. Δολοφονήθηκε και αυτός λίγο καιρό μετά την απόφασή του. Ήταν ο Τζον Κένεντι. Αλλά για να καταλάβουν οι αναγνώστες μας πώς ακριβώς οι μεγαλοτραπεζίτες καταδυναστεύουν τις χώρες και τις οικονομίες πρέπει να τους εξηγήσουμε τα παρακάτω απίστευτα (ΝΑΙ - ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ) αλλά απόλυτα αληθινά πράγματα.
Ενώ το Σύνταγμα των ΗΠΑ δίνει το δικαίωμα στο Κογκρέσο να εκδίδει χρήμα, η Αμερικανική Κυβέρνηση έχει μεταφέρει το δικαίωμα της έκδοσης του χρήματος και μάλιστα με επιτόκιο στο 'Federal Reserve' το οποίο δεν είναι κρατικό αλλά ένα όργανο των μεγάλων τραπεζών που είναι και οι μέτοχοί του. Έτσι λοιπόν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ τυπώνει στα πιεστήριά του το χρήμα που χρειάζεται η χώρα. Αμέσως μετά το δίνει στο 'Federal Reserve' δηλαδή στους τραπεζίτες, το οποίο Federal Reserve το δανείζει πίσω στο Αμερικανικό κράτος με τόκο (!!!)
Έτσι για να καταλάβετε: Μόνο ο τόκος που πληρώνουν οι ΗΠΑ στις τράπεζες του Federal Reserve για το Αμερικανικό χρέος φθάνει το χρόνο τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια !!!
Προσέξτε: Πληρώνουν οι Αμερικανοί φορολογούμενοι 400 δισεκατομμύρια δολάρια τόκο στους τραπεζίτες για χρήματα που έχει τυπώσει το Αμερικανικό κράτος και τα έχει δώσει δωρεάν στους τραπεζίτες (και οι οποίοι τους τα δανείζουν πίσω με τόκο) (!!!) Βλέποντας ο Πρόεδρος Κένεντι αυτήν την εξόφθαλμη αδικία για τον Αμερικανικό λαό, αποφασίζει το 1963 με το νόμο Νο:11110 να πάρει πίσω τις εξουσίες του 'Federal Reserve' και να τυπώσει και διανείμει χρήμα το ίδιο το κράτος παρακάμπτοντας τους τραπεζίτες.
Τύπωσε δισεκατομμύρια δολάρια για τα οποία το Αμερικανικό Δημόσιο δεν πλήρωνε κανένα τόκο στο Federal Reserve. Μάλιστα τα χαρτονομίσματα του Κένεντι έγραφαν επάνω UNITED STATES NOTE αντί του FEDERAL RESERVE NOTE που γράφεται πάντα. Αυτά τα UNITED STATES NOTE χαρτονομίσματα αποτέλεσαν θανάσιμη απειλή για το Federal Reserve System και τους τραπεζίτες αφού τους αφαιρούσαν δισεκατομμύρια δολάρια τόκους. Πέντε (5) μήνες μετά το τύπωμα των άτοκων δολαρίων ο Πρόεδρος Κένεντι δολοφονήθηκε.
Μετά την δολοφονία του Κένεντι κανένας άλλος Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν τόλμησε να κάνει χρήση του νόμου Κένεντι παρ'ότι ο νόμος αυτός ισχύει μέχρι σήμερα.(!!) Δηλαδή με το νόμο του Κένεντι θα μπορούσαν οι ΗΠΑ τα περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια που τύπωσαν τα τελευταία 4 χρόνια να τα τύπωναν και να τα χρησιμοποιούσαν χωρίς καθόλου τόκο. Αντίθετα όμως τα τύπωσαν, τα έδωσαν στο Federal Reserve (δηλαδή στους τραπεζίτες), για να τα δανειστούν στη συνέχεια με τόκο (!!!!)
Και για όσους είναι ακόμα δύσπιστοι ας μάθουν τι έλεγε ένας άλλος μεγάλος Αμερικανός Πρόεδρος, ο Τόμας Τζέφερσον (από τους δημιουργούς του Αμερικανικού θαύματος - του τότε, του αληθινού): "Εάν ποτέ στο μέλλον ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει στους τραπεζίτες να ελέγξουν την έκδοση του χρήματος, οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί που θα γιγαντωθούν, πρώτα με πληθωρισμό και μετά με ύφεση, θα στερήσουν από τους ανθρώπους την ιδιοκτησία τους έως ότου τα παιδιά τους ξυπνήσουν άστεγα στη γη που οι πατεράδες τους κατέκτησαν».
Και για την ιστορία: Οι δολοφόνοι και του Λίνκολν (John Wilkes Booth) και του Κένεντι (Lee Harvey Oswald) δολοφονήθηκαν και οι δυο πριν προλάβουν να δικαστούν.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ
Δ.Π

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013



      
«Αργός Χορός»
              Γιόλας Δαμιανού     Παπαδοπούλου
Εκδόσεις  Διόπτρα
Αθήνα 2012



Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc

Γράφω τις σκέψεις μου για το βιβλίο «Αργός Χορός» της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου, μόλις λίγα λεπτά, μετά που τελείωσα και την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Μια γλυκιά μέθη με έχει συνεπάρει. Είναι σαν να ζω σε μια παραμυθοχώρα, σε μια άλλη διάσταση. Η γλυκύτητα, η τρυφερότητα και η θαλπωρή αυτού του μυθιστορήματος με έχουν τυλίξει στα μαγνάδια τους.
Παραλία της Αμμοχώστου

Είναι ένα τέλος πολύ ευτυχισμένο, ελπιδοφόρο και αισιόδοξο, όπως όλοι οι άνθρωποι το επιθυμούμε, μέσα από μια φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Παρά τις όποιες δυσκολίες, τις επώδυνες αποφάσεις, τις κακοτοπιές, τα αναποδογυρίσματα της μοίρας, τους εγωισμούς, τους μετεωρισμούς και τα διλήμματα, οι ήρωες και οι ηρωίδες της συγγραφέως καταφέρνουν στο τέλος να τα βρουν με τον εαυτό τους και με τους άλλους και να έχουν πρίμο αέρα στο ταξίδι της ζωής.

Η τεχνική της συγγραφέως είναι ευρηματική. Ξεκινά «in medias res», στο μέσο των πραγμάτων, και με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν, μέσα από εγκιβωτισμένη αφήγηση, φωτίζει όσα προϋπήρξαν και τα ενώνει με το παρόν. Έτσι, καταφέρνει να δέσει τα πρόσφατα γεγονότα που ακόμα είναι τόσο νωπά και πονούν, μαζί με την ιστορία του νησιού μας των τελευταίων εξήντα σχεδόν χρόνων.

 Η έκρηξη στο Μαρί με την κοινωνική αντίδραση που προκάλεσε, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης σε όλους, μα κυρίως σε δυο νέους που αγαπιούνται, την Άννα και τον Αλέκο, συνυφαίνονται με την ιστορία της γιαγιάς του Αλέκου, της Σοφίας, που κρύβει μια ολάκερη ζωή τον ανεκπλήρωτο έρωτά της που γεννήθηκε στα χρόνια του Αγώνα. Όταν ο Αλέκος, μέσα στη δίνη της ανεργίας, σκέφτεται τη φυγή στο εξωτερικό, η γιαγιά Σοφία ως από μηχανής θεός τού δίνει ένα τετράδιο για να διαβάσει την ιστορία της και να την κάνει ταινία.

Το μυθιστόρημα της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου χωρίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο σε δύο άξονες, σε δύο παράλληλες ενότητες: την ενότητα του παρόντος και την ενότητα του παρελθόντος με την ανάγνωση του τετραδίου της γιαγιάς Σοφίας. Γύρω από τη γιαγιά Σοφία κινείται ένα πλήθος ηρώων, ανθρώπων που μοιράστηκαν μαζί της τα γεγονότα που σημάδεψαν το κορμί του νησιού μας. Ο ιστορικός χρόνος διαρκεί από τον Ιούλιο του 2011, μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2012, ενώ ο πραγματικός χρόνος του μυθιστορήματος φτάνει πίσω στη δεκαετία του 1950, όταν η Σοφία με την οικογένειά της ζούσαν σε ένα αρχοντικό στην παλιά Αμμόχωστο.

Προσωπικά, λόγω καταγωγής, με συγκίνησε πολύ η αναφορά στην παλιά πόλη, την περίκλειστη μέσα στα τείχη, που πριν από το 1963 μπορούσαμε να επισκεφτούμε, αλλά μετά περνούσαμε απ’ έξω με φόβο. Οι εικόνες που έχω από εκείνη την περίοδο, στα  οκτώ μου χρόνια, είναι αλγεινές: χιλιάδες ανθρώπους να συνωθούνται σε τσαντίρια μέσα από τα τείχη, μετά την τουρκανταρσία, όπου η ΤΜΤ ανάγκασε με τη βία των όπλων ανθρώπους ριζωμένους στη γη τους να την εγκαταλείψουν και να κλειστούν στην παλιά Αμμόχωστο. Μου έμεινε η εικόνα αυτή της μιζέριας και της εξαθλίωσης βαθιά ριζωμένη μέσα στην ψυχή μου. 

Τώρα που μπορούμε να την επισκεφτούμε, τόλμησα δυο φορές το προσκύνημα στην περίκλειστη πόλη με τις εκκλησίες της, τις «υπέρογκες αρχιτεκτονικές», ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο,
τον λατινικό καθεδρικό ναό των αρχών του 14ου αιώνα, που ήταν η μητρόπολη, όπου οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου στέφονταν και ως βασιλείς της Ιερουσαλήμ. Τώρα λέγεται τζαμί του Λαλά Μουσταφά.


Εμείς, όμως, σύμφωνα με τον ποιητή «ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το «Ιησούς Χριστός Νικά». Γι’ αυτό την ψυχή μας γαληνεύει η διπλανή εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων, που ήταν το μεσαίωνα ο καθεδρικός Ναός των Ορθοδόξων,

τρίκλιτη βασιλική του 14ου αιώνα, με τοιχογραφίες και σκαλίσματα σε αψίδες, υπέρθυρα και τόξα των παραθύρων.


Πιο κάτω, συναντούμε τον Άγιο Γεώργιο των Λατίνων του 13ου αιώνα, που εθεωρείτο το καλύτερο δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής στην πόλη. Μπροστά του για 46 χρόνια βρίσκονταν οι γραμμές του τραίνου που εξυπηρετούσε την Κύπρο από το 1905 ως το 1951. Απέναντι από την ερειπωμένη πια εκκλησία βρίσκονται τα τείχη και σε μια άκρη τους τo λιοντάρι της Αμμοχώστου, απ’ τo οποίo έμεινε η γνωστή φράση για όσους έχουν παράπονο.   


Η Σοφία στην αφήγησή της αναφέρει (Σελ.48-49) ότι χάνονταν μέσα στην ιστορία της πόλης τους με τα ωραιότερα μεσαιωνικά τείχη στον κόσμο που «φρουρούσε παλάτια, κάστρα κι εκκλησιές .Σ’ αυτή την πόλη έζησαν οι ευγενέστεροι ιππότες του Μεσαίωνα, οι πλουσιότεροι έμποροι της Ανατολής… Ο Πύργος του Οθέλλου στέκει χορταριασμένος και πένθιμος, κρατώντας το φάντασμα της Δεισδαιμόνας, που συγκινούσε την παιδική μου φαντασία και με έκανε πολλές φορές να το σκάω από το σπίτι για να υποδυθώ με  άλλα παιδιά την ιστορία της».


Αξίζει να τονιστεί ότι στα κεφάλαια του παρελθόντος, που μιλά η Σοφία, κυριαρχεί το πρώτο πρόσωπο, ενώ στα κεφάλαια του παρόντος ανιχνεύουμε τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, με μηδενική ή χωρίς εστίαση, που γνωρίζει και τις πιο μύχιες σκέψεις των ηρώων του, και ασφαλώς γνωρίζει και πιο πολλά απ’ αυτούς. Η γλώσσα είναι η πανελλήνια δημοτική, απλή, ρέουσα, γλυκιά, ποιητική, τρυφερή, ενώ μόνο η Ασπασία μιλά τη γλώσσα του χωριού της, η κοπέλα που τους βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, αλλά τη νιώθουν ως μέλος της οικογένειας, και με τη θυμοσοφία του απλού ανθρώπου λέει αλήθειες, στηρίζει, παρηγορεί και εμψυχώνει. Αυτή η διαφοροποίηση είναι πιστεύω, ένα από τα θετικά του βιβλίου. Ο καίριος και εύστοχος λόγος της είναι η ζώσα και γρηγορούσα συνείδηση, λειτουργεί σαν το δαιμόνιο του Σωκράτη που δεν τον άφηνε να ησυχάσει.


Φίλοι και φίλες,

Όσοι ξέρουμε τη Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου, καταλαβαίνουμε γιατί οι ήρωές της είναι στην πλειοψηφία τους ευγενείς και ευπρεπείς, με αρχοντιά και μεγαλείο ψυχής, άνθρωποι του χρέους, με αξίες και ιδανικά. Είναι τα δικά της πιστεύω και οι δικές της αξίες που προβάλλονται. Αξίες ηθικές και εθνικές. 

Έτσι, μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος περνούν τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια της κεντρικής ηρωίδας, κόρης μεγαλοαστικής οικογένειας, της γιαγιάς Σοφίας, στην παλιά Αμμόχωστο, όπου συμβίωναν αρμονικά σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, κι ύστερα ο πόνος από την αναγκαστική μετακόμισή τους στη Λευκωσία το 1956 με τη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. 

Στη Λευκωσία, μένουν στο σπίτι της γιαγιάς Ελένης, της γιαγιάς που, για να γλυκάνει τις καρδιές ,πάντα είχε γι’ αυτούς που αγαπούσε πίτες της σάτζης. Φοιτά στο Θηλέων Φανερωμένης, δίνει τον  όρκο της ΕΟΚΑ: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ότι θα αγωνισθώ με όλας μου τας δυνάμεις διά την απελευθέρωσιν της Κύπρου από τον αγγλικόν ζυγόν, θυσιάζων και αυτήν την ζωήν μου…». Και συνεχίζει: «Όταν έφυγα από το εξομολογητήριο δεν ήμουν πια ο ίδιος άνθρωπος. Είχα χάσει την παιδικότητά μου και στο πρόσωπό μου είχε χαραχτεί η σκληρή πραγματικότητα».

Η ζωή της από δω και πέρα πήρε άλλη διάσταση. Γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα, τον Σωτήρη, που ήταν κι αυτός μαθητής, ενταγμένος στην ΕΟΚΑ. Ένας έρωτας αγνός, όμορφος, τρυφερός. Η μητέρα της, όμως, θα τη φυλακίσει στο σπίτι, όταν το ανακαλύπτει, κι ύστερα από έναν αποτυχημένον αρραβώνα από συνοικέσιο, θα τη στείλουν στη Βηρυτό για να σπουδάσει. Ζούμε μαζί με την ηρωίδα έναν χρόνο υπέροχης ζωής στο «Παρίσι της Ανατολής», αλλά και πάλι την αναγκάζουν να γυρίσει πίσω, γιατί την ερωτεύτηκε ένας πλούσιος Λιβανέζος. Στη σκέψη της όμως και στην καρδιά της ζει ο Σωτήρης, ο οποίος σπουδάζει στην Αθήνα, αλλά σαν να χάθηκε από προσώπου γης. Έτσι, δέχεται να παντρευτεί ένα καλό παιδί, τον Πέτρο, που της εξασφαλίζει μια σίγουρη ζωή, ασφάλεια και σταθερότητα, όμως μέσα στην καρδιά της υπάρχει πάντα ο Σωτήρης. 

Αποκτούν μια κόρη, τη Νεφέλη, που είναι η μητέρα του Αλέκου, του κεντρικού ήρωά μας. Στη συνέχεια, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνά όλη η περίοδος της Ανεξαρτησίας, με την ευφορία που τη συνόδεψε, η τουρκοκυπριακή ανταρσία, η απειλή της Τουρκίας για επέμβαση, η οικονομική ανάπτυξη… Σε ένα ταξίδι στην Αθήνα, ψάχνει να τον βρει. 

Εξομολογείται στην Ασπασία, που δεν μπορούσε να την ξεγελάσει: «Τον Σωτήρη δεν σταμάτησα ποτέ να τον αγαπώ. Και όταν βρέθηκα στην Αθήνα, με έπιασε ένα αμόκ. Βγήκα στους δρόμους και έψαχνα σαν τρελή να τον συναντήσω. Δεν ήξερα πού να ψάξω και περπατούσα ώρες, μέχρι που έχασα τον προσανατολισμό μου, νύχτωσε και δεν είχα τρόπο να γυρίσω, έβγαλα τη νύχτα σε ένα παγκάκι, μες το κρύο. Όταν το πρωί με βρήκε ένας αστυνομικός, ψηνόμουν στον πυρετό, και με μετέφερε στο νοσοκομείο». Θα τον βρει κάποτε, άραγε για να μάθει την αλήθεια;

Τα χρόνια περνούν, οι οικογένειές τους αποκτούν εξοχικά στο Βαρώσι, διαμερίσματα στη λεωφόρο Κέννεντυ. Εκεί περνούν τις διακοπές του καλοκαιριού, μαζί με την παιδική  φίλη της Ελπίδα, την αδελφή της Ελένη και τη μαμά της , την Ειρήνη. Είναι η χρονιά του πραξικοπήματος και της εισβολής. Με τη δεύτερη εισβολή φεύγουν αλλοπαρμένοι από το Βαρώσι. Φτάνουν στη Δερύνεια. Οι γονείς της επιστρέφοντας στη Λευκωσία, κτυπήθηκαν από όλμο και πέθαναν. Οι άντρες τους στον πόλεμο.

 Όταν ο Πέτρος επέστρεψε, ενώ οι δυο άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, διηγείται τα γεγονότα στη Σοφία: «Ξαφνικά, ακούσαμε φωνές δικών μας παιδιών, δόθηκε διαταγή για οπισθοχώρηση. Πήραμε δρόμο μέσα από τους κάμπους, περπατούσαμε ώρες, μέρες ,πεινασμένοι και διψασμένοι, μπήκαμε σε λεηλατημένα χωριά που τα είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοί τους, βρήκαμε ανοιχτές εκκλησίες με ποδοπατημένα τα εικονίσματα, πτώματα μικρών κοριτσιών μισόγυμνα, που πέθαναν μετά από πολλαπλούς βιασμούς στρατιωτών, αφημένα στο έδαφος, μας κοιτούσαν με μάτια γυάλινα, παρακαλεστικά… Τους αιχμαλώτους τους έστηναν στον τοίχο και τους εκτελούσαν…».

Στο μεταξύ, στη Λευκωσία του σήμερα, ο Αλέκος, μετά από μια παρεξήγηση, ψυχραίνεται με τη φίλη του από τα μαθητικά χρόνια, την Άννα, αλλά η γιαγιά Σοφία καταφέρνει να τους φέρει και πάλι κοντά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2011, όταν πια ο Αλέκος βρήκε δουλειά, αλλά και η ταινία του, στην οποία κατέγραψε τυχαία την έκρηξη στο Μαρί, βραβεύτηκε στην Αμερική.  

Το τέλος του βιβλίου, του οποίου δεν θα αποκαλύψουμε ποια σχέση έχει με τον τίτλο, μας αφήνει με χρώματα , αρώματα, εικόνες  και γεύσεις μιας άλλης εποχής.
Μας ανοίγει, όμως, ταυτόχρονα, και μια χαραμάδα ελπίδας. Μας ταξιδεύει, μας μαγεύει τις αισθήσεις, μας συγκινεί, μας πλημμυρίζει συναισθήματα, μας προβληματίζει για πολλά πράγματα, και του παρελθόντος μα και του παρόντος, όπως τον καθωσπρεπισμό της γιαγιάς Ειρήνης, που υπάρχει και μια δόση ειρωνείας, ή την ανασφάλεια των νέων σήμερα. 


Είναι ένα πολυσχιδές, πολυδιάστατο μυθιστόρημα «διάχυτο από τρυφερότητα, δάκρυα, πόνο, ελπίδα». Ασυναίσθητα, γίνονται οι συγκρίσεις του τότε, με το σήμερα. Η αρχοντιά, η εγκαρτέρηση  και η μεγαλοσύνη των ανθρώπων που αντικαταστάθηκε από την εγωπάθεια, την έλλειψη υπομονής και τον εύκολο πλουτισμό. 

Όλα αυτά συνθέτουν τον καμβά πάνω στον οποίο η Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου κέντησε την ιστορία της γιαγιάς Σοφίας και του κόσμου της, αλλά και των ηρώων της έκρηξης στο Μαρί, στους οποίους και το αφιερώνει. Μου άρεσε ιδιαίτερα η ικανότητα της γιαγιάς Σοφίας να επικοινωνεί με τα νιάτα.

Μπορώ να πω ότι όσο προχωρούσε η ανάγνωση, τόσο γινόταν και πιο συναρπαστική. Μέχρι το τέλος, καταφέρνει η συγγραφέας να μας κρατά δέσμιους στο ταξίδι αυτό, το ρεαλιστικό και ρομαντικό συνάμα. Οι χαρακτήρες έχουν στηθεί πολύ στέρεα, πάνω σε άξονες αξιοπρέπειας, πόνου, αγάπης, σοβαρότητας, ενώ με την περιγραφική της δύναμη η συγγραφέας μας ξεναγεί από την παλιά πόλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, τη Βηρυτό και την Αθήνα. Αυτή η τεχνική της εναλλαγής του παρελθόντος με το παρόν είναι εξαιρετική.

Επιλογικά, εύχομαι στη Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου να της χαρίζει ο Θεός υγεία και δύναμη για να συνεχίσει να μας δίνει ωραίες ιστορίες σαν κι αυτήν που έχει σχέση και με την ιστορία του νησιού μας, για να μαθαίνουν και οι νέοι μας αλλά και οι συνέλληνες, και να θυμούνται οι παλιοί. Ας ευχηθούμε η αισιόδοξη διάθεση με την οποία καταλήγει η συγγραφέας, να μας διαπεράσει όλους μας , για να μπορέσουμε να διαβούμε τις συμπληγάδες που καραδοκούν στον δρόμο μας. Ο Θεός θα μας βοηθήσει! Περάσαμε χειρότερα ως Ελληνισμός και δεν λυγίσαμε. Όμοια, θα αντέξουμε και τώρα. Πρέπει να ελπίζουμε. «Τάχ’ αύριον έσσεται άμεινον».


















Τετάρτη 17 Απριλίου 2013


Ο Γολγοθάς προμηνύει την Ανάσταση

_486
Της Κλαίρης Αγγελίδου
Ο λαός περιμένει. Έχει αντοχές. Δεν είναι όραμα, είναι η ζωή μας, είναι προσευχή στο Θεό μας «Δόξα σοι ο Θεός, η ελπίς ημών».
Ελπίζει ο λαός, γιατί έχει πίστη, γιατί έχει μέσα του μια σοφία αιώνων.
Κι αν πλανήθηκε τόσα χρόνια από την πολυπολιτισμικότητα, αν τα πολύκλαδα πλοκάμια του κοσμοπολιτισμού τυλίχτηκαν γύρω του, στη δεδομένη στιγμή στρέφεται στην αυτοσυγκέντρωση, την αυτοενδοσκόπηση, στρέφεται στις ρίζες του τις τρισχιλιόχρονες και αποδεσμεύεται απ’ όλα τα κακά, από το ζόφο της φθοράς.
Ανοίγουν ξανά οι προγονικές παρακαταθήκες και αντλεί το χρυσάφι της φυλής, και κανένας Γερμανός, Τούρκος, Ευρωπαίος, όποιας φυλής κι όποιας θρησκείας, δεν μπορεί να του κλέψει γιατί είναι φυλαγμένο το χρυσάφι αυτό στην ψυχή του ωραίου Έλληνα.
Μπορεί την περιουσία, τις καταθέσεις μας, τα ομόλογα, τα αξιόγραφα να τα αρπάξουν, να τα μηδενίσουν. Η ψυχή μας μένει άτρωτη, γιατί είναι θεία, είναι ευλογημένη. Είναι άτρωτη από βέλη υποχθονίων εχθρών.
Όλοι μας, ας προβάλουμε τη σύνεση, την πίστη, τη σοφία που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας.
Ας αντιτάξουμε στα βέλη κακόβουλων εχθρών, υπονομευτών, τη γρανιτένια ψυχή, νέοι, γέροι, παιδιά και έφηβοι.
Στην έρημο του τοπίου, να προστρέξουμε στην όαση της ανθοφορίας και του ζώντος ύδατος.
Να δώσουμε τα χέρια.
Ενωμένοι ψυχή τε και σώματι.
Τα μνημόνια έρχονται και παρέρχονται.
Είναι έργα ανθρώπων.
Εμείς προσβλέπουμε στα έργα του Θεού.
Ο Γολγοθάς προμηνύει την Ανάσταση.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013


Τις πταίει;

 8862Του Πέτρου Παπαπολυβίου

Στα έντονα συναισθήματα που βιώνουμε αυτές τις ημέρες, κυριαρχούν η αγωνία για το μέλλον της Κύπρου, η αβεβαιότητα που πλήττει χιλιάδες οικογένειες και εργαζόμενους, η  οργή για τους φυσικούς αυτουργούς της οικονομικής καταστροφής της χώρας και για την ανευθυνότητα και τη χρόνια αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας στα προβλήματα που συσσωρεύονταν στις τράπεζες και στα δημόσια οικονομικά.
Είναι προφανές, τουλάχιστον για τον γράφοντα, ότι για την κυπριακή οικονομική κρίση φταίμε πρώτιστα και κύρια εμείς: τα λάθη μας, οι επιλογές μας, οι παραλείψεις μας, η ατιμωρησία, η απληστία, η ασυδοσία και η έλλειψη του μέτρου που χαρακτήριζε πολλούς από όσους καθόριζαν την πορεία της κυπριακής οικονομίας.
Ή, όπως θα έλεγαν και στην Ελλάδα πριν από έναν αιώνα, τα όσα ζούμε σήμερα είναι προϊόν της «επαράτου συναλλαγής», μερίδας των τραπεζιτών και μερίδας του πολιτικού κόσμου. Οι ψηφοφόροι συνήθως χειροκροτούν.
Από την άλλη, ο απλός Κύπριος πολίτης προσπαθεί να αξιολογήσει, με τη λογική και όχι το θυμικό, όσα πληροφορείται για τις δηλώσεις και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αφορούν την πατρίδα μας. Τα όσα λέγονται και γίνονται εδώ και δεκαπέντε μέρες απέδειξαν και στον πιο δύσπιστο ότι η λεγόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση περνά αυτή την εποχή την πιο δύσκολή της περίοδο. Και αυτό δεν αφορά μόνο το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα που θα είναι πραγματική έκπληξη εάν επιβιώσει, εκτός και αν αρχίσουν να συμβαίνουν απανωτά θαύματα. Η όποια εμπιστοσύνη στο όραμα της υπερεθνικής και ενιαίας Ευρώπης έχει θρυμματιστεί θανάσιμα. Σε αυτό συνετέλεσαν οι ερασιτεχνικοί χειρισμοί των επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Γιούρογκρουπ, αλλά και οι σκληρές δηλώσεις των κορυφαίων (στα σημερινά δεδομένα, όπου «το τάλαντον εγένετο πληθύς οβολών») Ευρωπαίων πολιτικών, καθώς και των πρωτοφανών πρακτικών που υιοθετήθηκαν («ως πρότυπο»!!!) στην κυπριακή περίπτωση. Αίφνης, πριν λίγο καιρό, διάφορα διεθνή ΜΜΕ ανακάλυψαν ότι στην Κύπρο γίνεται «ξέπλυμα χρήματος», ενώ άλλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί διαπίστωσαν λίγα μόλις χρόνια ύστερα από την εισδοχή της νήσου στο ευρώ, ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία ο τραπεζικός τομέας «είναι υπερτροφικός» και πολύ μεγαλύτερος από τον μέσο κοινοτικό όρο. Και δεν βρέθηκε ένας να τους θυμίσει ότι με αυτό το μοντέλο έγινε δεκτή η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή να τους ρωτήσει πόσοι άλλοι οικονομικοί και βιομηχανικοί δείκτες είναι «υπερτροφικοί» στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης.
Δέσμιοι και παγιδευμένοι στο «μοντέλο» της ξεζουμισμένης χρυσής κότας, προσήλθαμε, τελικώς, γονυπετείς ικέτες στις Βρυξέλες, αναμένοντας «κοινοτική αλληλεγγύη», και εισπράττοντας παγερότητα, χλεύη, ή ακόμη χειρότερα, οίκτο. Εκεί, όπου οι «κοινοτικοί εταίροι» και το διευθυντήριο των Βρυξελών υποβάλλουν τις ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών σε ένα μεταμεσονύκτιο και αυγινό βασανιστήριο, τις ίδιες ώρες που οδηγούσαν τους κολασμένους και τους σκλαβωμένους στα εκτελεστικά αποσπάσματα οι κατακτητές και οι σταυρωτήδες των λαών.
Και έτσι εισέπραξε η ημικατεχόμενη Κύπρος από τη μια ροχάλες και από την άλλη την ποθητή ρευστότητα και η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο σκληρότατης λιτότητας, που δεν μπορούσαμε να αποδεχθούμε από μόνοι μας, ούτε τολμούσε η ψηφοδεής πολιτική ηγεσία να προτείνει. Και απέμειναν, οι ίδιοι «έντιμοι κύριοι», να ερίζουν για το ποιος φταίει λιγότερο…
Ο Π. Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.