Γιορτή 25ης Μαρτίου
Απονομή 1ου Βραβείου του Διαγωνισμού Δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας
Το Λύκειο Λατσιών πήρε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας, με τη μαθήτριά του Αλίκη Σούζου.
«Κι απ’ τη θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία,
τη νικηφόρα, την περίλαμπρη, βγήκαμ’ εμείς…
Ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας
Και την κοινή Ελληνική λαλιά
Ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς».
΄Εντιμότατε κ. Υπουργέ,
Εξοχότατε κ. Πρέσβη της Ελλάδας
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι
Καλώς ορίσατε στο σχολείο μας!
Σήμερα που το έθνος των Ελλήνων γιορτάζει την Ανάστασή του, μαζί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, το σχολείο μας γιορτάζει και τη διάκρισή της μαθήτριάς μας Αλίκης Σώζου του Γ7, με το Α΄ Βραβείο στον Διαγωνισμό Δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας, τον πιο υπέροχο θεσμό που υπάρχει στα σχολεία μας.
Έναν θεσμό που χρειάζεται κ. Υπουργέ και κ. Πρέσβη να του δοθεί η παλιά του αίγλη.
Ασφαλώς, χαιρόμαστε για τη μεγάλη τιμή που το βραβείο αυτό κουβαλά μαζί του σ’ ένα σχολείο σχετικά νέο, που φέτος συμπληρώνει τα επτά χρόνια λειτουργίας του.
Συγχαίρουμε ιδιαιτέρως την Αλίκη Σώζου, τους γονείς της και τη φιλόλογό της κ. Μούσκου, και της ευχόμαστε η Παναγία μας να τη φωτίζει πάντα
στον δρόμο της ΑΡΕΤΗΣ
στον δρόμο της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
στον δρόμο του ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
και κυρίως στον δρόμο των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ
«που είναι μια εφηβική αγκαλιά
για όσους παραμένουν
γητευτές του ωραίου
και εραστές του ονείρου».
Τέλος, ευχήθηκα στην Αλίκη Σούζου:"Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων".
Κυριακή 25 Μαρτίου 2012
Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012
Για τις Παγκύπριες Εξετάσεις στα Νέα Ελληνικά
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
«Όμως, αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».
«Έλληνες ποιητές», Κ.Μόντη
Για τον ποιητή μας Κώστα Μόντη η ελληνική γλώσσα «είναι τίτλος ευγενείας, αφού υπήρξε φορέας της υψηλής ελληνικής διανόησης, γενικά του κλασικού πνεύματος, που έχει πολιτογραφηθεί από την πολιτισμένη ανθρωπότητα». Στην ποίησή του εξυμνείται και τονίζεται ο Ελληνισμός και η ελληνική γλώσσα ως αξία σημαντική και διαχρονική. Ίσως με την ποίησή του ο Κ.Μόντης έστελλε σήματα κινδύνου στους Κυπρίους για την υποβάθμιση και την υποτίμηση που υφίσταται η ελληνική γλώσσα από τους ίδιους τους Έλληνες της Κύπρου.
Τι θα’ λεγε, όμως, σήμερα, αν έβλεπε το γενικότερο επίπεδο της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία μας; Τι θα’ λεγε αν έβλεπε ότι χρόνο με τον χρόνο τα εξεταστικά δοκίμια των Νέων Ελληνικών στις Παγκύπριες εξετάσεις υποβαθμίζονται σε τέτοιο βαθμό που νιώθουμε ότι άδικα παλεύουμε όλο τον χρόνο; Παραδείγματος χάριν, το περσινό δοκίμιο ήταν ένα μεταφρασμένο κείμενο. Χάθηκαν τα δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων; Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί δοκιμιογράφοι ολκής και σύγχρονοι και παλαιότεροι. Εξάλλου, εμείς όλο τον χρόνο αγωνιζόμαστε να μάθουμε στα παιδιά μας την αξία του δοκιμίου και τα χαρακτηριστικά του.
Αναντίρρητα, νιώθουμε ότι στο γλωσσικό μάθημα που είναι η κορωνίδα των μαθημάτων το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό. Η δικαιολογία είναι ότι γράφουν όλοι το μάθημα της γλώσσας και πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τα παιδιά της Τεχνικής Σχολής ή του Εσπερινού, ή τα αδύνατα τμήματα, αφού το ίδιο γραπτό λειτουργεί και για απόλυση από το σχολείο και για πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο. Διερωτώμαι αν είναι τόσο δύσκολο να ετοιμάζονται την ίδια μέρα, δύο ξεχωριστά δοκίμια, ένα για τους μαθητές των Γενικών Λυκείων και ένα πιο εύκολο για τους μαθητές της Τεχνικής Σχολής και του Εσπερινού.
Η εξήγηση είναι απλή: δεν είναι δυνατόν να παλεύουν τόσοι άριστοι μαθητές για δύσκολες σχολές και το μέλλον τους να κρίνεται από κάποια θέματα εκθέσεων που μερικοί έξυπνοι τους συμβουλεύουν να τα μαθαίνουν απ’ έξω. Είναι γνωστό ότι μαθαίνουν εκθέσεις απ’ έξω οι μαθητές, ευτυχώς όχι όλοι. Μάλιστα κομπάζουν ότι θα μάθουν έναν αριθμό εκθέσεων απέξω, και ένα απ’ αυτά πιστεύουν ότι θα πέσει.
Φαίνεται ότι αυτή η μέθοδος αρέσει και σε αρκετούς γονείς, γιατί, μπαίνοντας κι αυτοί στο σκεπτικό της ήσσονος προσπάθειας-να μην κουράζονται τα παιδιά μας- βρίσκουν ότι τους βολεύει. Εξάλλου, για τα Ελληνικά πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αφιερώνουν πολύ χρόνο, γι’ αυτό προτιμούν την έτοιμη γνώση, την κονσέρβα.
Υπάρχουν, όμως, παιδιά που μαθαίνουν να γράφουν εκθέσεις και είναι έτοιμα ό, τι θέμα και να μπει να γράψουν, γιατί δουλεύουν σωστά και δεν αρκούνται στην απομνημόνευση και την παπαγαλία. Συνεπώς, πρέπει οι θεματοθέτες να μη βάζουν θέματα που υπάρχουν έτοιμα, αλλά να έχουν πρωτοτυπία. Αυτό, εξάλλου, περιέχεται στο σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Απριλίου του 2008, για τη θεματοθέτηση στο μάθημα των Νέων Ελληνικών (Παγκύπριες Εξετάσεις), με εισηγητές τους πανεπιστημιακούς Λεωνίδα Κυριακίδη και Μαίρη Κουτσελίνη.
Ταυτόχρονα, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τα τελευταία χρόνια επιλέγουν συνεχώς από τους ίδιους θεματικούς κύκλους. Πέρσι, το θέμα ήταν το Φυσικό Περιβάλλον, που μπήκε ξανά δυο χρόνια πριν. Μήπως, όπως ήταν επίκαιρο πέρσι το θέμα των ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν ήταν το ίδιο επίκαιρο και το θέμα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων; Οι εξεγέρσεις στις γειτονικές μας χώρες της Βορείου Αφρικής, η «Αραβική Άνοιξη», είναι ίσως το πιο συγκλονιστικό γεγονός των τελευταίων χρόνων. Το θέμα αυτό, λοιπόν, της ελευθερίας δεν ήταν θέμα σύγχρονου και επίκαιρου προβληματισμού;
Πριν από το 2005 έβαζαν θέματα και για τον Ελληνισμό και για τον κίνδυνο της καταστροφής των πολιτιστικών μας μνημείων. Από το 2005, μπήκε δυο φορές Τεχνολογία και Φυσικό Περιβάλλον, και τις άλλες φορές Παιδεία, Διαφήμιση-Καταναλωτισμός. Οι άλλοι κύκλοι σαν να μην υπάρχουν: Κύπρος- Ελλάδα- Ευρώπη-Κόσμος, ή ο πόθος της Ελευθερίας και η δύναμη της εξουσίας. Είναι κρίμα να μην εξετάζονται όλοι οι κύκλοι.
Έτσι, τα περισσότερα σχολεία απ’ ότι φαίνεται εξαντλούν αυτούς τους κύκλους με τον Διαγωνισμό της Ελληνικής Πρεσβείας, που κι αυτός φέτος ήταν πιο πολύ για την Παιδεία και τις αλλαγές του κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος. Πρέπει να γίνουν μαθήματα για την ταυτότητά μας, για το ήθος, για τον ελληνικό πολιτισμό, τα μνημεία, την παράδοση, την πολυπολιτισμικότητα της κυπριακής κοινωνίας, την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, κ.α.
Ιδιαίτερα για τα παιδιά της Κύπρου που ζουν σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα είναι χρέος μας να τους μεταλαμπαδεύσουμε την αγάπη για την πολιτιστική μας κληρονομιά που έχει συληθεί. Ας παραδειγματιστούμε από την Ελλάδα όπου μπαίνουν παρόμοια θέματα. Αν δούμε τα εξεταστικά δοκίμια στην Ελλάδα, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει ποικιλία θεμάτων, όπως Παιδεία(2004), Πνευματικοί Δημιουργοί(2006), Κοινωνικός Ανθρωπισμός(2007), Παράδοση(2008) Αξία του Βιβλίου(2009) Αυτομόρφωση(2010) Διαδίκτυο(2011).
Διερωτώμαι, λοιπόν, γιατί τα εξεταστικά δοκίμια των άλλων μαθημάτων να είναι πιο δύσκολα και να προωθούν και την κριτική ικανότητα των μαθητών, και στα Νέα Ελληνικά να είναι τόσο υποβαθμισμένα και να φθίνουν χρόνο με τον χρόνο;
Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ναι μεν η παραγωγή λόγου θα πρέπει να αφορμάται από το δοκίμιο, όμως θα πρέπει παράλληλα να επιτρέπει στους μαθητές να αναπτύσσουν τις δικές τους σκέψεις, τους δικούς τους προβληματισμούς, να παρουσιάσουν τις γνώσεις τους και όχι να αντιγράφουν ιδέες και παραδείγματα από το κείμενο. Να ενέχει δηλαδή το στοιχείο της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας. Το αναφέρει ξεκάθαρα το σεμινάριο για τους θεματοθέτες: «Επίσης, το θέμα πρέπει να «εκπηγάζει» από το άγνωστο, αλλά να μην ταυτίζεται στο περιεχόμενο με αυτά που λέει ήδη το κείμενο, διαφορετικά οι μαθητές αναμασούν τα ίδια». Αυτό έγινε στο περσινό δοκίμιο.
Αναμφίβολα, πιστεύω, ότι η έκθεση είναι το μόνο πρωτότυπο κείμενο στο οποίο θα φανεί η αξία του μαθητή, η δομή της σκέψης του, η επιχειρηματολογία του. Είναι το κατ’ εξοχήν κείμενο που δείχνει τις ικανότητες, τις δεξιότητες του, αν είναι σε θέση να εκφράσει σε συνεχή λόγο, σωστά δομημένο, εμπεριστατωμένο, την προσωπική του φιλοσοφία, την ιδεολογία του. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμούμε την αποστήθιση, τη μηχανική απομνημόνευση, την παπαγαλία.
Επιπρόσθετα, οι γλωσσικές ασκήσεις είναι ομολογουμένως παιδαριώδεις και τυποποιημένες. Υπάρχει, ασφαλώς, η δυνατότητα να μπουν γλωσσικές ασκήσεις που να έχουν ένα επίπεδο και να είναι διαβαθμισμένες, για να μην υποβαθμίζεται συνεχώς η ελληνική γλώσσα, τη στιγμή που όλες οι ευρωπαϊκές χώρες δίνουν έμφαση στο θέμα της γλώσσας τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι οι νέοι πρέπει να ξέρουν καλά τη γλώσσα τους, να έχουν πλούσιο λεξιλόγιο. Φτάνει η λεξιπενία. Γιατί δεν τίθενται ασκήσεις σχηματισμού προτάσεων, όπου θα φανεί και η ικανότητα των μαθητών να γράφουν κάτι από μόνοι τους; Ή απόδοση ξένων λέξεων στα ελληνικά ή εξήγηση λόγιων φράσεων κ.α.
Άλλη επισήμανση που πρέπει να γίνει, για να προσεχθεί φέτος από τους θεματοθέτες, είναι ότι πέρσι στη Λογοτεχνία βάλανε ως επί το πλείστον ασκήσεις τεχνικής. Μου έκανε, μάλιστα, εντύπωση ότι θεωρήθηκε ως χαρακτηριστικό της ποιητικής τεχνικής του Κώστα Μόντη η αντίθεση, ενώ δεν υπάρχει ποιητής ή συγγραφέας που το έργο του να μην έχει αντιθέσεις. Απορία, επίσης, μου προκάλεσε το γεγονός ότι η προσευχή του Άγγλου Υποπλοίαρχου θεωρήθηκε ως δάνειο από την Παγκόσμια Γραμματεία, ενώ αποσιωπήθηκε τελείως ο Αισχύλος που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά όλου του ποιήματος.
Θα ήθελα να αναφέρω το σχόλιο μιας μαθήτριας προς συνάδελφό μου, μόλις βγήκε από τις εξετάσεις.
«Κυρία», της είπε, «του χρόνου να μη βασανίζεις τους μαθητές σου με αναλύσεις των κειμένων, αφού βάζουν μόνο τεχνική». Αυτό, λοιπόν, το μήνυμα θέλουμε να δώσουμε στους μαθητές μας, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται η ανάλυση κειμένων;
Παρενθετικά, θα ήθελα να προβώ σε κάποιες παρατηρήσεις για το διαγωνισμό δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας καθώς οι άξονες του θέματος πρέπει να έρχονται εγκαίρως στα σχολεία πριν από τα Χριστούγεννα, για να δίνεται χρόνος να προετοιμαστούμε, οι στόχοι για την ανάπτυξη του θέματος να είναι σαφείς, όπως και να δίνεται βιβλιογραφία. Φέτος, τίποτα από αυτά δεν τηρήθηκε, δυστυχώς, και γι’ αυτό και αλλάξαμε και την ημερομηνία, ενώ πρέπει ο διαγωνισμός να γίνεται την επομένη της Γιορτής των Γραμμάτων, επειδή συνάδει με το νόημά της.
Θα περιμένω να δω φέτος αν θα ληφθούν υπ’όψιν οι παρατηρήσεις εκπαιδευτικών με μεγάλη εμπειρία σ’ αυτές τις εξετάσεις, γιατί ασφαλώς αυτές τις σκέψεις τις κουβεντιάζουμε συνεχώς και με πιο έμπειρους από μας εκπαιδευτικούς που ανησυχούν για το επίπεδο του μαθήματός μας.
Είναι κρίμα τη στιγμή που στην Αμερική προωθείται Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης γλώσσας, στα ελληνικά σχολεία της Κύπρου η γνώση της γλώσσας αυτής να υποβαθμίζεται.
Κλείνοντας την παρέμβασή μου, που γίνεται από αγάπη και έγνοια για τους μαθητές μας αλλά και για τη γλώσσα μας, πρέπει να τονίσω ξανά ότι αν θέλουμε να ανεβεί ο μέσος όρος στο μάθημα των Ελληνικών-για να μη διασύρεται ο κλάδος των φιλολόγων- πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε διαφορετικές εξετάσεις για όσους πρόκειται να διεκδικήσουν θέση σε Πανεπιστήμιο, για να είναι και πιο δίκαιες για τους μαθητές και τις μαθήτριές μας που μοχθούν όλα τα χρόνια στα σχολεία.
Φιλολόγου
«Όμως, αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».
«Έλληνες ποιητές», Κ.Μόντη
Για τον ποιητή μας Κώστα Μόντη η ελληνική γλώσσα «είναι τίτλος ευγενείας, αφού υπήρξε φορέας της υψηλής ελληνικής διανόησης, γενικά του κλασικού πνεύματος, που έχει πολιτογραφηθεί από την πολιτισμένη ανθρωπότητα». Στην ποίησή του εξυμνείται και τονίζεται ο Ελληνισμός και η ελληνική γλώσσα ως αξία σημαντική και διαχρονική. Ίσως με την ποίησή του ο Κ.Μόντης έστελλε σήματα κινδύνου στους Κυπρίους για την υποβάθμιση και την υποτίμηση που υφίσταται η ελληνική γλώσσα από τους ίδιους τους Έλληνες της Κύπρου.
Τι θα’ λεγε, όμως, σήμερα, αν έβλεπε το γενικότερο επίπεδο της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία μας; Τι θα’ λεγε αν έβλεπε ότι χρόνο με τον χρόνο τα εξεταστικά δοκίμια των Νέων Ελληνικών στις Παγκύπριες εξετάσεις υποβαθμίζονται σε τέτοιο βαθμό που νιώθουμε ότι άδικα παλεύουμε όλο τον χρόνο; Παραδείγματος χάριν, το περσινό δοκίμιο ήταν ένα μεταφρασμένο κείμενο. Χάθηκαν τα δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων; Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί δοκιμιογράφοι ολκής και σύγχρονοι και παλαιότεροι. Εξάλλου, εμείς όλο τον χρόνο αγωνιζόμαστε να μάθουμε στα παιδιά μας την αξία του δοκιμίου και τα χαρακτηριστικά του.
Αναντίρρητα, νιώθουμε ότι στο γλωσσικό μάθημα που είναι η κορωνίδα των μαθημάτων το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό. Η δικαιολογία είναι ότι γράφουν όλοι το μάθημα της γλώσσας και πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τα παιδιά της Τεχνικής Σχολής ή του Εσπερινού, ή τα αδύνατα τμήματα, αφού το ίδιο γραπτό λειτουργεί και για απόλυση από το σχολείο και για πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο. Διερωτώμαι αν είναι τόσο δύσκολο να ετοιμάζονται την ίδια μέρα, δύο ξεχωριστά δοκίμια, ένα για τους μαθητές των Γενικών Λυκείων και ένα πιο εύκολο για τους μαθητές της Τεχνικής Σχολής και του Εσπερινού.
Η εξήγηση είναι απλή: δεν είναι δυνατόν να παλεύουν τόσοι άριστοι μαθητές για δύσκολες σχολές και το μέλλον τους να κρίνεται από κάποια θέματα εκθέσεων που μερικοί έξυπνοι τους συμβουλεύουν να τα μαθαίνουν απ’ έξω. Είναι γνωστό ότι μαθαίνουν εκθέσεις απ’ έξω οι μαθητές, ευτυχώς όχι όλοι. Μάλιστα κομπάζουν ότι θα μάθουν έναν αριθμό εκθέσεων απέξω, και ένα απ’ αυτά πιστεύουν ότι θα πέσει.
Φαίνεται ότι αυτή η μέθοδος αρέσει και σε αρκετούς γονείς, γιατί, μπαίνοντας κι αυτοί στο σκεπτικό της ήσσονος προσπάθειας-να μην κουράζονται τα παιδιά μας- βρίσκουν ότι τους βολεύει. Εξάλλου, για τα Ελληνικά πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αφιερώνουν πολύ χρόνο, γι’ αυτό προτιμούν την έτοιμη γνώση, την κονσέρβα.
Υπάρχουν, όμως, παιδιά που μαθαίνουν να γράφουν εκθέσεις και είναι έτοιμα ό, τι θέμα και να μπει να γράψουν, γιατί δουλεύουν σωστά και δεν αρκούνται στην απομνημόνευση και την παπαγαλία. Συνεπώς, πρέπει οι θεματοθέτες να μη βάζουν θέματα που υπάρχουν έτοιμα, αλλά να έχουν πρωτοτυπία. Αυτό, εξάλλου, περιέχεται στο σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Απριλίου του 2008, για τη θεματοθέτηση στο μάθημα των Νέων Ελληνικών (Παγκύπριες Εξετάσεις), με εισηγητές τους πανεπιστημιακούς Λεωνίδα Κυριακίδη και Μαίρη Κουτσελίνη.
Ταυτόχρονα, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τα τελευταία χρόνια επιλέγουν συνεχώς από τους ίδιους θεματικούς κύκλους. Πέρσι, το θέμα ήταν το Φυσικό Περιβάλλον, που μπήκε ξανά δυο χρόνια πριν. Μήπως, όπως ήταν επίκαιρο πέρσι το θέμα των ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν ήταν το ίδιο επίκαιρο και το θέμα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων; Οι εξεγέρσεις στις γειτονικές μας χώρες της Βορείου Αφρικής, η «Αραβική Άνοιξη», είναι ίσως το πιο συγκλονιστικό γεγονός των τελευταίων χρόνων. Το θέμα αυτό, λοιπόν, της ελευθερίας δεν ήταν θέμα σύγχρονου και επίκαιρου προβληματισμού;
Πριν από το 2005 έβαζαν θέματα και για τον Ελληνισμό και για τον κίνδυνο της καταστροφής των πολιτιστικών μας μνημείων. Από το 2005, μπήκε δυο φορές Τεχνολογία και Φυσικό Περιβάλλον, και τις άλλες φορές Παιδεία, Διαφήμιση-Καταναλωτισμός. Οι άλλοι κύκλοι σαν να μην υπάρχουν: Κύπρος- Ελλάδα- Ευρώπη-Κόσμος, ή ο πόθος της Ελευθερίας και η δύναμη της εξουσίας. Είναι κρίμα να μην εξετάζονται όλοι οι κύκλοι.
Έτσι, τα περισσότερα σχολεία απ’ ότι φαίνεται εξαντλούν αυτούς τους κύκλους με τον Διαγωνισμό της Ελληνικής Πρεσβείας, που κι αυτός φέτος ήταν πιο πολύ για την Παιδεία και τις αλλαγές του κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος. Πρέπει να γίνουν μαθήματα για την ταυτότητά μας, για το ήθος, για τον ελληνικό πολιτισμό, τα μνημεία, την παράδοση, την πολυπολιτισμικότητα της κυπριακής κοινωνίας, την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, κ.α.
Ιδιαίτερα για τα παιδιά της Κύπρου που ζουν σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα είναι χρέος μας να τους μεταλαμπαδεύσουμε την αγάπη για την πολιτιστική μας κληρονομιά που έχει συληθεί. Ας παραδειγματιστούμε από την Ελλάδα όπου μπαίνουν παρόμοια θέματα. Αν δούμε τα εξεταστικά δοκίμια στην Ελλάδα, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει ποικιλία θεμάτων, όπως Παιδεία(2004), Πνευματικοί Δημιουργοί(2006), Κοινωνικός Ανθρωπισμός(2007), Παράδοση(2008) Αξία του Βιβλίου(2009) Αυτομόρφωση(2010) Διαδίκτυο(2011).
Διερωτώμαι, λοιπόν, γιατί τα εξεταστικά δοκίμια των άλλων μαθημάτων να είναι πιο δύσκολα και να προωθούν και την κριτική ικανότητα των μαθητών, και στα Νέα Ελληνικά να είναι τόσο υποβαθμισμένα και να φθίνουν χρόνο με τον χρόνο;
Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ναι μεν η παραγωγή λόγου θα πρέπει να αφορμάται από το δοκίμιο, όμως θα πρέπει παράλληλα να επιτρέπει στους μαθητές να αναπτύσσουν τις δικές τους σκέψεις, τους δικούς τους προβληματισμούς, να παρουσιάσουν τις γνώσεις τους και όχι να αντιγράφουν ιδέες και παραδείγματα από το κείμενο. Να ενέχει δηλαδή το στοιχείο της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας. Το αναφέρει ξεκάθαρα το σεμινάριο για τους θεματοθέτες: «Επίσης, το θέμα πρέπει να «εκπηγάζει» από το άγνωστο, αλλά να μην ταυτίζεται στο περιεχόμενο με αυτά που λέει ήδη το κείμενο, διαφορετικά οι μαθητές αναμασούν τα ίδια». Αυτό έγινε στο περσινό δοκίμιο.
Αναμφίβολα, πιστεύω, ότι η έκθεση είναι το μόνο πρωτότυπο κείμενο στο οποίο θα φανεί η αξία του μαθητή, η δομή της σκέψης του, η επιχειρηματολογία του. Είναι το κατ’ εξοχήν κείμενο που δείχνει τις ικανότητες, τις δεξιότητες του, αν είναι σε θέση να εκφράσει σε συνεχή λόγο, σωστά δομημένο, εμπεριστατωμένο, την προσωπική του φιλοσοφία, την ιδεολογία του. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμούμε την αποστήθιση, τη μηχανική απομνημόνευση, την παπαγαλία.
Επιπρόσθετα, οι γλωσσικές ασκήσεις είναι ομολογουμένως παιδαριώδεις και τυποποιημένες. Υπάρχει, ασφαλώς, η δυνατότητα να μπουν γλωσσικές ασκήσεις που να έχουν ένα επίπεδο και να είναι διαβαθμισμένες, για να μην υποβαθμίζεται συνεχώς η ελληνική γλώσσα, τη στιγμή που όλες οι ευρωπαϊκές χώρες δίνουν έμφαση στο θέμα της γλώσσας τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι οι νέοι πρέπει να ξέρουν καλά τη γλώσσα τους, να έχουν πλούσιο λεξιλόγιο. Φτάνει η λεξιπενία. Γιατί δεν τίθενται ασκήσεις σχηματισμού προτάσεων, όπου θα φανεί και η ικανότητα των μαθητών να γράφουν κάτι από μόνοι τους; Ή απόδοση ξένων λέξεων στα ελληνικά ή εξήγηση λόγιων φράσεων κ.α.
Άλλη επισήμανση που πρέπει να γίνει, για να προσεχθεί φέτος από τους θεματοθέτες, είναι ότι πέρσι στη Λογοτεχνία βάλανε ως επί το πλείστον ασκήσεις τεχνικής. Μου έκανε, μάλιστα, εντύπωση ότι θεωρήθηκε ως χαρακτηριστικό της ποιητικής τεχνικής του Κώστα Μόντη η αντίθεση, ενώ δεν υπάρχει ποιητής ή συγγραφέας που το έργο του να μην έχει αντιθέσεις. Απορία, επίσης, μου προκάλεσε το γεγονός ότι η προσευχή του Άγγλου Υποπλοίαρχου θεωρήθηκε ως δάνειο από την Παγκόσμια Γραμματεία, ενώ αποσιωπήθηκε τελείως ο Αισχύλος που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά όλου του ποιήματος.
Θα ήθελα να αναφέρω το σχόλιο μιας μαθήτριας προς συνάδελφό μου, μόλις βγήκε από τις εξετάσεις.
«Κυρία», της είπε, «του χρόνου να μη βασανίζεις τους μαθητές σου με αναλύσεις των κειμένων, αφού βάζουν μόνο τεχνική». Αυτό, λοιπόν, το μήνυμα θέλουμε να δώσουμε στους μαθητές μας, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται η ανάλυση κειμένων;
Παρενθετικά, θα ήθελα να προβώ σε κάποιες παρατηρήσεις για το διαγωνισμό δοκιμίου της Ελληνικής Πρεσβείας καθώς οι άξονες του θέματος πρέπει να έρχονται εγκαίρως στα σχολεία πριν από τα Χριστούγεννα, για να δίνεται χρόνος να προετοιμαστούμε, οι στόχοι για την ανάπτυξη του θέματος να είναι σαφείς, όπως και να δίνεται βιβλιογραφία. Φέτος, τίποτα από αυτά δεν τηρήθηκε, δυστυχώς, και γι’ αυτό και αλλάξαμε και την ημερομηνία, ενώ πρέπει ο διαγωνισμός να γίνεται την επομένη της Γιορτής των Γραμμάτων, επειδή συνάδει με το νόημά της.
Θα περιμένω να δω φέτος αν θα ληφθούν υπ’όψιν οι παρατηρήσεις εκπαιδευτικών με μεγάλη εμπειρία σ’ αυτές τις εξετάσεις, γιατί ασφαλώς αυτές τις σκέψεις τις κουβεντιάζουμε συνεχώς και με πιο έμπειρους από μας εκπαιδευτικούς που ανησυχούν για το επίπεδο του μαθήματός μας.
Είναι κρίμα τη στιγμή που στην Αμερική προωθείται Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης γλώσσας, στα ελληνικά σχολεία της Κύπρου η γνώση της γλώσσας αυτής να υποβαθμίζεται.
Κλείνοντας την παρέμβασή μου, που γίνεται από αγάπη και έγνοια για τους μαθητές μας αλλά και για τη γλώσσα μας, πρέπει να τονίσω ξανά ότι αν θέλουμε να ανεβεί ο μέσος όρος στο μάθημα των Ελληνικών-για να μη διασύρεται ο κλάδος των φιλολόγων- πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε διαφορετικές εξετάσεις για όσους πρόκειται να διεκδικήσουν θέση σε Πανεπιστήμιο, για να είναι και πιο δίκαιες για τους μαθητές και τις μαθήτριές μας που μοχθούν όλα τα χρόνια στα σχολεία.
Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012
Στην Ελλάδα χρωστούμε το ευ ζην μας
Απάντηση στον κ. Κωνσταντίνο Χολέβα
Μόλις διάβασα την επιστολή του κ. Κωνσταντίνου Χολέβα στο ιστολόγιο των φίλων της Μονής Βατοπαιδίου. Κατασυγκινήθηκα. Βεβαίως, γνωρίζουμε το ήθος και την αρετή του ανδρός. Γι’ αυτό θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις μου πάνω στο θέμα της συμπαράστασης των Ελλήνων Κυπρίων στη χειμαζόμενη Μητέρα Πατρίδα.
Με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα, η ψυχή μας είναι περίλυπη «άχρι θανάτου». Πώς να μην συγκλονιζόμαστε, όταν οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, οι Έλληνες αδελφοί μας υποφέρουν και ταλαιπωρούνται; Και για να παραφράσω τον μεγάλο ποιητή μας Κώστα Μόντη:
«Δεν του πάει η φτώχεια και η μιζέρια αυτού του λαού, βρε παιδιά,
δεν του πάει, προς Θεού, η κατήφεια!
Πώς να το κάνουμε;».
Πώς θυμήθηκα τον Μόντη; Μα σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του. Πέθανε την 1η Μαρτίου του 2004, στα ενενήντα του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ως ιερή παρακαταθήκη τους στίχους του, με τους οποίους τονίζεται η ελληνικότητα της Κύπρου και οι ακατάλυτοι δεσμοί που τη συνδέουν με τον ευρύτερο ελληνισμό από την αρχαιότητα ως σήμερα. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματά του: «Ο θώρακας του Κινύρα», «Βοηθούντος Ευαγόρου» κ.α. Ο Μόντης είναι ένας ποιητής με βαθιά συναίσθηση της ελληνικότητάς του, περήφανος γιατί είναι Έλληνας. Εξάλλου, ύμνησε όσο λίγοι τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για την ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα.
Όταν, λοιπόν, η μάνα μας και τα αδέλφια μας βρίσκονται «εν οδύνη» και ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους, φρονώ ότι όσα γίνονται είναι πολύ λίγα, μπροστά σε όσα οφείλουμε εμείς οι Έλληνες της Κύπρου στην Ελλάδα. Οφείλουμε να ανταποδώσουμε τα τροφεία του πνεύματος, πρωταρχικά, και ύστερα τα τροφεία του σώματος.
Καταρχάς, η Ελλάδα μας μόρφωσε δωρεάν σε καιρούς χαλεπούς για μας, έγινε ο φωτοδότης φάρος για τη διεύρυνση των πνευματικών μας οριζόντων, μας βοήθησε στην κοινωνικοποίησή μας και μας μεταλαμπάδευσε το «modus vivendi», τον τρόπο της ζωής της, ένα εγκόλπιο ανώτερης ηθικής, αξιών και στάσεων που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μας. Επιπλέον, μας γαλούχησε με τα ζείδωρα νάματα της ευγένειας, της ομορφιάς, της χαράς της ζωής, του κεφιού, της ψυχαγωγίας, του χιούμορ και της απλοχεριάς.
Αναντίλεκτα, τον καιρό της προσφυγιάς μας ήταν ο άγγελος που μας σκέπασε με τις φτερούγες της. Που μας πρόσφερε καθημερινά φαγητό στις λέσχες, δωρεάν εισιτήρια στις συγκοινωνίες, που έστειλε στην Κύπρο τόνους βοήθειας…Ένα σακάκι πήρε κι ο πατέρας μου, και στην τζέπη βρήκε μια καρτούλα με το όνομα Γεώργιος Χατζόπουλος, διευθυντής σε κάποιο τμήμα του ΟΤΕ. Η καρτούλα έγραφε: «Γράψτε μας τις ανάγκες σας».
Ο μπαμπάς μου του απάντησε ότι δεν χρειάζονται τίποτα -γιατί ευτυχώς ήμασταν από τους τυχερούς που είχαμε χρήματα-, αλλά θα ήθελε να γνωριστούν ως οικογένεια με την κόρη του που σπούδαζε στην Αθήνα. Έτσι, μια Κυριακή, αρχές του 1975, τους επισκέφτηκα, κι από τότε έγιναν η οικογένειά μου στην Αθήνα. Δεθήκαμε πάρα πολύ, και μέχρι σήμερα δεν έχω πιο δικούς μου ανθρώπους στον κόσμο, εκτός από την οικογένειά μου στην Κύπρο.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επαναλάβω και εδώ την πολυποίκιλη προσφορά της Ελλάδας διαχρονικά στην Κύπρο. Θα σταθώ μόνο σε τρεις περιπτώσεις: η πρώτη είναι οι ελλαδίτες καθηγητές και η συμβολή τους στην εθνική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση του ελληνισμού της Κύπρου, που είναι και το θέμα της διατριβής μου. Σε εποχές απόλυτης αμάθειας, αυτοί οι άνθρωποι σαν φάροι τηλαυγείς φώτισαν τις ψυχές των ελληνόπουλων του νησιού και τους έκαναν να μεθύσουν με το κρασί της λευτεριάς. Κυρίως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν είχαμε τα καλύτερα μυαλά του Πανεπιστημίου Αθηνών στα σχολεία μας.
Νομίζω ότι ως εκπαιδευτικός δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στα χιλιάδες βιβλία που μας έστελλε για δεκαετίες δωρεάν η Ελλάδα, που στο τέλος του χρόνου, δυστυχώς, κατέληγαν τα πιο πολλά να γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Οι μαθητές είχαν την αίσθηση ότι επειδή ήταν δωρεάν, δικαιούνταν να τα καταστρέφουν. Ενώ, αν πλήρωναν, θα είχαν άλλη συμπεριφορά. Άρα, έχουμε κι εμείς ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας. Φάγαμε κι εμείς μαζί τους.
Τρίτη περίπτωση που θα ήθελα να αναφέρω, που είναι και η αιχμή του δόρατος της συμπαράστασης της Ελλάδας προς την Κύπρο, ήταν η αμυντική κάλυψη που προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια των «ολβίων», όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, που εμείς ως λαμπροί θηρευτές της ευημερίας, με την άμετρη υλοφροσύνη, ξεχνώντας τον «έσω» άνθρωπο, βρεθήκαμε σ’ αυτό το πέλαγος, στο χάος του μηδενισμού.
Καταλήγοντας, όσα και να δώσουμε στην Ελλάδα είναι το ελάχιστο που οφείλουμε. Γιατί εμείς της οφείλουμε το εύ ζην μας. Την ευτυχία μας. Την ποιότητα της ζωής μας. Την προκοπή μας. Πρέπει να δώσουμε από το περίσσευμά μας. Και έχουμε πολύ! Έχουμε οι πιο πολλοί περισσότερα απ’ όσα μας χρειάζονται, απλώς μας υπέβαλαν με τον μηχανισμό του εξανδραποδισμού πλαστές, κίβδηλες ανάγκες, μας μετέτρεψαν σε τοξικομανείς της ευμάρειας, σε homo consumens που θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι, επειδή μπορούμε να ικανοποιούμε αυτές τις ψεύτικες ανάγκες.
Μόλις διάβασα την επιστολή του κ. Κωνσταντίνου Χολέβα στο ιστολόγιο των φίλων της Μονής Βατοπαιδίου. Κατασυγκινήθηκα. Βεβαίως, γνωρίζουμε το ήθος και την αρετή του ανδρός. Γι’ αυτό θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις μου πάνω στο θέμα της συμπαράστασης των Ελλήνων Κυπρίων στη χειμαζόμενη Μητέρα Πατρίδα.
Με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα, η ψυχή μας είναι περίλυπη «άχρι θανάτου». Πώς να μην συγκλονιζόμαστε, όταν οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, οι Έλληνες αδελφοί μας υποφέρουν και ταλαιπωρούνται; Και για να παραφράσω τον μεγάλο ποιητή μας Κώστα Μόντη:
«Δεν του πάει η φτώχεια και η μιζέρια αυτού του λαού, βρε παιδιά,
δεν του πάει, προς Θεού, η κατήφεια!
Πώς να το κάνουμε;».
Πώς θυμήθηκα τον Μόντη; Μα σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του. Πέθανε την 1η Μαρτίου του 2004, στα ενενήντα του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ως ιερή παρακαταθήκη τους στίχους του, με τους οποίους τονίζεται η ελληνικότητα της Κύπρου και οι ακατάλυτοι δεσμοί που τη συνδέουν με τον ευρύτερο ελληνισμό από την αρχαιότητα ως σήμερα. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματά του: «Ο θώρακας του Κινύρα», «Βοηθούντος Ευαγόρου» κ.α. Ο Μόντης είναι ένας ποιητής με βαθιά συναίσθηση της ελληνικότητάς του, περήφανος γιατί είναι Έλληνας. Εξάλλου, ύμνησε όσο λίγοι τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. για την ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα.
Όταν, λοιπόν, η μάνα μας και τα αδέλφια μας βρίσκονται «εν οδύνη» και ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους, φρονώ ότι όσα γίνονται είναι πολύ λίγα, μπροστά σε όσα οφείλουμε εμείς οι Έλληνες της Κύπρου στην Ελλάδα. Οφείλουμε να ανταποδώσουμε τα τροφεία του πνεύματος, πρωταρχικά, και ύστερα τα τροφεία του σώματος.
Καταρχάς, η Ελλάδα μας μόρφωσε δωρεάν σε καιρούς χαλεπούς για μας, έγινε ο φωτοδότης φάρος για τη διεύρυνση των πνευματικών μας οριζόντων, μας βοήθησε στην κοινωνικοποίησή μας και μας μεταλαμπάδευσε το «modus vivendi», τον τρόπο της ζωής της, ένα εγκόλπιο ανώτερης ηθικής, αξιών και στάσεων που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μας. Επιπλέον, μας γαλούχησε με τα ζείδωρα νάματα της ευγένειας, της ομορφιάς, της χαράς της ζωής, του κεφιού, της ψυχαγωγίας, του χιούμορ και της απλοχεριάς.
Αναντίλεκτα, τον καιρό της προσφυγιάς μας ήταν ο άγγελος που μας σκέπασε με τις φτερούγες της. Που μας πρόσφερε καθημερινά φαγητό στις λέσχες, δωρεάν εισιτήρια στις συγκοινωνίες, που έστειλε στην Κύπρο τόνους βοήθειας…Ένα σακάκι πήρε κι ο πατέρας μου, και στην τζέπη βρήκε μια καρτούλα με το όνομα Γεώργιος Χατζόπουλος, διευθυντής σε κάποιο τμήμα του ΟΤΕ. Η καρτούλα έγραφε: «Γράψτε μας τις ανάγκες σας».
Ο μπαμπάς μου του απάντησε ότι δεν χρειάζονται τίποτα -γιατί ευτυχώς ήμασταν από τους τυχερούς που είχαμε χρήματα-, αλλά θα ήθελε να γνωριστούν ως οικογένεια με την κόρη του που σπούδαζε στην Αθήνα. Έτσι, μια Κυριακή, αρχές του 1975, τους επισκέφτηκα, κι από τότε έγιναν η οικογένειά μου στην Αθήνα. Δεθήκαμε πάρα πολύ, και μέχρι σήμερα δεν έχω πιο δικούς μου ανθρώπους στον κόσμο, εκτός από την οικογένειά μου στην Κύπρο.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επαναλάβω και εδώ την πολυποίκιλη προσφορά της Ελλάδας διαχρονικά στην Κύπρο. Θα σταθώ μόνο σε τρεις περιπτώσεις: η πρώτη είναι οι ελλαδίτες καθηγητές και η συμβολή τους στην εθνική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση του ελληνισμού της Κύπρου, που είναι και το θέμα της διατριβής μου. Σε εποχές απόλυτης αμάθειας, αυτοί οι άνθρωποι σαν φάροι τηλαυγείς φώτισαν τις ψυχές των ελληνόπουλων του νησιού και τους έκαναν να μεθύσουν με το κρασί της λευτεριάς. Κυρίως, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν είχαμε τα καλύτερα μυαλά του Πανεπιστημίου Αθηνών στα σχολεία μας.
Νομίζω ότι ως εκπαιδευτικός δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στα χιλιάδες βιβλία που μας έστελλε για δεκαετίες δωρεάν η Ελλάδα, που στο τέλος του χρόνου, δυστυχώς, κατέληγαν τα πιο πολλά να γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Οι μαθητές είχαν την αίσθηση ότι επειδή ήταν δωρεάν, δικαιούνταν να τα καταστρέφουν. Ενώ, αν πλήρωναν, θα είχαν άλλη συμπεριφορά. Άρα, έχουμε κι εμείς ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας. Φάγαμε κι εμείς μαζί τους.
Τρίτη περίπτωση που θα ήθελα να αναφέρω, που είναι και η αιχμή του δόρατος της συμπαράστασης της Ελλάδας προς την Κύπρο, ήταν η αμυντική κάλυψη που προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια των «ολβίων», όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, που εμείς ως λαμπροί θηρευτές της ευημερίας, με την άμετρη υλοφροσύνη, ξεχνώντας τον «έσω» άνθρωπο, βρεθήκαμε σ’ αυτό το πέλαγος, στο χάος του μηδενισμού.
Καταλήγοντας, όσα και να δώσουμε στην Ελλάδα είναι το ελάχιστο που οφείλουμε. Γιατί εμείς της οφείλουμε το εύ ζην μας. Την ευτυχία μας. Την ποιότητα της ζωής μας. Την προκοπή μας. Πρέπει να δώσουμε από το περίσσευμά μας. Και έχουμε πολύ! Έχουμε οι πιο πολλοί περισσότερα απ’ όσα μας χρειάζονται, απλώς μας υπέβαλαν με τον μηχανισμό του εξανδραποδισμού πλαστές, κίβδηλες ανάγκες, μας μετέτρεψαν σε τοξικομανείς της ευμάρειας, σε homo consumens που θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι, επειδή μπορούμε να ικανοποιούμε αυτές τις ψεύτικες ανάγκες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)