Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήρωες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ήρωες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Βασίλης Χατζησιεγκαλλής

Επικήδειος στον Βασίλη Χατζησιεγκαλλή,
τον τρίτο συμμαθητή μας που τα οστά του ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA.
Σάββατο, 14 Φεβρουαρίου 2015, Ώρα 11 π.μ.
Εκκλησία Τιμίου Προδρόμου, Λάρνακα
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
«Κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου
στις οχτώ γενιές των ανέμων,
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου» Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, Γ. Σεφέρης
Ποιος θα το πίστευε ότι μετά από τέσσερις δεκαετίες θα κηδεύαμε τρεις συμμαθητές μας που ήταν θαμμένοι στον ίδιο τάφο μαζί με τον καθηγητή τους των Μαθηματικών; Ποιος να μας το’ λεγε και να το πιστεύαμε, ποιος μπορούσε να ψυχανεμιστεί ότι θα είχαμε τρεις ήρωες από την τάξη μας κι έναν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μας, τον Μαθηματικό Πανίκκο Χατζηπαντελή που έκαναν το θαύμα που γυρεύει ο μικρασιάτης ποιητής μας; Στις φλέβες αυτών των παιδιών του Λευκονοίκου μας κυκλοφορεί το θαύμα.  
Γι’ αυτό και νιώθω ιερό χρέος και καθήκον μου, μα και μεγάλη περηφάνια, φίλε μου Βασίλη, που έχω το προνόμιο να κατευοδώσω κι εσένα, σαν τους άλλους συμμαθητές μας, τον Πέτρο και τον Έκτορα, και να σου πω πόσο τιμήσατε το Λευκόνοικό μας, το Γυμνάσιό μας, την τάξη μας, την οικογένειά σας κυρίως με την ηρωική θυσία σας. Έχουμε, όμως, ακόμη μια εκκρεμότητα. Περιμένουμε και τον Άντρο μας, τον Άντρο τον Μακρίδη, να γυρίσει σαν κι εσάς.
Βασίλη μου, καλέ μου, όλοι μας σεμνυνόμαστε για τη λεβεντιά, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία σας. Αμούστακα παλληκαράκια που γίνατε από τη μια στιγμή στην άλλη λιονταρόψυχοι πολεμιστές, που βρεθήκατε σε κείνη την κόλαση στο Συγχαρί, όταν μπαμπέσικα σας έστησαν παγίδα και σας θέρισαν. Κι όμως, εσείς βαστούσατε. Σας πρόδωσαν χωρίς αιδώ και κάποιοι δικοί μας και σας άφησαν ολομόναχους, χωρίς κάλυψη, χωρίς αρωγή, χωρίς συμπαράσταση. Σας άφησαν ανυπεράσπιστους στα νύχια του λύκου. Εσείς, όμως, επιδείξατε ηρωική συμπεριφορά, γι’ αυτό είστε ήρωες, άσχετα με την έκβαση της άνισης μάχης. Γιατί,
«Οι ήρωες είναι ήρωες, επειδή έχουν ηρωική συμπεριφορά, όχι επειδή νίκησαν ή έχασαν!».
Πολλές φορές σκέφτηκα τη μητέρα σου, τη μακαρίτισσα Θεανώ, που έχασε τον μικρότερο γιο της, τον Βασιλάκη της. Πώς να δεχτεί πως εκείνο το αδύνατο, μικρόσωμο, σεμνό και συνεσταλμένο παιδί χάθηκε σε μια βουνοπλαγιά του Πενταδακτύλου μας; Πώς να δεχτεί ότι χάθηκε τόσο νέος, πριν καν προλάβει να γευτεί τις χαρές της ζωής; Και έρχεται στο μυαλό μου το ποίημα του Κώστα Μόντη για μια μητέρα μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, που τον κοιτάζει και της φαίνεται τόσο ξένος:
«Πώς να τον πει «παιδί της»
πώς να τον φωνάξει «Μιχαλάκη» της;».
Καλέ μου Βασίλη, ήσουν ένα παιδί που ξεχώριζες για το ήθος, τη θρησκευτικότητά σου, την ψυχική ευγένεια, την οξύνοια, την εργατικότητα και την έφεσή σου για μάθηση, γι’ αυτό και ήσουν ανάμεσα στους πρώτους της τάξης μας. Μαζί με τον Κώστα Φοράρη ήσασταν οι δυο μαθητές στο άγημα μαζί μας. Θυμάμαι με πόση εθνική περηφάνια περπατούσαμε στις παρελάσεις στους δρόμους του Λευκονοίκου μας!
Παρόλες τις επιδόσεις σου, ήσουν ένα παιδί χαμηλών τόνων, με ταπεινοφροσύνη, εγκαρδιότητα, ένα παιδί μειλίχιο, προσιτό, ήπιο, σοβαρό και ώριμο, αγαπητό σε όλους, μαθητές και καθηγητές.
Είχες την ευλογία να γεννηθείς σε μια όμορφη οικογένεια, με δυο εξαίρετους γονείς, τον Νικολή και την Θεανώ, που σας γαλούχησαν με χριστιανικές αρχές και σας περιέβαλλαν με πολλή αγάπη, αλλά ήταν και πολύ περήφανοι για τα παιδιά τους που ξεχώριζαν για την ποιότητα του χαρακτήρα τους, τα χαρίσματα και την εξυπνάδα τους. Ο πόλεμος δεν σε άφησε να πραγματώσεις τα όνειρά σου για σπουδές, όπως τα άλλα τρία αδέλφια σου, τον Άντρο, τον Σκεύο και την Παναγιώτα σας.
Ο χαμός σου, Βασίλη μου, ήρωα της τάξης μας, βύθισε όλη την οικογένειά σας σε ένα τέναγος οδύνης και σπαραγμού, τη διέλυσε. Χάθηκε ο ένας στύλος, εσύ, και το οικοδόμημα δεν άντεξε. Πρώτα έφυγε με τον καημό σου ο πατέρας και μετά η γλυκύτατη μητέρα σου, η τόσο χαρίεσσα και εύχαρις. 
Στα αδέλφια σου, τη νύφη σου Ελένη και τα ανίψια σου Νίκο και Γιώργο, ευχόμαστε να αναπαυτεί η ψυχή τους τώρα που γύρισες κοντά τους, τώρα που θα σου κάνουν την ταφή σύμφωνα με τις παραδόσεις μας, τώρα που θα έχουν έναν τάφο για να σου ανάβουν το καντήλι, τώρα που θα σε δεχτεί η φιλόξενη γη της Λάρνακας, μέχρι την ευλογημένη ώρα που θα σε θάψουμε μαζί με τους άλλους ήρωές μας στο κοιμητήριο της κωμόπολής μας.
Να πας στο καλό, αγαπημένε μας Βασίλη. Σε καλωσορίζουμε και σε κατευοδώνουμε συνάμα. Είμαστε σίγουροι, όμως, ότι η ψυχή σου βρίσκεται στις αγκάλες του Θεού, σε τόπους παραδεισένιους. Αιωνία ας είναι η μνήμη σου και ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει. Αναδείχτηκες άξιος της πατρίδος και συνέχισες την αριστεία σου και στον θάνατο, υπήκοντας στο προγονικό κάλεσμα:
«Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων».



Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Πανίκκος Χατζηπαντελής

Ο Μαθηματικός Πανίκκος Χατζηπαντελής
Ο πρώτος αγνοούμενος από το Λευκόνοικο του οποίου τα οστά ταυτοποιήθηκαν με τη γνωστή μέθοδο.
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου,MSc
Σήμερα, κηδεύσαμε τον πρώτο αγνοούμενο του Δήμου Λευκονοίκου που τα οστά του ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNΑ. Είναι ο Πανίκκος Χατζηπαναγής, ο τελειόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο αριστούχος μαθητής του Γυμνασίου Λευκονοίκου, ο σεμνός, μεγαλόψυχος νέος, με ευγένεια και αρετή, ο ευπρεπής, ευφυής, εύστροφος, ταλαντούχος και πολύ δραστήριος, που ξεχώριζε στον χορό, το τραγούδι, αλλά κυρίως στη βυζαντινή μουσική, αφού του άρεσε να ψάλλει.
Ανάμεσα στους ιερείς που τέλεσαν την εξόδιο ακολουθία ήταν και ο φιλόλογος καθηγητής του πατήρ Κυριάκος Ρήγας, που απ' ό,τι θυμάμαι πολύ καλά, τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε πάρα πολύ, γιατί έμοιαζαν. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν δυο διάνοιες, η μια στα Φιλολογικά και η άλλη στα Μαθηματικά, και είχαν κοινή αγάπη την εκκλησία και την ψαλτική.

Ο Πανίκκος Χατζηπαντελής. 40 χρόνια αγνοούμενος. Σχεδόν τον ξεχάσαμε οι πιο πολλοί. Ξεχάσαμε τη φυσιογνωμία του. Ήταν 23 χρονών. Του έμεινε ένα μάθημα να πάρει το πτυχίο του. Γύρισε αρχές Ιουλίου του 1974, όπως κι εμείς, από την Αθήνα για να περάσει το καλοκαίρι με τους δικούς του.
Σήμερα θα ήταν 63 χρονών, και θα είχε αφυπηρετήσει, όπως και οι φίλοι του. Θα είχε κάνει οικογένεια, θα είχε μαθητές που θα τον λάτρευαν, είμαι σίγουρη, γιατί, πέρα από εγκρατής της Μαθηματικής Επιστήμης, ήταν καλόψυχος, προσηνής και καλόκαρδος, και τώρα θα απολάμβανε τους καρπούς των μόχθων του. Θα έκανε κι αυτός, όπως όλοι μας, τα δάνειά του για να κτίσει σπίτι και να επιβιώσει στην προσφυγιά, ίσως να είχε και εγγόνια τώρα να νταντεύει.
Τον πρόλαβε, όμως, ο πόλεμος. Μοίρα κακή τού έμελλε να του στήσει καρτέρι ο Χάροντας σε μια βουνοκορφή του Πενταδακτύλου μας, κοντά στο χωριό Κουτσοβέντη. Ο Πανίκκος, που υπηρέτησε στις Δυνάμεις Καταδρομών, εκείνο τον Ιούλη τον μαχαιρωμένο, ως έφεδρος τοποθετήθηκε στο 398 Τάγμα Πεζικού που από την Κυθρέα προχώρησε προς το τουρκοκυπριακό χωριό Επηχώ, την Πέτρα του Διγενή και το Τζιάος, στο οποίο βρίσκονταν ισχυρές τουρκοκυπριακές δυνάμεις. Μαζί με το 305 Τάγμα Επιστρατεύσεως κατέλαβαν το Τζιάος στις 22 Ιουλίου, το μεσημέρι.
 Μόνο στο άκουσμα αυτού του χωριού, παγώναμε στα μικρά μας χρόνια. Ήταν το μεγαλύτερο τουρκοκυπριακό χωριό της περιοχής μας με πολύ φανατισμένους κατοίκους που δημιουργούσαν συνέχεια προβλήματα στους κατοίκους των γύρω χωριών. 
Ο Πανίκκος γύρισε στο σπίτι του στις 11 Αυγούστου με άδεια, και ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν οι δικοί του, οι γονείς του και οι δύο αδελφές του που τον λάτρευαν.
Στη Β΄φάση της τουρκικής εισβολής, ο Πανίκκος με άλλους άνδρες από τη μονάδα του επάνδρωναν θέσεις σε ύψωμα βόρεια του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μετά την ορμητική επέλαση του τουρκικού στρατού, που οι δυνάμεις του ήταν καταφανώς υπέρτερες των δικών μας, με τα βαρέα όπλα, τα άρματα μάχης και τα αεροπλάνα, τα παιδιά μας βρέθηκαν περικυκλωμένα. Οι Τούρκοι διέσπασαν τις γραμμές της Εθνικής Φρουράς!
Όλα ήταν μάταια εκείνες τις ώρες. Πώς να τα βγάλουν πέρα τα παιδιά μας με την υπεροπλία της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας; Ο Πανίκκος θεάθηκε μαζί με άλλους δυο στις 16 Αυγούστου στην περιοχή του Κουτσοβέντη. Ήταν η τελευταία φορά που έδωσε σημεία ζωής.
Όπως κάθομαι στο γραφείο μου, στον πάνω όροφο του σπιτιού μου, βλέπω ακριβώς απέναντί μου τον Πενταδάκτυλο και τα φώτα του Συγχαρί, του Βουνού και του Κουτσοβέντη. Σκέφτομαι όλα τα παιδιά μας που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Περικυκλωμένοι από έναν απηνή εχθρό, εξουθενωμένοι από τον καταιγισμό των πυρών και την άνιση μάχη, πικραμένοι από την προδοσία, χαμένοι σε άγνωστες βουνοκορφές με τον θάνατο να ελλοχεύει σε κάθε τους βήμα, σαν δαμόκλειος σπάθη να τους κόψει το νήμα της ζωής.
Ναι, ο Πανίκκος ήταν λίγο πιο μεγάλος από τους συμμαθητές μου, πιο έμπειρος, πιο ώριμος. Μα φαντάζομαι ότι ο φόβος του άγνωστου, η αγωνία για το μέλλον τους, η προσπάθεια για να βρουν μια διέξοδο και να γλυτώσουν τη ζωή τους, έκαναν εκείνες τις στιγμές εφιαλτικές, που μόνο όσοι τις έζησαν μπορούν να καταλάβουν.
Φαντάζομαι πόσες προσευχές θα έκανε ο Πανίκκος στον Σωτήρα μας για να τον βοηθήσει. Πόσες φορές θα επικαλέστηκε την Παναγία μας, γιατί ήταν παιδί με βαθιά πίστη στον Θεό. Μα και πόσος φόβος θα είχε εμφιλοχωρήσει στην ψυχή του, γιατί και οι ήρωες είναι άνθρωποι και όχι υπερφυσικοί και ημίθεοι. Ως άνθρωποι και οι ήρωες λιποψυχούν, γιατί «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», όπως μας υπενθυμίζει ο εθνικός μας ποιητής.
Δεν μου αρέσει η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση. Προτιμώ τους ήρωες ανθρώπινους, με συναισθήματα, με αγάπη για τη ζωή, για τις χαρές της και τα κάλλη της. Δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι θα έβλεπε και τι θα σκεφτόταν τη στιγμή της σύλληψης και της εκτέλεσής του. Πιστεύω, όμως, ότι μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν θα τον εγκατέλειψε η ελπίδα… Τουλάχιστον τέτοια εντύπωση μου έδινε από όσο τον ήξερα. Ήταν μαχητής, ενθουσιώδης, με δυνατή ψυχή.
Μπορεί να πέρασαν μπροστά του σκηνές από τη ζωή του, στο Λευκόνοικο και την Αθήνα, μπορεί να σεριάνισε το μυαλό του στον ηλιακό του σπιτιού του, εκεί που η  μάνα του ολημερίς ύφαινε τα λευκονοικιάτικα υφαντά της για να μπορέσει να σπουδάσει τον μοναχογιό της, το καμάρι της. Ή ποιος ξέρει τι μυστικό θα  κρατούσε σαν φυλακτό στην καρδιά του; Ποιο κορίτσι θα τον συντρόφευε μέχρι την τελευταία του πνοή;
Ναι, αν ήθελε, θα μπορούσε να φύγει πιο νωρίς, να γίνει ρίψασπις, και να διασωθεί. Η καβαφική όμως αξιοπρέπεια, η παιδεία του και η αγωγή του δεν του επέτρεπαν να κινήσει από το χρέος. Γι’ αυτό έμεινε με τους άλλους ήρωες και φύλαξαν τις Θερμοπύλες του νησιού μας. Τίμησαν την προγονική αρετή. 
Μαζί με τον Πανίκκο, το λεβεντόπαιδο της γειτονιάς μας που γύρισε μια χούφτα κόκκαλα σε μια κασόνα, συνειρμικά ο νους μας πήγε και στον άλλο γείτονά μας, και συγκάτοικό του στην Αθήνα, τον Νίκο Μανδρίτη, τον φοιτητή της Οδοντιατρικής. Μικρός το δέμας ο Νίκος, αλλά μεγάλος στην ψυχή, σκοτώθηκε στη διάρκεια της δεύτερης εισβολής, και τον έθαψαν οι δικοί του στη Λάρνακα.
Τους θυμάμαι στην Αθήνα. Όταν πήγα το 1973 πρωτοετής φοιτήτρια, κάποιες φορές τους επισκεπτόμαστε με τα ξαδέλφια μου στο διαμέρισμά τους  στους Αμπελοκήπους. Θυμάμαι τα γέλια που κάναμε, τα πειράγματα του Πανίκκου αλλά και του Κυριάκου Χριστοφόρου, του τρίτου τους συγκατοίκου, προς τον Νίκο. Τον κορόιδευαν ότι δεν θα τον εμπιστεύονταν να τους φτιάξει τα δόντια τους.   Όμορφες εποχές. Γεμάτες ανεμελιά, χαρά, αισιοδοξία μα και σεβασμό, άδολη φιλία, ανθρωπιά.
Κι ύστερα ήρθε η προσφυγιά. Εμπλουτίστηκε το λεξιλόγιό μας με τη λέξη αγνοούμενος. Η μάνα του, αλλοπαρμένη, ρωτούσε απεγνωσμένα να μάθει για τον γιο της. Αυτός ο καημός την έστειλε στον τάφο.
Καλό σου ταξίδι, φίλε Πανίκκο. Τώρα που ησύχασε η ψυχή σου, τώρα που σου έγιναν τα πρέποντα για έναν Χριστιανό Ορθόδοξο Έλληνα, ας αναπαυτεί το σώμα σου στη γη της Λάρνακας, μέχρι να σε θάψουμε μαζί με τους προγόνους σου στο Λευκόνοικό μας. Σε παρακαλούμε, εκεί στα παραδεισένια τοπία που ζεις, γιατί είμαι σίγουρη ότι ένα τέτοιο αγνό και ταπεινό παιδί είναι στους κόλπους του Θεού, να προσεύχεσαι και για μας τους υπολειπόμενους.
Αιωνία ας είναι η μνήμη σου και αγήρατος η δόξα σου. Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα από το σύντομο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Θα θυμόμαστε τον ήρωα του Λευκονοίκου με την αρχοντική ψυχή, την ανιδιοτέλεια, το απαράμιλλο ήθος και τα πολλά χαρίσματα!





Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Μνήμη και δόξα στον ήρωα Έκτορα Κτωρή

18 Ιανουαρίου 2015

Επικήδειος στον ‘Ηρωα Έκτορα Κτωρή Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 2015
 Εκκλησία Αγίου Παντελεήμονος
«Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός, είχες τις χάρες όλες!»
Έκτορά μας, αγαπημένε μας συμμαθητή,
όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν συνέχεια στο μυαλό μας. Δεν προλάβατε να μεγαλώσετε, να γευτείτε τις χαρές της ζωής. Το νήμα της ζωής σας κόπηκε τόσο βίαια στα δεκαεννέα σας χρόνια.
Γίνατε ήρωες! Μεγάλη τιμή για σας, τις οικογένειές σας, αλλά και για μας, τους συμμαθητές και συμμαθήτριές σας, για όλους τους κατοίκους της κωμόπολής μας, του Δήμου Λευκονοίκου, που θα καυχόμαστε ότι πέσατε ήρωες στις κορυφογραμμές του Πενταδακτύλου μας!
Τι να σου πω Έκτορά μου! Όπως είπα και στον συμμαθητή μας ήρωα Πέτρο Βελούση χθες, σας θεωρώ μαθητές μου πια. Εξάλλου, εγώ είχα την ευλογία να έχω μαθητή μου τον ανιψιό σου, τον γιο του μικρότερου αδελφού σου Νίκου, τον Έκτορα, και άπειρες φορές του μιλούσα στην τάξη για σένα και του έλεγα πόσο περήφανος πρέπει να νιώθει που φέρει το όνομά σου!
agnooumenoi3
Και ως μαθητή, σε βλέπω έναν λεβέντη, ευσταλή και λυγερόκορμο νέο παιδί, πάντα καλοφροντισμένο και ευπρεπή, πολύ μοντέρνο, με τις καμπάνες σου, που ήταν τότε της μόδας, με τα μοντέρνα γενικά ρούχα σου που είχες την άνεση να αγοράζεις από το Βαρώσι, όπου ο παπάς και η αδελφή σου είχαν κατάστημα.
Ήταν πολύ περήφανη η μάμα σου, η μ. η θεία η Ελλού για σένα. Για τον όμορφο γιο της με τα πολλά χαρίσματα. Μαζί με τον παπά σου σας μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, φροντίδα και άνεση. Για τούτο και δεν άντεξε τον καημό σου. Φύγανε με τον πατέρα σου με τούτο το παράπονο. Φύγανε δυστυχισμένοι.
Δεν υπάρχει τίποτα που να απαλύνει τον πόνο του γονιού που είχε γιο αγνοούνενο. Τίποτα δεν τον αναπληρώνει! Το κενό σου ήταν δυσαναπλήρωτο. Πέθανε η ψυχή τους πριν από το σώμα τους.
Κι εμείς, και τα αδέλφια σου, η Χριστίνα και ο Νίκος, τα ανίψια σου και τα παιδιά τους, πώς να δεχτούν ότι
ο συμμαθητής, ο αδελφός, ο θείος και ο παππούς τους, το λεβεντόπαιδο ως απάνω, έρχεται σε ένα κουτί, είναι μόνο κόκκαλα, που για σαράντα χρόνια ταλαιπωρούνταν χωρίς κανονική ταφή, χριστιανική, χωρίς ένα καντήλι, χωρίς λιβάνι, χωρίς αγάπη!
Έκτορά μας, καλέ κι αγαπημένε! Πάντα θα θυμόμαστε τη χρυσή καρδιά σου, την ευγένεια και την αρχοντιά της ψυχής σου, την καλοσύνη και τη διάθεση της προσφοράς που σε διέκρινε. Γαλουχήθηκες από το σπίτι σου αλλά και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Λευκονοίκου, κυρίως, όμως, από τους δασκάλους και τους καθηγητές μας στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου με αξίες και ιδανικά αγέραστα. Και αυτά τα ιδανικά έκανες πράξη, όπως και οι άλλοι συμμαθητές μας, με τη θυσία σου! Οι αρχές σου δεν σου επέτρεπαν να γίνεις ρίψασπις. Έμεινες εκεί μέχρι το τέλος.
Σας πρέπει όλους σας τιμή και δόξα, Έκτορά μου. Δώσατε τη ζωή σας για την πατρίδα μας, για την τιμή και την αξιοπρέπεια του Έλληνα φαντάρου που μένει πιστός στο καθήκον του, φυλάγοντας Θερμοπύλες, σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα, «ποτέ απ’ το χρέος μη κινούντες», έστω κι αν ξέρει ότι
«Ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος    
κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Συγκλονίζομαι σαν σκέφτομαι τον τρόπο του θανάτου σας και έρχονται στον νου μου οι στίχοι του Ελύτη:
«Ω, μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Από πού του’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πως
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι, λοιπόν, η μια στιγμή  Έτσι, λοιπόν, η μια
Έτσι, λοιπόν, η μια στιγμή παράτησε την άλλη,  
Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!»
Κανείς δεν μπορεί να συλλάβει τον ψυχική σας τάραχο, τις τελευταίες σας σκέψεις, τις τελευταίες εικόνες σας. Σίγουρα εσύ θα σκεφτόσουν το κορίτσι που αγαπούσες τότε. Ήσουν ευαίσθητο παιδί! Η καρδούλα σου κτύπησε για ένα όμορφο κορίτσι, πολύ γλυκό και ντελικάτο.
Σήμερα, πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό που βρεθήκατε και μπορούμε να αποδώσουμε σε όλους σας τις πρέπουσες τιμές. Θα ταφείτε ως ήρωες στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, μέχρι την άγια μέρα της επιστροφής στο Λευκόνοικό μας που θα σας θάψουμε πλάι στους άλλους ήρωες του Δήμου μας!
Έχω να σου πω πολλά Έκτορά μου! Θα σταθώ μόνο σ’ αυτά που μου τόνισε ο καλός σου φίλος, ο ξάδελφός μου Γιαννάκης Καραγιάννης που θυμάται τον άδολο και ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα σου, το  κέφι, τη ζωντάνια, τον ενθουσιασμό, τον πατριωτισμό, την αγάπη σου για την Ελλάδα και την ελληνική σημαία μας, την επαναστατική σου φύση.
Ακόμη, και δεν πρέπει να το παραλείψω, ο Γιαννάκης μου είπε ότι γινόσουν θυσία για τους φίλους σου, ήσουν πολύ χουβαρντάς, κερνούσες τους συμμαθητές σου, έδινες την ψυχή σου για τους φίλους σου!
Στο καλό, αγαπημένε μας Έκτορα. Πας να συναντήσεις τους γονείς σου. Είμαι σίγουρη ότι ο Πανάγαθος Θεός μας θα κατατάξει τις ψυχές σας στον χώρο των αγίων και των μαρτύρων!
Στα αδέλφια σου, Χριστίνα και Νίκο, ευχόμαστε ο Θεός να δίνει δύναμη και κουράγιο να αντέξουν και αυτή τη δοκιμασία.
Καλό ταξίδι, Έκτορά μας, ήρωα του Λευκονοίκου μας! Θα σε έχουνε για πάντα ως πολύτιμο φυλακτό στην καρδιά μας!

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Αποχαιρετώντας τον ήρωα Πέτρο Βελούση

17 Ιανουαρίου 2015
Επικήδειος στον Πέτρο Βελούση
Σάββατο, 17 Ιανουαρίου 2014
Εκκλησία Αγίου Πανταλεήμονα Μακεδονίτισσας

Διάβασα τον κατάλογο κι εσείς λείπατε».
Για 40 ολόκληρα χρόνια, πολυαγαπημένε μας συμμαθητή Πέτρο, διαβάζαμε τον κατάλογο του Κλασικού Τμήματος του Γυμνασίου Λευκονοίκου κι εσείς, ο Πέτρος Βελούσης και ο Άντρος Μακρίδης, λείπατε.
Διάβασα και τον κατάλογο του Εμπορικού Τμήματος του Γυμνασίου μας κι έλειπαν ο Έκτωρ Κτωρής  και ο Βασίλης Χατζησιεγκαλλής.
Διάβασα και τον κατάλογο των καθηγητών μας, κι έλειπε ο Μαθηματικός μας, ο αξιαγάπητος Σωτήρης Μιχαήλ!
Λείπατε όλοι εσείς, αγαπημένε μου Πέτρο! Στην αρχή πιστέψαμε ότι ίσως και να ζούσατε κάπου στα βάθη της Ανατολής. Αυτή είναι η σημασία της λέξης αγνοούμενος. Είναι ένας μετεωρισμός μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ του εδώ και του εκεί.
beloysis1
Ύστερα, όμως, καταλάβαμε ότι δεν υπάρχουν αγνοούμενοι.
Ο πατέρας σου έφυγε με τον καημό σου, Πετρή  μου. Κι η μητέρα σου αργοπεθαίνει ώρα την ώρα, αφού για πάμπολλα χρόνια έψαχνε να βρει το στερνοπαίδι της, το παιδί της με το ανεξάντλητο χιούμορ, το γάργαρο γέλιο, το χαρούμενο πρόσωπο που σαν ήλιος φώτιζε τη ζωή της.
Ήμασταν μαζί από το νηπιαγωγείο, το θυμάσαι, Πετρή μου; Ήσουν ένα αγοράκι ζωηρό, κεφάτο, καλοσυνάτο, πολύ έξυπνο. Ένα παιδάκι πολύ φυσιολογικό που του άρεσαν οι ζαβολιές κι έβγαζαν σπινθήρες τα μάτια του κάθε φορά που έκανε κάτι.
Σε μια φωτογραφία της έκτης τάξης του Δημοτικού Σχολείου που κάποιος μου έφερε από το Λευκόνοικό μας, ατενίζεις τον φακό σοβαρός, συνοφρυωμένος θα’λεγα, με βλέμμα βαθυστόχαστο, με πολύ ευπρεπή εμφάνιση, με μαλλιά κομμένα σύριζα. Άραγε, προαισθανόσουν το κακό που θα’ ρχόταν ύστερα;
 Σε θυμάμαι και στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου καλύτερα, κυρίως στις μεγάλες τάξεις, στην αίθουσα που είχαμε πάνω από την αίθουσα Δακτυλογραφίας, με τις σκάλες, να κάθεσαι με τον Λούκα και να πειράζετε ο ένας τον άλλο, αλλά να σας πειράζει πολύ και ο μακαριστός μας Λυκούργος Κάππας, αλλά και ο πατήρ Κυριάκος Ρήγας.
Κι εσύ να γελάς, να μη σου κακοφαίνεται, ένα αθώο, αγνό παιδί, ολόγιομο από καλοσύνη, ευγένεια και αρχοντιά ψυχής, ένα παιδί με ήθος ζυμωμένο στα χώματα της Μεσαορίας μας!
Έχουμε κι άλλες πολλές φωτογραφίες της Έκτης Γυμνασίου στις παρελάσεις που είσαι στην μπάντα με την τρομπέτα σου έξω από τον Αρχάγγελό μας ή στο γήπεδο του Γυμνασίου μας, ή μια, μετά το τέλος της παρέλασης, όπου τρώτε παγωτό με τον Άντρο Μακρίδη και τον Γιαννάκη Καραγιάννη, στα σκαλιά της εισόδου, με φόντο τα γιασεμιά. Ντυμένος στα άσπρα, με την μπλε γραβάτα και το σήμα του Γυμνασίου μας, ήσουν πολύ μαγκόπαιδο. Νέος, όμορφος, φέρελπις νέος, όλη η ζωή ήταν μπροστά σου για να τη χαρείς.
agnooymenoi2
Κι εγώ τώρα που φτάσαμε πια στην ηλικία της αφυπηρέτησης, τι να σου πω! Σας βλέπω, εσάς τους συμμαθητές μου, εσάς που δεν προλάβατε να γευτείτε τη ζωή, σαν μαθητές μου. Πίστεψέ το. Και πολλές φορές μίλησα στους μαθητές μου για σας! Μίλησα για το πόσες φορές με έκανες και γελούσα. Μίλησα, όμως, και στο γιο μου για σένα και για τα γέλια που κάναμε με τις εύστοχες ατάκες σου!
Σε σκέφτομαι, Πέτρο μου, ένα παιδί άβγαλτο, με όλη την ανεμελιά της νιότης, με όνειρα αμέτρητα για το μέλλον σου, πώς μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε ο στρατός, το αμούστακο παλληκαράκι, να το μεταμορφώσει σε έναν μαχητή που αντιμετώπισε τους βαρβάρους που κίνησαν για το νησί μας νύκταν «νύκταν Παρασσιεφκόνυκταν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην»
Τώρα πια είμαι σίγουρη ότι πίσω από το εφηβικό σου πρόσωπο κρυβόταν μεγαλείο ψυχής, πείσμα, ευψυχία, αυταπάρνηση και ανδρεία απαράμιλλη. Πιστεύω ότι όλη η ενέργεια και το πάθος σου, εκείνες τις στιγμές της δαντικής κόλασης του πολέμου, θα’ γιναν «φωτιά στην άνομη φωτιά», θα’ γιναν ορμητικό ποτάμι και θα παρέσυρε στο διάβα του αυτούς που τόλμησαν να διαφεντέψουν την τιμή και τη γη μας!
Έτσι, σε φαντάζομαι, Πέτρο μου, ήρωα της τάξης μας. Γιατί ήρωες, όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε η φιλόλογός μας η κ. Παρασκευά είναι «οι τρελοί της ιδέας».

Κάποιες στιγμές ως άνθρωπος είναι φυσικό να σκέφτηκες τη ζωή και τις χαρές που χάνεις. Γιατί οι ήρωες δεν είναι υπεράνθρωποι. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, που την κατάλληλη στιγμή, κάνουν τη μελέτη του θανάτου κι αποφασίζουν αγωνιστούν και να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη της πατρίδας. Για χάρη των ιδανικών! Γι’ αυτό και οι ήρωες μένουν πάντα νέοι. Κι εσύ, Πέτρο μας, δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις.
Κι εδώ σου ταιριάζουν οι στίχοι του Ελύτη:
«Όμως, το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε.
Όμως, κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή.
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή».
Μετά από σαράντα χρόνια επιτέλους σε βρήκαμε. Τώρα θα αναπαυτούν τα κόκαλά σου που για τέσσερις δεκαετίες κείτονταν σε μια βουνοπλαγιά στον Πενταδάκτυλό μας, χωρίς να σου γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Θεός να παρηγορήσει τα αδέλφια σου, τον Χαράκη και την Άννα,  που όλα αυτά τα χρόνια μαζί με τους γονείς σου  ανέβαιναν τον γολγοθά τους. Γιατί, το ήξερες ότι ήσουν το χαϊδεμένο τους. Ήσουν το τρίτο παιδί του Ανδρέα και της    Βελούση, μιας οικογένειας ευκατάστατης και αγαπημένης από την κωμόπολή μας που σε μεγάλωσαν με άνεση και αξιοπρέπεια.
Στο καλό, πολυαγαπημένε μας Πέτρο. Σε αποχαιρετώ εκ μέρους όλης της τάξης μας, και ιδιαιτέρως εκ μέρους του συμμαθητή μας Γέροντα Εφραίμ του Βατοπαιδινού. Αποχαιρετούμε τον ήρωα συμμαθητή μας με το γλυκό χαμόγελο, το κέφι, τη ζωντάνια, την ορμή, τον δυναμισμό. Θα θυμόμαστε πάντα τα αστεία σου και την καλή σου την καρδιά.
Αιωνία ας είναι η μνήμη σου και αγήρατος η δόξα σου.
«Ήσουν ωραίο παιδί!
Ήσουν γερό παιδί!
Ήσουν γενναίο παιδί!».
Γι’ αυτό,
«Για τους γενναίους, τους μεγάλους και τους δυνατούς,
αξίζουν τα γενναία, τα μεγάλα και τα δυνατά!».