Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Σημαντική βράβευση του ηγούμενου Εφραίμ στη Ρωσία

Δημοσιεύθηκε: 17 Δεκεμβρίου 2013 Κατηγορίες: Ειδήσεις και Ανακοινώσεις
7bb378deaac029a7fc0507af760cc86c_MΣτο Κρατικό Ανάκτορο του Κρεμλίνου διεξήχθη η δεξίωση απονομής του ετησίου διεθνούς κοινωνικού βραβείου του Ιδρύματος του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου “Πίστη και εμπιστοσύνη “, μεταδίδει το πρακτορείο “Interfax-Religia”.
Φέτος ανάμεσα στους βραβευμένους με το υψηλό παράσημο βρίσκεται ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος, αρχιμανδρίτης Εφραίμ (για τον άθλο του στην υπηρεσία προς το έργο στήριξης των πνευματικών σχέσεων των ορθόδοξων λαών).
2013 12 16 Igumen Vatopeda - laureat premii-2
Ο αρχιμανδρίτης Εφραίμ το 2011 συνόδευσε την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου κατά την μεταφορά της από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου στη Ρωσία. Στο μεγάλο αυτό ιερό κειμήλιο προσκύνησαν εκατομμύρια άνθρωποι, καθώς και η ηγεσία της χώρας. Οι παρατηρητές αποκάλεσαν το γεγονός αυτό ως την πιο δημοφιλή ειρηνευτική λαϊκή συνέλευση τα τελευταία εκατό χρόνια.

Κατά την επιστροφή του στο Άγιον Όρος ο ιερέας υπέστη φυλάκιση με По πλαστές κατηγορίες και μετά αθώωσαν. Προς την στήριξη του αρχιμανδρίτη Εφραίμ τάχτηκαν οι γνωστοί Ρώσοι πολιτικοί, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας.

Το βραβείο που συστάθηκε το 1992 από το Ίδρυμα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου παραδοσιακά απονέμεται την ημέρα της μνήμης του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα για τα κατορθώματα στον τομέα ενίσχυσης του ρωσικού κράτους, της συνεννόησης μεταξύ των σλαβικών λαών, της ένωσης της κρατών, φιλικών προς τη Ρωσία, καθώς και για την αναγέννηση της πνευματικότητας.

Το βραβείο δεν έχει χρηματικό αντίκρισμα και συμβολίζει τον αφιλοκερδή χαρακτήρα της κοινωνικής λειτουργίας του βραβευμένου.
Πηγή:briefingnews.gr

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΑΡΑ ΜΑΡΑ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ
Παιδικό μιούζικαλ

Χτες απολαύσαμε στο Δημοτικό Θέατρο του Δήμου Λατσιών το παιδικό μιούζικαλ "Άρα Μάρα Κουκουνάρα". Μπράβο στους συντελεστές του: τα νέα παιδιά- ηθοποιούς που ενσάρκωσαν τόσο όμορφα τους ρόλους τους, τον μαθητή μου Γιώργο Θεοφάνους για τη μουσική, την Αντιγόνη Τασουρή για τις ευπρεπείς χορογραφίες και τον πνευματικό αδελφό μου Γιώργο Τσιάκκα για το προσεγμένο κείμενο και τη σκηνοθεσία, με τα πολλά μηνύματα που εξέπεμπε, μηνύματα διαχρονικά μα τόσο επίκαιρα, όπως Αγάπη, πίστη στον Θεό, ελπίδα, υπομονή, προσευχή... Μου άρεσε, επίσης, και η σύνδεση με επίκαιρα τηλεοπτικά προγράμματα, όπως το "Πάμε Πακέτο" ή η εκπομπή στην οποία κριτής, και μάλιστα αυστηρός, είναι ο Γιώργος Θεοφάνους.

Να είναι όλοι ευλογημένοι,γιατί σε δύσκολους καιρούς δίνουν κουράγιο και ελπίδα σε παιδιά και μεγάλους. Εξάλλου, πάντοτε σε καιρούς κρίσης η τέχνη και ο πολιτισμούς έχουν μεγάλη άνθηση. Ίσως είναι μια ανάγκη της ψυχής να βρει διέξοδα. Τρανό παράδειγμα η περίοδος της Κατοχής στην Αθήνα, όπου οι επιθεωρήσεις άφησαν εποχή και ξεσήκωναν τον κόσμο.

Ομολογώ ότι από πέρσι που ο Αντρέας πήγε στο Γυμνάσιο, δεν πήγαμε στην Αθήνα για να δούμε παιδικές θεατρικές παραστάσεις, όπως της κ. Κάρμεν Ρουγγέρη, του Εθνικού, του Θεάτρου Τέχνης κ.ά., αλλά η παράσταση αυτή δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τις Αθηναικές. Ήταν μια παράσταση εφάμιλλή τους, και μάλιστα πολύ ανώτερη σε μηνύματα.

Περιμένουμε συνέχεια, γιατί, όπως είπε και ο Κώστας Γεωργοσόπουλος, ο γνωστός Κώστας Μύρης: "Μόνο τον πολιτισμό μας έχουμε να αντιτάξουμε στις δυνάμεις της βίας και του σκότους".

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Πώς λειτουργεί ο πνευματικός νόμος


Τον Γέροντα Εφραίμ τον προπηλάκισαν, τον λοιδώρησαν, τον γιουχάισαν, τον εξευτέλισαν, νομίζουν... Κούνια που τους κούναγε. Πού είναι όλοι αυτοί οι Πασόκοι και οι πάσης φύσεως προοδευτικοί τάχα μου, που έπνεαν μένεα και ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι; Πού είναι αυτοί που ανέχονταν να διασύρεται ένας άνθρωπος της Εκκλησίας στο αμαρτωλό καρναβάλι της Πάτρας; Θα σας πω εγώ πού είναι. Χάθηκαν. Και ο Γιωργάκης Παπανδρέου και ο άσχετος Πεταλωτής και όλοι όσοι έκτισαν κίβδηλες καριέρες στη ράχη ενός Ηγουμένου. Ο πολύς και μέγας Τσοχατζόπουλος, που στα χαρτιά του βρήκαν οι αστυνομικοί και ένα σημείωμα που έλεγε: "Φυλακίστε τον παπά", εννοώντας τον Γέροντα Εφραίμ, σύρθηκε ο ίδιος στη φυλακή και παρέσυρε και την οικογένειά του. Αυτός, όμως, δεν έχει τη δύναμη της πίστης που έχει ο Γέροντας, κι έτσι υποφέρει. Ο Θεός να τον βοηθήσει να αντέξει.

Δυο δημοσιογράφοι του Άλφα Ελλάδας που ανέλαβαν εργολαβικά να καθυβρίζουν και να απαξιώνουν τον Γέροντά μας, πριν από λίγο καιρό που ο
Γέροντας βρισκόταν στην Αθήνα, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν συγγνώμη, γιατί κατάλαβαν ότι όσα τους έβαζε το μεγάλο αφεντικό τους να λένε, τους οδήγησαν σε μεγάλα κακά.

Μην πω και για άλλο δημοσιογράφο που πρωτοστατούσε σε ύβρεις κατά του Γέροντα, και τώρα ο Γέροντας ευλόγησε την οικογένειά του!

Υπάρχει, αγαπητοί μου, ο πνευματικός νόμος. Υπάρχει πάνω απ' όλους μας η Παναγία και οι Άγιοι. Αυτοί θα βοηθήσουν να ξεμπλέξει από όλες αυτές τις σκευωρίες και δολοπλοκίες ο Γέροντας. Έκαναν τόσες δίκες και δεν βρήκαν τίποτα. Και η τελευταία δίωξη ακυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο.

Εμείς που πιστεύουμε και βιώνουμε την αγάπη και τη μεγάλη βοήθεια που μας προσφέρει ο Γέροντας με την προσευχή του, είμαστε σίγουροι και δεν αγωνιούμε καθόλου για την τελική έκβαση των πραγμάτων. Η Παναγία μας, η Προστάτιδα του Αγίου Όρους, που επέτρεψε αυτή τη δοκιμασία στον Γέροντα, θα κάνει να λάμψει το φως της αλήθειας.

Η ΥΠΗΡΕΤΡΑ (του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)

Η ΥΠΗΡΕΤΡΑ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους… η δεκαοκταέτις κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της λέμβου του, περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη. Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζύ της δια δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεανίς εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν, περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας. Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους Χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι’ ο πατέρας μου!…
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο δια την εκκλησίαν.
Η δύστηνος Ουρανιώ δεν άντεσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου, κρυπτομένη εις το σκότος, προέβαλε δια της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθεί πρώτη και αφύπνιζε δια των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνήση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού δια να σταθή εις τους πόδας του.
Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ τής του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσα οικτιρμόνως τα σκότη της οδού, δια τους διαβάτας, και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει δια να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων. Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ, δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
― Πώς! κι’ ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;… εψιθύρισεν.
Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν είπει άλλοτε, και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαροφαλιά και τώ επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπε. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή εξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, τώρα τον Άη-Βασίλη κ.τ.λ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού ήτις εφούρνιζε με τα παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
― Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει… μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τσ’ Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα… Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
― Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
― Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.
- Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε…
― Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει, μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον, το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς. Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέττες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τώ έμενεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος. Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και τα κύματα:
― Πήγα δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μώ ’δωκαν, λέει, δύο σφάκελλα, να τα πάω στο ’Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι’ αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου».
Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε: και θα βγή η απόφαση». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ… Είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κι’ εγώ. Επήρα κι’ εγώ την ’πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τή έδιδε.
Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα!… και δεν έλεγενάλλον στίχον.
Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα… «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν… όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
Ο κουμπάρος-Σταθαρός ευχαριστηθείς, τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα… και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη. Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπαττάρη την λέμβον. Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα. Ομπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβον ως έγχελυς, είχε κι στήριγμα την ανατραπείσαν «Υπηρέτραν», την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τώ έμεινεν ακόμη. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς. Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα. Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσουν εις την ζωήν. Ο κυβερνήτηςδιέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα, εις τους οικείους του. Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς. Οι καλοί ναύταιηθέλησαν να τώ προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
― Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου!
Οι ναύται τώ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ. Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε, ανήγγειλεν, ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής. Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι’ ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Πανηγυρικά γιορτάστηκε και φέτος ο Άγιος Νικόλαος
στο Μετόχι της Μονής Βατοπαιδίου στο Πόρτο Λάγος

Β΄-Θεία Λειτουργία στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου, ανήμερα της γιορτής του.

Πρωί στη Θεία Λειτουργία. Πάλι πολύ μυσταγωγική ατμόσφαιρα, ιδανική για προσευχή και ένωση με τον Θεό. 

Το Μετόχι του Αγίου Νικολάου

Ο μεγάλος πεύκος στο κέντρο της αυλής

Στο βάθος διακρίνεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Παντάνασσας



Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Ο Γέροντας στο κήρυγμά του, ενώπιον πλήθους πιστών, μας μίλησε για τον Άγιο Νικόλαο και τον ασκητικό τρόπο ζωής του. Μάθαμε ότι και ο Άγιος Νικόλαος μπήκε στη φυλακή, γιατί δεν άντεξε τις παραξενιές του Άρειου που επέμενε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού και όχι Γιος του, και τον κτύπησε. Στη φυλακή πήγαν και τον είδαν ο Χριστός και η Παναγία, κρατώντας ο μεν Χριστός το Ευαγγέλιο και η Μητέρα του το ωμοφόριο. Γι’ αυτό και σε μια τοιχογραφία, στα αριστερά του Ιερού του Ναού του Αγίου Νικολάου, υπάρχει η αναπαράσταση αυτής της επίσκεψης.





Στη συνέχεια, ο Γέροντάς μας επικαλέστηκε την αυθεντία του Αγίου πια Πορφυρίου(θα γιορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου) και μας είπε: «Αν αγαπήσωμεν τον Χριστόν, θα αισθανόμαστε παράδεισο».

Επιπλέον, μας παρότρυνε να διαβάζουμε τους βίους των Αγίων για την προαγωγή μας, να τους αντιγράφουμε, να τους παρακαλούμε και να ζητούμε τις πρεσβείες τους, και να ετοιμαζόμαστε πάντοτε για το τέλος της ζωής που έρχεται, γιατί η ζωή είναι σύντομη, και αυτό είναι το μόνο σίγουρο, η μόνη βεβαιότητα που έχουμε.


Καταλήγοντας, ο Αρχιμανδρίτης Εφραίμ μάς τόνισε ότι ο Άγιος Νικόλαος σαν να είναι Θεός επί της γης. Είναι όχι μόνο προστάτης των ναυτικών και των θαλασσών αλλά και προστάτης των αδικουμένων και των αδίκως φυλακισθέντων τους οποίους απελευθερώνει.


Μετά τη Θεία Λειτουργία, ακολούθησαν τα μνημόσυνα, έξω, κάτω από τον μεγάλο πεύκο στο κέντρο της αυλής. Και πάλι αμέτρητοι άρτοι, που τους  κάνουν τσουρέκια, νηστίσιμα ασφαλώς.






Μας εντυπωσίασε ένα περίτεχνο κατασκεύασμα από ζαχαροπλαστείο με χρυσοκόλυβα.




Μετά την απόλυση, στρώθηκαν τραπέζια με ποικίλα αλμυρά και γλυκά για όλο τον κόσμο. Αβραμιαία φιλοξενία σε καιρούς χαλεπούς. Μακάρι να είναι καλά ο κόσμος της Θράκης που προσφέρει άφθονα στη Μονή, και έτοιμα από τα ζαχαροπλαστεία, αλλά πιο πολύ οι χρυσοχέρες νοικοκυρές που ετοιμάζουν με πολλή αγάπη και μεράκι πίτες όλων των ειδών,  σπανακόπιτες, κρεμμυδόπιτες, τυρόπιτες, μα και υπέροχα γλυκά, όλα νηστίσιμα.

Εμείς, μετά το κέρασμα, καθίσαμε στο Αρχονταρίκι για τον καφέ και το τσάι μας, αλλά και για να μιλήσουμε με τον Γέροντα, αφού είναι οι μόνες στιγμές που τον πετυχαίνουμε. Τις υπόλοιπες ώρες εξομολογεί, μαζί και με κάποιους μοναχούς, ακατάπαυστα, για να προλάβουν τις εκατοντάδες του κόσμου που συρρέουν για παρηγοριά και παραμυθία.

Σε αυτές, λοιπόν, τις στιγμές της χαλάρωσης, όπου γεμίζει το Αρχονταρίκι από ανθρώπους που υπεραγαπούν τον Γέροντα, ακούμε και όμορφα λόγια, ψυχωφελή, μαζί με το απαραίτητο γλυκό και το λικέρ που προσφέρουν για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου. Και τότε μας είπε την ιστορία, την αληθινή ιστορία του μ. Γέροντά τους του Ιωσήφ του Βατοπαιδινού, όπως ο ίδιος τούς τη διηγείτο. Όταν έφτασε από την Κύπρο στον Πειραιά, για να πάει για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος, υπήρχε ένα πλοίο που πήγαινε προς τη  Θεσσαλονίκη, αλλά αυτόν και κάποιον άλλον δεν τους άφηναν να περάσουν για να μπουν στο πλοίο, επειδή τάχα μου ήταν Άγγλοι υπήκοοι, ενώ άλλους Κύπριους τους άφησαν να περάσουν. Σε διαμαρτυρία τους γιατί αυτή η διάκριση, δεν έπαιρναν απάντηση. Επέμεναν αλλά μάταια. Λυπήθηκαν, βέβαια, αφάνταστα, γιατί έπρεπε να περιμένουν άλλη μια βδομάδα τουλάχιστον για να ταξιδέψουν, με συνέπεια να κάνουν έξοδα που το πενιχρό βαλάντιό τους δεν θα μπορούσε να αντέξει.
Την άλλη μέρα ακούστηκε ότι το καράβι με το οποίο θα ταξίδευαν βυθίστηκε αύτανδρο ανοικτά του Βόλου. Τότε, ο Γέροντας Ιωσήφ, νεαρός τότε, δόξαζε τον Θεό, γιατί τους προφύλαξε. Και καταλήγει ο Γέροντας Εφραίμ: «Γι’ αυτό πάντοτε ο Γέροντάς μας, μάς έλεγε: μην πιέζετε ποτέ τα πράγματα. Μια πόρτα που δεν ανοίγει, μην την πιέζετε. Ξέρει ο Θεός γιατί δεν την ανοίγει».

Το βράδυ, μετά τον Εσπερινό και το Απόδειπνο, στις 9:30 μ.μ. ξεκίνησε η Αγρυπνία. Χόρτασε η ψυχή μας από το θείο νέκταρ της βυζαντινής υμνολογίας. Μεταρσιωθήκαμε σε άλλους κόσμους. Ημέρεψε και γλύκανε πιο πολύ η καρδιά μας. Να είναι ευλογημένοι οι μοναχοί που μας σεριάνισαν με τις γλυκόλαλες μελωδίες τους στον ουρανό!
Ο Γέροντας με τις κατά σάρκαν αδελφές του, Νίκη και πρεσβυτέρα Χρυστάλλα,
μαζί με φίλες τους
Ο Γέροντας εξομολογούσε συνεχώς μέχρι τις 12:30 μετά τα μεσάνυκτα, λίγο πριν κοινωνήσουμε. Εμένα με εξομολόγησε προτελευταία. Δεν χρειάζεται να ομολογήσω τη χαρά και την αγαλλίασή μας μετά τη Θεία Κοινωνία.
Μαζί με τον μαθητή μου π. Μάξιμο
Μετά την αγρυπνία, στις 1:30 μ.μ. καθίσαμε και πάλι στο Αρχονταρίκι για κέρασμα και ζεστό τσάι. Πάλι νέα κεραστικά, πλούσια τα ελέη σου! Κι ο Γέροντας να παροτρύνει όλους να φάνε, ενώ ο ίδιος τρώει ελάχιστα. Τούτη την ώρα ήταν στα μεγάλα του κέφια. Μέχρι που παρακάλεσε τη φίλη μου, την κ. Κοραλία Χατζηπιερή, καλλίφωνη ψάλτρια, να μας τραγουδήσει το τραγούδι « Καρτερούμεν μέραν-νύχταν», η οποία άλλο που δεν ήθελε.

Αναντίλεκτα, γελάσαμε με την ψυχή μας. Σαν δεκαοκτάχρονα, τότε που ήμασταν στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου,  και μας έλεγε αστεία ο κ. Κάππας, ο αγαπημένος μας Γυμνασιάρχης, κυρίως του Γέροντα!  Ήταν «το αποχαιρετιστήριο πάρτι», τρόπον τινά, και ήθελε να μας ευχαριστήσει διπλά, γιατί ο Γέροντας πάντοτε φροντίζει για όλους μας να είμαστε καλά. Το ίδιο πρωί στις 7 μ.μ. θα αναχωρούσαμε για το αεροδρόμιο, ενώ ο Γέροντας θα συνέχιζε την εξομολόγηση με Ρώσους, που θα έρχονταν με ένα λεωφορείο το πρωί, ειδικά για να τον δουν, πριν φύγει για το Άγιο Όρος.


Ενώ ετοιμαζόμασταν με βαριά καρδιά να τον αποχαιρετήσουμε, κατέφθασε ένα λεωφορείο με καθηγητές και φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, οι οποίοι σκέφτηκαν να σταματήσουν καθοδόν για την Πόλη, για να πάρουν την ευχή του. Πάλι νέα κεράσματα. Αναχωρώντας οι νέοι επισκέπτες, φύγαμε κι εμείς, κι ο Γέροντας ήρθε μαζί μας έξω μέχρι το λεωφορείο για να μας κατευοδώσει και να μας δώσει την ευχή του.


Η χαρά μας ήταν ανεκλάλητη που τον είδαμε και βιώσαμε την απέραντη αγάπη και τη μεγαλοθυμία του, μα λυπηθήκαμε που φεύγαμε. Μόνο όποιος έχει ζήσει μέσα σε τέτοια αποθέματα αγάπης , αλτρουισμού, αυταπάρνησης, θυσίας και προσφοράς, μπορεί να καταλάβει πώς νιώθαμε τις επόμενες ημέρες. Ευλογημένοι! Πλέαμε σε πελάγη αγαλλίασης! Ηρέμησε το είναι μας. Γαλήνεψε η ψυχή μας. Ευφράνθηκε η καρδιά μας! Αγαπούσαμε όλο τον κόσμο. Γιατί η αγάπη είναι μεταδοτική.


Επιλογικά, ήταν ένα από τα καλύτερα ταξίδια της ζωής μου, γιατί ήταν ένα προσκύνημα μοναδικό! Μακάρι ο Θεός να μας αξιώσει να πηγαίνουμε συχνά, και να παίρνουμε κι άλλους φίλους και φίλες για να ωφελούνται και αυτοί πνευματικά, μέσα σε αυτή την εποχή της πνευματικής και ηθικής ένδειας.










Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013


Πανηγυρικά γιορτάστηκε και φέτος ο Άγιος Νικόλαος
στο Μετόχι της Μονής Βατοπαιδίου στο Πόρτο Λάγος
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου,MSc
Α! - Κατανυκτικός Εσπερινός




Έχω πάει κάποιες φορές στο Μετόχι της Μονής Βατοπαιδίου στο Πόρτο Λάγος, στη Λίμνη Βιστωνίδα, αλλά πάντα Δεκαπενταύγουστο. 












Tέτοια εποχή, δεν μπορούσα όλα αυτά τα χρόνια λόγω εργασίας να πάω, κι έτσι φέτος είχα την ευλογία να παρευρεθώ στον Πανηγυρικό Εσπερινό και στη Θεία Λειτουργία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.





Ο Αρχιμανδρίτης Εφραίμ




Γέμισε η ψυχή μας από κατάνυξη, και οι όποιες πληγές της ένιωσαν το βάλσαμο της παρηγοριάς και της παραμυθίας από τα λόγια του Γέροντά μας, του Καθηγουμένου Εφραίμ Βατοπαιδινού. Βιώσαμε μια μυσταγωγία.












Το είναι μας όλο μέθυσε από τις αγιορίτικες ψαλμωδίες των καλλικέλαδων μοναχών της Μονής, του π. Γεωργίου, του π. Μάξιμου, του π. Αγάπιου, του π. Τιμόθεου κ.ά. 




Ο συμμαθητής μου Γέροντας Εφραίμ και ο μαθητής μου 
π. Μάξιμος




 Ως φιλόλογος κάποιων από αυτούς τους μοναχούς ένιωσα μεγάλη συγκίνηση αλλά και αγαλλίαση. Ήταν μια πραγματική πνευματική πανδαισία.



Πλήθος πιστών συνέρρευσε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου από την Ξάνθη, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, την Αθήνα και ασφαλώς και από την Κύπρο.
Η πολύ καλή μου φίλη κ. Κοραλλία Χατζηπιερή, η πρώτη μαθήτρια της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής του μ. Θεόδουλου Καλλίνικου, Άρχοντος Πρωτοψάλτη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, εκ Λευκονοίκου ορμωμένου.
Η άνευ ορίων αγάπη του Γέροντά μας






Ο Γέροντας Εφραίμ απευθύνει λόγον προς το πολυπληθές εκκλησίασμα


Μετά τον Κατανυκτικό Εσπερινό του Αγίου Νικολάου, ακολούθησε η καθιερωμένη λιτανεία της εικόνας του Αγίου και η Αρτοκλασία, κάτω από τον μεγάλο πεύκο, έξω από την εκκλησία, με εκατοντάδες κεριά αναμμένα μέσα στην παγωμένη νύκτα του Δεκεμβρίου.
Διακρίνεται ο πατήρ Γεώργιος
 
Ο Γέροντας μαζί με τον Αστυνόμο κ. Χρίστο Μαστοραστέργιο
Ο μαθητής μου πατήρ Τιμόθεος με ιερείς της Ξάνθης









Ο Γέροντάς μας με ιερείς της Ξάνθης και με τον Αστυνόμο της περιοχής,
στο Αρχονταρίκι, όπου μας κέρασαν και μας απήθυνε λόγια αγάπης.


Ο Γέροντας σε στιγμές χαλάρωσης


Σε όλους τους παρευρισκόμενους φίλους της Μονής Βατοπαιδίου, ο Γέροντας Εφραίμ χάρισε το Ημερολόγιο του 2014, «αφιερωμένο στη βατοπαιδινή προσωπογραφία. Ενδεικτικά αναφέρονται προσωπικότητες λογίων και αγίων μοναχών που έζησαν εντός Μονής ή σε εξαρτήματα της Μονής ή που είχαν σχέση με τη Μονή λόγω της Αθωνιάδας Ακαδημίας, από τον 12ο αιώνα ως και τον 20ο αιώνα».
Η κατά σάρκα αδελφή του Γέροντα κ. Νίκη Χρίστου, καθηγήτρια Θεολογίας.
Οι αδελφές του Γέροντα Εφραίμ, η κ. Νίκη Χρίστου και η κ. Χρυστάλλα Στεφάνου, πρεσβυτέρα, μαζί με τους φίλους τους κ. Ελένη και κ. Δημήτρη από την Κομοτηνή.