Εθνική Οργάνωση
Κυπρίων: 26Ιανουαρίου1930
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Η Κύπρος μας! Ένα νησί
στην άκρη της Μεσόγειος. Στην ανατολική εσχατιά της. Ένα πέτρινο καράβι που
πορεύεται τη χρυσή μοίρα του ήλιου.
Πατρίδα μας η Ελλάδα! Ένα
άσπρο τρεχαντήρι ελληνικό ταξίδεψε στο Αιγαίο κι έφερε στο νησί τον Αγαπήνορα,
τον Πράξανδρο, τον Τεύκρο. Μαγιά ήταν τούτα τα παλληκάρια! Κι από τότε η πυξίδα
της καρδιάς μας δείχνει προς τη γαλάζια πατρίδα!
Πόθος και καημός αγιάτρευτος
η ένωση με τη Μάνα Ελλάδα! Το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον. Σε
όλους τους αγώνες του έθνους πάντοτε οι Έλληνες της Κύπρου έδιναν το παρόν τους,
προσμένοντας ότι θα έρθει και η δική τους σειρά να ενσωματωθούν στον εθνικό
κορμό.
Κοιμόντουσαν κι έβλεπαν
όνειρο τη λευτεριά τους. Ξυπνούσαν και την οραματίζονταν. Η ένωση έγινε η πιο
προσφιλής λέξη. Την έγραφαν στα τετράδιά τους, στους τοίχους, στον αέρα που
ανέπνεαν! Οι ενωτικές αξιώσεις ξεκίνησαν από τις 6 Δεκεμβρίου του 1821, πέντε
μήνες μετά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου, όταν ο επίσκοπος Τριμιθούντος
Σπυρίδων μαζί με προκρίτους του νησιού κυκλοφόρησαν στο Παρίσι διακήρυξη για
την απελευθέρωση της Κύπρου, ταυτίζοντας τη μοίρα της Κύπρου με εκείνη της
Ελλάδας.
Οι Τούρκοι για να
καταπνίξουν τους πόθους των Κυπρίων, το 1827 καταφεύγουν στην προσφιλή τους
μέθοδο της σφαγής, ενώ ένα χρόνο αργότερα, στις 19 Αυγούστου του 1828, ο
Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, με
επιστολή τους προς τον Πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, του
οποίου η μητέρα καταγόταν από το νησί μας, ζητούν την ένωση της Κύπρου με την
Ελλάδα!
Το 1878 την Τουρκοκρατία
διαδέχεται η Αγγλοκρατία. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου ήταν σημαντική για τα
συμφέροντα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με τη Συνθήκη
του Αγίου Στεφάνου η Τουρκία παραχωρεί την Κύπρο στην Αγγλία με ενοίκιο. Στις
28 Ιούνη 1878 κατέπλευσε στον όρμο της Λεμεσού το πρώτο αγγλικό πολεμικό πλοίο,
το "Παλλάς",
από το οποίο αποβιβάστηκε μονάδα πεζοναυτών που παρέλαβε από την τουρκική
φρουρά το κάστρο της πόλης. Η τουρκική σημαία υπεστάλη ύστερα από 307 χρόνια
και στη θέση της υψώθηκε η αγγλική.
Οι Έλληνες της Κύπρου
είδαν αυτή την αλλαγή με αισθήματα ικανοποίησης, γιατί τον οθωμανό κυρίαρχο
αντικαθιστούσε χριστιανός ο οποίος πίστευαν ότι θα τους ικανοποιούσε το αίτημά
τους για ένωση με τη Μάνα Ελλάδα, όπως φαίνεται και από το καλωσόρισμα του
Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού: «… Αποδεχόμεθα
την αλλαγήν της κυβερνήσεως καθ' όσον πιστεύομεν ότι η Βρετανία θα βοηθήσει την
Κύπρον, όπως έπραξε και με τας νήσους του Ιονίου πελάγους, ίνα ενωθεί μετά της
μητρός Ελλάδος μετά της οποίας φυσικώς συνδέεται...».
Βασικός στόχος, λοιπόν,
των Κυπρίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στην αρχή δειλά, με υποβολή
υπομνημάτων και αποστολή αντιπροσωπειών στο Λονδίνο. Ύστερα, συνέχισαν με
συλλαλητήρια και διαδηλώσεις σε όλη την Κύπρο. Οι Κύπριοι αξιώνουν ένωση και
απαντούν στον Κάρολο Λουζινιάν: «Είμεθα
γνήσιοι Έλληνες και έχομεν μόνον μίαν επιθυμίαν, την μοναδικήν γλυκείαν και
παρήγορον ελπίδα της ενώσεώς μας μετά της μητρός πατρίδος».
Το 1885 γίνονται
συλλαλητήρια στη Λεμεσό και αλλού, γιατί οι Άγγλοι έδειξαν απρέπεια κατά την
περιφορά του Επιταφίου, ενώ το 1907, όταν επισκέπτεται το νησί ο Γουίνστον
Τσώρτσιλ, τότε υφυπουργός αποικιών, δηλώνει: «Φυσικό ο λαός να αποβλέπει στην ένωση».
Το 1913 οι Άγγλοι
προτείνουν ένωση της Κύπρου με όρο την παραχώρηση ναυτικής βάσης στο Αργοστόλι.
Το 1914, προσαρτούν την
Κύπρο στη Βρετανική Αυτοκρατορία στους απόηχους των προσδοκιών του λαού για
ένωση με την Ελλάδα.
Το 1915, οι Άγγλοι,
προσπαθώντας να καταστείλουν τις ενωτικές αξιώσεις των Κυπρίων, απαγορεύουν τον
Εθνικό Ύμνο, την ύψωση ελληνικών σημαιών και την επίδειξη ελληνικών παρασήμων.
Την ίδια χρονιά, στις 18 Οκτωβρίου, η
κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε την προσφορά του Λονδίνου, επί
πρωθυπουργίας Λόυδ Τζιώρτζ, το οποίο πρόσφερε την Κύπρο στην Ελλάδα, με
αντάλλαγμα να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να κατέλθει στον πόλεμο με τους
συμμάχους. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Β΄ εκφράζει ευγνωμοσύνη για την πρόταση
στον κυβερνήτη Σερ Τ. Ε. Κλώζον.
Το 1917, ο Ελευθέριος Βενιζέλος
επισκέπτεται το Λονδίνο, και οι ελπίδες των Κυπρίων αναζωπυρώνονται.
Τηλεγραφήματα και υπομνήματα μετέφεραν το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου στον
πρωθυπουργό της Ελλάδας, να μεριμνήσει και για την εθνική αποκατάσταση του
νησιού τους.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε για το
Λονδίνο μια ακόμη κυπριακή αποστολή, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ'
και με όλους τους Έλληνες βουλευτές του νησιού. Το ταξίδι της πρεσβείας, όπως
το ονόμασαν, κράτησε δύο χρόνια (1918-1920) και περιλάμβανε και το Παρίσι, όπου
συνερχόταν η Διάσκεψη Ειρήνης.
Στο περιθώριό της, οι Ελληνοκύπριοι
εκπρόσωποι είχαν συναντήσεις και συνομιλίες με τον Βενιζέλο, ο οποίος και
ανακοίνωσε τελικά (Αύγουστος 1920) στην πρεσβεία των Κυπρίων, την οριστική
απόφαση του Λονδίνου να μην παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Το ίδιο
ανακοίνωσε και επίσημα το αρμόδιο υπουργείο Αποικιών, στις 26 Οκτωβρίου 1920.
Κύπριοι εθελοντές δεν
πολέμησαν μόνο κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, αλλά και
το 1919 έσπευσαν στη Μικρασία με σύνθημα την ένωση.
Στο μεταξύ, από το 1920, η αγγλική
διοίκηση είχε αρχίσει να παίρνει δυναμικά μέτρα ενάντια στους πρωτεργάτες της
ενωτικής κίνησης. Έτσι, το 1921 απέλασε από την Κύπρο, με εντολή του ύπατου
αρμοστή Στίβενσον, τον δυναμικό αγωνιστή Νικόλαο Καταλάνο, καθηγητή των
Μαθηματικών, και τον συγγραφέα και ιστορικό Φίλιο Ζαννέτο, ο οποίος ήταν
δήμαρχος Λάρνακας και βουλευτής.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε
από όλα τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο. Δύο χρόνια αργότερα (1η Μάη 1925) η
Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο αποικία του
στέμματος, ενέργεια που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από την
πλευρά, κυρίως των Ελλήνων του νησιού.
Νέα πρεσβεία υποβάλλει το
1925 το αίτημα της ένωσης στο Λονδίνο, αλλά ο Υπουργός Αποικιών Έιμερυ δηλώνει
ότι το θέμα έληξε: «:... Οφείλετε να εννοήσετε σαφώς,
όπως σας υπεδείχθη πολλές φορές, ότι το ζήτημα της ενώσεως είναι οριστικά
κλειστό και δεν είναι δυνατόν ν' ανακινηθεί ξανά...».
Στη συνέχεια,
το 1928, οι Κύπριοι εκφράζουν την αντίθεσή τους στους εορτασμούς των
πενηντάχρονων της αγγλικής κατοχής, ενώ το 1929 οι Άγγλοι απαντούν με τη λήψη
δικτατορικών μέτρων, απαγορεύουν την αντιαγγλική δράση και, ταυτόχρονα, αποφασίζεται
ο διορισμός των δασκάλων από τον κυβερνήτη.
Τα
καταπιεστικά μέτρα συνεχίζονται. Οι Άγγλοι παρεμβάλλουν δυσκολίες στην έκδοση
εφημερίδων. Η αντίδραση του λαού γίνεται όλο και πιο έντονη. Στις 26 Ιανουαρίου
πραγματοποιείται στην Αρχιεπισκοπή μεγάλη συνέλευση η οποία αποφασίζει την
ίδρυση της ΕΟΚ, της Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου, με σκοπό την ένωση!
Την ηγεσία της Ε.Ο.Κ. αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος, τα
μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο ηγούμενος Κύκκου, αντιπρόσωποι των άλλων μοναστηριών,
οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές και άλλοι παράγοντες. Η οργάνωση ίδρυσε και
γραφείο διαφώτισης στο Λονδίνο.
Στις 25 Μαρτίου οργάνωσε σε όλο το νησί
εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης, κατά τις οποίες σχετικά ψηφίσματα υπογράφτηκαν από
τον λαό και στάλθηκαν στο Λονδίνο. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου, εκλέχτηκαν
βουλευτές όλοι, όσοι είχαν βάλει υποψηφιότητα με το σύνθημα ένωσις και μόνον
ένωσις.
Τον Οκτώβριο του 1931 και με αφορμή την
επιβολή δασμολογικού νόμου, εκδηλώθηκε το
κίνημα των Οκτωβριανών που έφτασε μέχρι και την πυρπόληση του κυβερνείου.
Τελικά, το κίνημα καταπνίγηκε, οι
Έλληνες κήδευσαν τους νεκρούς τους, και αναγκάστηκαν να επωμιστούν ένα μεγάλο
οικονομικό βάρος που αντιπροσώπευε τις υλικές ζημιές.
Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του
κινήματος εξορίστηκαν και ανάμεσά τους οι μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς
και Κυρήνειας Μακάριος, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β'.
Η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή σκληρά
έκτακτα μέτρα που ισοδυναμούσαν με επιβολή στυγνού δικτατορικού καθεστώτος και
που συνεχίστηκαν μέχρι και την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η περίοδος
αυτή έμεινε γνωστή σαν Παλμεροκρατία
από το όνομα του κυβερνήτη Πάλμερ.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής η
κυβέρνηση του Βενιζέλου βρέθηκε σε δύσκολη θέση έναντι της Μ. Βρετανίας, λόγω
της ανάμειξης του προξένου της Ελλάδας στην Κύπρο Αλέξη Κύρου, που ήταν
κυπριακής καταγωγής και φανατικός ενωτικός. Με υπερεπείγον τηλεγράφημα ανεκλήθη
αμέσως στην Αθήνα από τον Βενιζέλο στις 22 Οκτωβρίου 1931, ενώ ο ίδιος ο
πρωθυπουργός δήλωνε ότι η κυβέρνησή του
είχε δεχθεί ράπισμα σημαντικόν.
Η στάση αυτή του Βενιζέλου που
αποδοκίμασε τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην Κύπρο, προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις
τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Ο ίδιος δήλωσε ότι η κατάσταση στην Κύπρο
ήταν αποκλειστικά εσωτερική υπόθεση της Μεγάλης Βρετανίας.
Το κίνημα του 1931 είχε απήχηση και σε
άλλες χώρες του κόσμου, όπου υπήρχαν ακμάζουσες ελληνικές παροικίες, όπως στην
Αίγυπτο. Εκεί, λόγω των εκδηλώσεων που έγιναν, οι Άγγλοι θορυβήθηκαν και
άσκησαν πιέσεις για περιορισμό ενεργειών, όπως η διεξαγωγή εράνου και η
αποστολή χρημάτων στην Κύπρο ή αξίωσαν να ματαιωθούν μνημόσυνα για τους νεκρούς
της εξέγερσης.
Όλα αυτά τα χρόνια της Παλμεροκρατίας
στην Κύπρο ουσιαστικά δεν υπήρχε ηγεσία. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου
Κυρίλλου Γ΄ το 1933, έμεινε τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου ο
Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, στον οποίο επέβαλαν αυστηρούς περιορισμούς και έσυραν
πολλές φορές στα δικαστήρια. Παράλληλα, απαγορευόταν η λειτουργία κομμάτων, κι
έτσι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου πέρασε στην παρανομία.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην με την έναρξη
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός με την είσοδο της
Ελλάδας στον πόλεμο που τα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους και ξεδίπλωσαν τις
ελληνικές σημαίες που τόσα χρόνια ήταν απαγορευμένες.
Οι Άγγλοι κάλεσαν τους Έλληνες της
Κύπρου να καταταγούν στον αγγλικό στρατό και να πολεμήσουν «για την Ελλάδα και την ελευθερία». Πάνω
από 30,000 Κύπριοι πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής
και της Βόρειας Αφρικής.
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1946, ο
Μητροπολίτης Λεόντιος πήγε στο Λονδίνο για να θυμίσει στους συμμάχους μας τις
υποσχέσεις τους και να ζητήσει ξανά την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όμως, «οι φίλοι του άλλου πολέμου», ξέχασαν
τις υποσχέσεις τους, γιατί «καθένας
χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει τον βραχνά των άλλων».
Τότε, ακριβώς, συνειδητοποίησε κι ο
σεπτός ιεράρχης ότι τη γνώμη των δυνατών κανείς δεν μπορεί να την αλλάξει και
οι μικροί λαοί δεν ακούονται από τους μεγάλους, γιατί στις διεθνείς σχέσεις
κυριαρχεί η αρπαγή, ο δόλος, η ιδιοτέλεια, «το στέγνωμα της αγάπης».
Ο Μητροπολίτης Λεόντιος, λίγες μόνο
μέρες μετά την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, πέθανε στις 26 Ιουλίου
1947, χωρίς να λειτουργήσει ούτε μια φορά ως Αρχιεπίσκοπος, και τον διαδέχθηκε ο Μητροπολίτης Κυρηνείας
Μακάριος, ο οποίος επέστρεψε από την εξορία. Τότε, η εθναρχούσα εκκλησία
αναδιοργανώθηκε και στελεχώθηκε: Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος ο Β΄, Μητροπολίτης
Πάφου ο Κλεόπας, Κιτίου ο Μακάριος και Κυρηνείας ο Κυπριανός.
Ακολουθώντας η εθναρχούσα εκκλησία τον
ανένδοτο ενωτικό αγώνα, αποφάσισε στις 15
Ιανουαρίου του 1950 να διενεργήσει δημοψήφισμα για την Ένωση. Τα
αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ψήφισε το 96% του λαού, 215,108 και από αυτούς
μόνο 5 άτομα ψήφισαν εναντίον της ένωσης.
Η ιδέα του Δημοψηφίσματος οφείλεται
στον καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριο Βεζανή, και
την μετέφερε στην Κύπρο ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος.