Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Παρουσίαση Βιβλίου


Ευρυδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου
«Ως αληθώς»
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΑΣ ΜΑΝΤΟΛΕΣ
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2014
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc


«Ως αληθώς» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος της αγαπημένης μου φίλης Ευριδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου, γνωστής ποιήτριας και θεατρικής συγγραφέως. Ο τίτλος παραπέμπει στον Αρχαγγελικό Ύμνο του Άξιον Εστίν: «Άξιον Εστίν
μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν!»
Αυτό το «Ως Αληθώς» είναι η αλήθεια για τη ζωή της Χαρίτας Μάντολες, της γυναίκας-θρύλος, της γυναίκας που έγινε σύμβολο αγωνιστικότητας, καρτερίας, υπομονής, επιμονής, αποφασιστικότητας, παρρησίας, ευπρέπειας, και εθνικής περηφάνιας.

Αυτό το «Ως Αληθώς» με την παραστατικότητα και τον ρεαλισμό του που γίνεται νατουραλισμός, είναι ένα μαχαίρι που μπήγεται στην καρδιά και τη ματώνει. Ομολογώ ότι διάβαζα κι έκλαιγα, πονούσα για τούτα τα αθώα πλάσματα που βίωσαν τον παραλογισμό του πολέμου, που γίνηκαν ο κυματοθραύστης για να ξεσπάσουν πάνω τους οι ανήκουστες θηριωδίες και κτηνωδίες των εισβολέων.
Ταυτόχρονα, διαβάζοντας και κλαίγοντας, κάποιες στιγμές με δάκρυα κι άλλοτε με ένα κλάμα βουβό, σαν αρχαία ελεγεία, ένιωθα τόσο ανάξια μπροστά στα μύρια δεινά που πέρασαν αυτές οι οικογένειες που έτυχε να βρεθούν στον δρόμο των θηρίων, των μαυριδερών απαίσιων σατανάδων που εκδικήθηκαν στα πρόσωπά τους όλο τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία μας.

Ένιωθα ανάξια, γιατί όλοι εμείς οι πρόσφυγες που απλώς φύγαμε από τους τόπους μας, μεμψιμοιρούμε για τα σπίτια και το βιος μας που χάσαμε, ενώ αυτοί οι άνθρωποι βίωσαν την κόλαση. Είναι ντροπή και να τα αναφέρουμε, μπροστά στο δράμα που βίωσαν αυτές οι υπάρξεις, γιατί είχαν την ατυχία να ζουν εκεί που ξέβρασε η θάλασσα της Κερύνειας τα τέρατα της Ανατολής που ήρθαν να διαγουμίσουν τον τόπο μας και να διαλύσουν τις ζωές των ανθρώπων.
Προσκυνώ το δράμα τους και το ψυχικό σθένος, την αρχοντιά, την αξιοπρέπεια με την οποία διάβηκαν τούτη την δύσκολη στράτα, μετά τη λαίλαπα, το τσουνάμι που παρέσυρε στο διάβα του ζωές, αγάπες, συναισθήματα, χρώματα, βιώματα, όνειρα, συνήθειες, μυρωδιές, εστίες και προγονικούς τόπους.

Το μυθιστόρημα ξεκινά στη μέση των πραγμάτων, In medias res, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τη σφαγή, τη μέρα που η Χαρίτα Μάντολες, στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία, «πενθηφορούσα, με περηφάνια ιδιόγραφη», με «θλίψη αρχοντική», καταθέτει στεφάνι στους μαρτυρικούς νεκρούς της, τους δώδεκα αδικοσκοτωμένους από το χωριό Ελιά της Κερύνειας, «που ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA και ενταφιάζονταν σήμερα και τα τελευταία μικρά-μικρά εναπομείναντα, μετά τις κηδείες, ακήδευτα λείψανα».
Η συγγραφέας διαζωγραφίζει με αγάπη περισσή μα και με ποιητικότητα και λυρισμό τη ζωή της οικογένειας της Χαρίτας, κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν από τα χρόνια του επικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, όπου ο πατέρας Νεόφυτος είπε στη μάνα Ειρήνη: «Χρωστούμε στον τόπο μας, Ειρηνού, τζιαι πρέπει να τον ξηχρεώσουμε».

Μέσα από την αφήγηση περνούν η ιστορία, ήθη και έθιμα του τόπου μας, τα φαγητά, τα γλυκά, τα λουλούδια, η κυπριακή χλωρίδα, οι συνήθειες, οι δοξασίες, η ανείπωτη ομορφιά της επαρχίας της Κερύνειας, οι λεμονανθοί του Καραβά, οι παραλίες στην ακτογραμμή από την Κερύνεια ως τα Λιβερά, τα κέντρα, τα ξενοδοχεία, οι εκκλησιές και τα ξωκλήσια, στιγμές από την ιστορία του Καραβά και της Λαπήθου, όπως η άφιξη του Κανάρη στο ακρογιάλι της Ασπρόβρυσης, τα αρχοντικά της Κερύνειας, και πολλά άλλα.
Η Χαρίτα σε ηλικία δώδεκα χρόνων χάνει τη μάνα της, και έτσι αναγκάζεται να ξεχάσει τα όνειρά της για να πάει στο Γυμνάσιο, αφού πρέπει να συντρέξει τα ορφανά της φαμίλιας της. Μαθαίνει ράψιμο και γίνεται μια πολύ καλή νοικοκυρά που ξέρει να πλάθει το ζυμάρι κατά το κέφι της. Πραγματικά, σε όλη τη ζωή της θα μοσχομυρίζει το σπίτι της, όπως και των αδελφών της, από τα παράγωγα του σιταριού.
Στη συνέχεια, περνά μέσα από την αφήγηση ο αρραβώνας και ο γάμος της με τον Αντρίκο Μάντολες, από την Αχερίτου, που ήταν  στρατιώτης και τη ζήτησε σε γάμο, θαμπωμένος από την ομορφιά της. Η ζωή όλης της οικογένειας του πατέρα Νεόφυτου είναι πολύ καλά τακτοποιημένη. Όλοι περνούν αγαπημένοι, με πειράγματα, αστεία, μουσική, διασκεδάσεις, χαίρονται τα παιδιά τους και ονειρεύονται το μέλλον τους.

Μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1974! Όλα άλλαξαν άρδην. Αλλόφρονες φεύγουν για να κρυφτούν. Στιγμή προς στιγμή περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα η τραγωδία που πέρασαν. Ο χειρότερος εφιάλτης για το ανθρώπινο ον. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη του Αττίλα σκότωσαν δώδεκα άντρες μπροστά στα γυναικόπαιδα που ούρλιαζαν και στρίγλιζαν από τον φόβο τους. Η Χαρίτα και άλλες δυο αδελφές της έχασαν τους άντρες τους, τον πατέρα τους, τον θείο, τον ξάδελφό τους…
Ακολουθεί όλη η περιπέτειά τους μέχρι που βρήκαν απάνεμο λιμάνι στον συνοικισμό του Αγίου Αθανασίου, τον συνοικισμό των οικογενειών των αγνοουμένων. Δουλειά σκληρή για τη Χαρίτα και τις αδελφές της που έμειναν προστάτες των ορφανών τους, τα οποία πρόκοψαν και σήμερα είναι πολύ καλά αποκατεστημένα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή η Χαρίτα είχε για οδηγό και συμπαραστάτη της την Παναγία και τους Αγίους στους ο ποίους έκανε γιορτές και πρόσφορα.

«Παναγιά μου, εσύ ξέρεις», της έλεγε και, ναι, ήξερε η Παναγιά, γιατί της τα έλεγε όλα, φόβους, ανησυχίες, αγωνίες και κείνο το μεγάλο της ευχαριστώ, που με αυτό τελείωνε πάντα την προσευχή που έβγαινε μέσα από την ψυχή της, το επανέλαβε δεκάδες φορές απανωτά, όπως και κάθε ημέρα.
«Σ’ ευχαριστώ, Άγιε Θεέ μου, για τα καλά που μερίμνησες να έχω» και εννοούσε πάντα τα παιδιά της που βγήκαν ζωντανά μέσα από κείνο το φονικό.
«Πώς να εξοφλήσω με ένα ευχαριστώ, Μεγαλόχαρή μου, που είσαι και φίλη και μάνα  και με παρηγοράς να αντέχω για ό,τι αγαπημένο είχα και έχασα. Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που μου έστειλες γρήγορα παιδιά και που πρόλαβε και χάρηκε ο Αντρίκος μου. Τόσο λίγο, μα έγινε πατέρας».
Η ζωή της Χαρίτας μοιράζεται ανάμεσα σε δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα, σε ανείπωτες δυσκολίες και στερήσεις, σε πορείες γυναικών, όπου διαλαλούσε το δίκιο της και απαιτούσε από όλους να της δώσουν απάντηση για τους αγαπημένους της, σε συλλαλητήρια και στη διαφώτιση των ξένων στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Η ζωή τους είναι πολύ διαφορετική από των άλλων, που σαν να «ήτανε από άλλη χώρα κι ο πόλεμος έγινε μονάχα για τους λίγους».
Οι γάμοι των παιδιών κύλησαν «με την έλλειψη του αγνοούμενου να φιλήσει στέφανα, να συνοδέψει γιους και κόρες στα σκαλιά της εκκλησίας, να παραδώσει το παιδί του ανάλογα σε γαμπρό ή νύφη, να σύρουν έναν χορό λεβέντικο, να πιουν στην υγειά του αντρόγυνου, να τραγουδήσουν
«φωνάξετε του τζύρη τους να’ ρτει να τους ηζώσει
τζιαι να τους δώσει την ευτσιήν τζιαι να τους παραδώσει…».

Όλα αυτά τα χρόνια περιμένουν τον πατέρα να γυρίσει. Μέχρι που άνοιξαν τα οδοφράγματα, και πήγε στην Κερύνεια.
«Μα τι ήταν τούτο το ανεξήγητο, λαχτάραγε να φτάσει στον τόπο του φονικού; «Ίσως, ίσως τους ξαναβρώ», ψιθύρισε κι άκουσε μονάχα η ίδια τη φωνή της.
Μόλις, όμως, αντίκρισε τη θάλασσα της Κερύνειας από ψηλά, της φάνηκε νεκροταφείο. Ένα πέλαγο ακύμαντο, ασάλευτο, γεμάτο νεκρούς και αίμα μαύρο, σκοτεινό, πηκτό, να επιπλέει πάνω από τα πτώματα, κι εκείνη σφάλισε τα μάτια να μη βλέπει, σφράγισε το στόμα να μη μιλά, σφίχτηκε, πείσμωσε, αμπαρώθηκε».
Σαν έφτασαν στο σπίτι της «Εδώ, εδώ, σταματάτε, τούτον, τούτον εν το σπίτι μας, γιε μου, το σπίτι μας, Θεέ μου, το σπίτι μας».
«Εκεί ακριβώς, στον τόπο όπου υπέδειξε η Χαρίτα, έσκαψαν οι μπουλτόζες και βρήκαν δώδεκα λείψανα».
Το μυθιστόρημα της Ευριδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου «Ως αληθώς», Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες, τελειώνει  με το σχήμα του Κύκλου, όπως άρχισε, από τον Τύμβο της Μακεδονίτισσας. Η συγγραφέας ως τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, παρακολουθεί την ηρωίδα της και τα άλλα πρόσωπα που την περιστοιχίζουν και παρουσιάζει ανάγλυφη την περιπέτεια που έζησαν με πολλή αμεσότητα, έγνοια, γλαφυρότητα, ζωντάνια, με κοφτό λόγο, σύντομο, λιτό, με ύφος ανεπιτήδευτο, με σεβασμό προς τα πρόσωπα και τον τόπο. Δεν παρουσιάζει μόνο τα συμβάντα και τα τοπία με ενάργεια και εικονοπλαστική μαεστρία, αλλά γνωρίζει και τις μύχιες σκέψεις τους, τα κινήματα του νου και της καρδιάς τους. Για πέντε χρόνια συνέλεγε τις ιστορίες και τις έδωσε με μυθιστορηματικό τρόπο.

Είναι ένα έργο αντιπολεμικό, που θα μείνει «κτήμα ες αεί», για να θυμίζει σε μας, μα και τις επόμενες γενιές, τη βαρβαρότητα του Αττίλα, τη δυστυχία και τις δυσκολίες που βίωσαν κάποιοι συμπατριώτες μας, όταν οι πιο  πολλοί «μπερδεύονταν μες στ’ αγαθά τους» και ξεχνούσαν ότι υπάρχει κατοχή και προσφυγιά και αγνοούμενοι. Είναι ένα έργο κατάθεση ψυχής! Της ψυχής της γυναίκας του αγνοούμενου, της Χαρίτας Μάντολες που έγινε το σύμβολο όλων των γυναικών των αγνοουμένων, αλλά και ολόκληρης της Κύπρου που ακόμα αιμορραγεί από την πληγή της που κακοφόρμισε για πάνω από σαράντα χρόνια.
Η Παναγία, όμως, και οι Άγιοι που τόσο πιστεύει η ηρωίδα δεν θα αφήσουν την Κύπρο να χαθεί. Η Κύπρος θα λυτρωθεί, γιατί αυτό επιβάλλει το δίκαιο και η αποκατάσταση της ηθικής τάξης που διασαλεύθηκε από την Ύβρη των κουβαλητών της Άγκυρας. Έσσεται ήμαρ!


Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Καλό παράδεισο, αδελφέ μας Σίμο Νησιώτη
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc

Έφυγε ο Σίμος μας. Ο αδελφός των φοιτητικών μας χρόνων, ο συνοδοιπόρος στα πετάγματα της ψυχής μας, ο μπροστάρης  των φοιτητικών αγώνων, ο πρόσχαρος, ο ευπροσήγορος, ο εκλεκτός φίλος, ο ανιδιοτελής, έντιμος, ακέραιος, ηθικός,  ο άνθρωπος με τη σπάνια καλοσύνη!
Έφυγε έτσι απλά, χωρίς προειδοποίηση. Μας ξάφνιασε το δυσάρεστο νέο. Μας συντάραξε. Δεν ξέραμε καν ότι ήταν άρρωστος. Πήγε να συναντήσει την πολυαγαπημένη του μανούλα, την μ. κυρία Στέλλα μας, με το μοναδικό ήθος, την ευγένεια και την αρχοντιά, την πραότητα και τη γλυκύτητα που τη μετέδωσε και στα παιδιά της, τον Σίμο της, τη Χρυστάλλα και τη Ρούλα της.
Μπροστά στο γεγονός του ξαφνικού θανάτου μένουμε ενεοί και εμβρόντητοι! Κι όμως, έπρεπε σε όλη μας τη ζωή να το περιμένουμε ως το μόνο σίγουρο γεγονός της ζωής μας. Να είμαστε προετοιμασμένοι. Μα πώς να περιμένεις να πεθάνει ένας άνθρωπος με τη δραστηριότητα και την ενεργητικότητα του Σίμου, με τη ζωντάνια και τη χαρά της ζωής που εξέπεμπε!
Τον Σίμο μας τον γνωρίσαμε στην Αθήνα ως αδελφό της φίλης μας της Ρούλας. Από εκείνη τη στιγμή έγινε ο μεγαλύτερος αδελφός μας, ο καλύτερός μας φίλος, ο μέντοράς μας, με την καθοδήγηση του οποίου αποκτήσαμε πολιτική συνείδηση, γι’ αυτό τον ακολουθούσαμε στις διαδηλώσεις για το πολιτικό ζήτημα του νησιού μας, όταν διεκδικούσαμε το δίκαιό μας!    Μέσα στην οδύνη της προσφυγιάς και τον πόνο για όσους και όσα χάσαμε, ο Σίμος ήταν το παιδί που έδινε σε όλους μας κουράγιο και αισιοδοξία με τον λόγο του τον παρηγορητικό, το αστείρευτο χιούμορ του, τον ορθολογισμό του που δεν τον εμπόδιζε να υστερήσει σε ευαισθησία, συμπόνια, ενσυναίσθηση και ανθρωπιά.
Ο καλός φίλος των φοιτητικών μας χρόνων, έγινε ύστερα ένας εξαίρετος σύζυγος και οικογενειάρχης. Νυμφεύτηκε την αγαπημένη του Σταυρούλα που ήταν πάντα στην καρδιά του από τα φοιτητικά του χρόνια, και απέκτησαν τις τρεις κορούλες τους για τις οποίες ήταν τόσο περήφανος και ευτυχισμένος.
Η φιλία και η αγάπη μας συνεχίστηκε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί πια έγινε ο γιατρός μας για οποιοδήποτε ορθοπεδικό πρόβλημα, και κάθε φορά που συναντιόμασταν γελούσαμε με την ψυχή μας και συζητούσαμε για πολλά θέματα, κυρίως πολιτικά, αλλά αναθυμόμασταν και τα όμορφα φοιτητικά μας χρόνια.

Καλό παράδεισο, αγαπημένε μας Σίμο! Αφήνεις μνήμη αγαθή! Θα σε θυμόμαστε πάντα για την αφειδώλευτη αγάπη σου και την ποιότητα του χαρακτήρα σου