3 Δεκεμβρίου, 2009 — vatopaidifriend1
Εξαιτίας της επιδέξιας χρήσης του φωτισμού και του ήχου, καθώς και της συνήθως χαρούμενης ατμόσφαιρας που έχουν, οι διαφημίσεις τραβούν ιδιαίτερα την προσοχή του παιδιού και το γοητεύουν.
Τα παιδιά αποτελούν έναν ιδιαίτερο στόχο των διαφημιστικών εταιρειών, καθώς, εκτός από τα διαφημιστικά μηνύματα, υπάρχουν και εκπομπές που από μόνες τους είναι διαφημίσεις, όπως τα Pokemon, τα Digimon, το Dragon Ball, ο Winnie το αρκουδάκι, κ.ά., γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται μια ολόκληρη βιομηχανία από αξεσουάρ. Και είναι θλιβερό να βλέπει κανείς πώς η διαφήμιση διεισδύει ακόμη και σε προγράμματα που καλύπτονται πίσω από το προσωπείο του παιχνιδιού!
Όσον αφορά στα παιδιά, οι διαφημίσεις εστιάζουν κυρίως το ενδιαφέρον τους στην προβολή προϊόντων ζαχαροπλαστικής και παιχνιδιών.
Όμως, αυτή η πίεση που ασκείται στα παιδιά, τι επιπτώσεις έχει επάνω τους;
Η κατανάλωση γλυκισμάτων και τροφών υπερβολικά επεξεργασμένων και πλούσιων σε θερμίδες έχει αλλοιώσει τις παραδοσιακές διατροφικές μας συνήθειες. Σήμερα, τα παιδιά μας τρώνε σνακ, γκοφρέτες, VViirs-te!, κέτσαπ, εις βάρος όχι μόνο της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής και της οικονομίας μας αλλά και της ίδιας της υγείας τους. Πράγματι, η συγκεκριμένη διατροφή ευθύνεται, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο η παραδοσιακή, για την εμφάνιση τερηδόνας και παχυσαρκίας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί προπομπό πολλών και σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Όσον αφορά στα παιχνίδια, τα περισσότερα απ’ αυτά είναι εντελώς περιττά.
Τώρα, πλέον, γνωρίζουμε ότι είναι λάθος να προσφέρουμε πολλά παιχνίδια στα παιδιά, γιατί έτσι περιορίζεται η δημιουργικότητά τους.
Το παιδί που με λιγοστά παιχνίδια βρίσκει τρόπο να παίξει, αύριο θα είναι ένας ενήλικας που θα μπορεί πιο εύκολα να βρίσκει λύσεις σε ένα πρόβλημα της ζωής του. Αντίθετα, το παιδί που τα βρίσκει όλα έτοιμα, συνηθίζει σε μια παθητική συμπεριφορά και θα γίνει ένας ενήλικας που θα περιμένει έτοιμες λύσεις για όλες τις ανάγκες του.
«Τα «ημιτελή» παιχνίδια είναι εκείνα που περισσότερο απ’ όλα τα άλλα παρακινούν το παιδί να τα συμπληρώσει δημιουργικά, επινοώντας προσθήκες και εξαρτήματα. Έτσι, του προσφέρουν τη δυνατότητα για πάντα νέες και διαφορετικές συνθήκες ψυχαγωγίας». (S.S. Macchietti, παιδαγωγός)
Το αγορασμένο παιχνίδι, επιπλέον, έχει πάντα ένα μειονέκτημα: ότι είναι πάντα πλήρες, άσχετα αν, ευτυχώς, το παιδί επαναστατεί και το κάνει κομμάτια.
Στα παιδιά κυρίως, περισσότερο απ’ όσο στους ενήλικες, η διαφήμιση προκαλεί έντονο αίσθημα απογοήτευσης, επειδή τους παρουσιάζει μια χαρούμενη πραγματικότητα, γεμάτη ενθουσιασμό, αρμονία και καλοπέραση, που όμως αποδεικνύεται στην πράξη ανέφικτη.
Το παιδί, στην προσπάθειά του να ταυτιστεί με αυτή την εικονική πραγματικότητα, τρέφει ουτοπικές προσδοκίες, πλάθοντας ιδεατά πρότυπα για τον εαυτό του και για τη ζωή. Η αναμέτρησή του με αυτά τα ιδεατά πρότυπα γεννά μέσα στο παιδί το αίσθημα της απογοήτευσης το οποίο προέρχεται από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα προτεινόμενα τηλεοπτικά πρότυπα. Συγκρινόμενη με την τηλεοπτική, η καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού φαντάζει στα μάτια του φτωχή και άχρωμη.
«Μια ομάδα παιδιών οδηγείται για παιχνίδι σε μια αίθουσα, στην οποία υπάρχουν πολλά παιχνίδια, όλα ημιτελή: μια καρέκλα χωρίς τραπέζι, ένα βαρκάκι χωρίς νερό, ένα ποδήλατο χωρίς πετάλια, κ.λπ. Τα παιδιά αρχίζουν να παίζουν χαρούμενα και με τη φαντασία τους συμπληρώνουν ό,τι λείπει από τα παιχνίδια. Την επόμενη μέρα, προτού μπουν τα παιδιά, εγκαθίσταται στο δωμάτιο ένα διαφανές παραπέτασμα και πίσω απ’ αυτό τοποθετούνται τα κομμάτια που λείπουν από τα ήδη υπάρχοντα παιχνίδια, μαζί με άλλα πλήρη παιχνίδια, ακόμη πιο εντυπωσιακά. Όταν τα παιδιά μπαίνουν στο δωμάτιο, βλέπουν τα κομμάτια που λείπουν και τα νέα παιχνίδια πίσω από το διαφανές παραπέτασμα αλλά δεν μπορούν να τα αγγίξουν. Τότε τα παιδιά αποδεικνύονται ανίκανα να παίξουν, να επινοήσουν, να αναπληρώσουν τα χαμένα κομμάτια. Κάποια δείχνουν αδιαφορία, ενώ άλλα παίζουν με βίαιο τρόπο και μερικές φορές πηδούν πάνω στα παιχνίδια και τα σπάζουν.
Τα παιδιά εκδηλώνουν τα συμπτώματα της απογοήτευσης, επειδή βλέπουν μια πραγματικότητα πιο πλούσια και πιο ελκυστική από τη δική τους, που όμως τους είναι απρόσιτη». (Barker, Dembo και Lewin, 1941)
Η διαφήμιση προκαλεί το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.
Ποιες είναι οι συνέπειες της απογοήτευσης;
Η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει, ή τουλάχιστον να εντείνει την επιθετικότητα, ωθώντας το απογοητευμένο υποκείμενο να επιτεθεί εναντίον της γενεσιουργού αιτίας της δυσαρέσκειάς του. Σε περίπτωση, όμως, που η πραγματική αιτία της δυσαρέσκειάς του τού είναι απρόσιτη, επιτίθεται εναντίον ενός άλλου πιο ανίσχυρου αντικειμένου. Επιπλέον, η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει απάθεια, αδιαφορία και ενδοστρέφεια.
Ποια μηνύματα περνούν μέσω της αδιάκοπης ροής των τηλεοπτικών εκπομπών;
Στις ΗΠΑ τα παιδιά μεταξύ 3-5 ετών, ξαπλωμένα με άνεση στην πολυθρόνα του μπαμπά, βλέπουν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 12.000 σκηνές βίας, 14.000 σκηνές με σεξουαλικό περιεχόμενο και πάνω από 1.000 σκηνές με απαγωγές, δολοφονίες και ληστείες.
Στην ουσία, ένα Αμερικανάκι βλέπει περίπου 30 φορές την ημέρα ανθρώπους να ασκούν βία, να ληστεύουν, να δολοφονούν και να ερωτοτροπούν. Όταν φτάνει στην πρώτη δημοτικού έχει ήδη παρακολουθήσει στην τηλεόραση περίπου 3.000-4.000 φόνους.
Αυτές οι σκηνές μεταδίδονται ουσιαστικά μέσα από τα φιλμ, τα σήριαλ και τα δελτία ειδήσεων.
«Μια μέρα, στο κανάλι Italia Uno, μετρήσαμε 30 δολοφονίες, 4 βιασμούς και 12 ξυλοδαρμούς σ’ ένα μόνο φιλμ. Χωρίς αυτό το γοητευτικό μακελειό, ποιος θα κρατήσει πλέον τα παιδιά στο σπίτι, κολλημένα στην τηλεόραση; Θα βγουν στους δρόμους και ένας Θεός ξέρει τι φασαρίες θα σκαρώσουν!»(Dario Fo-Franca Rame, καλλιτέχνες).
Στην Ιταλία, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η κατάσταση είναι περίπου η ίδια. Μόλις το 35% των παιδιών που βλέπουν τηλεόραση παρακολουθούν εκπομπές που απευθύνονται στην ηλικία τους, ενώ το 65% βλέπουν προγράμματα για ενήλικες και το 6% βλέπουν τηλεόραση συνήθως μετά τις δέκα το βράδυ.
Πού οφείλεται η προσκόλλησή μας στην τηλεόραση;
Δεν μπορεί κανείς να προβληματίζεται γύρω από τις προϋποθέσεις μιας πιο ορθής χρήσης της τηλεόρασης, χωρίς να θέσει το εξής θεμελιώδες ερώτημα: πού οφείλεται το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από την οθόνη; Φταίει μόνο η συσκευή που μαγνητίζει ή υπάρχει και κάτι βαθύτερο απ’ αυτό;
Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε στην Αργεντινή, μια πιθανή ψυχολογική εξήγηση της ανάγκης μας να βρισκόμαστε συνεχώς μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη οφείλεται στο γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμβολίζουν μια πηγή ασφάλειας και σιγουριάς, επειδή εξασφαλίζουν στον τηλεθεατή μια -έστω έμμεση-κοινωνική επαφή με σημαντικές προσωπικότητες, εδραιώνοντας ένα είδος οικειότητας ανάμεσά τους.
Η εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από την τηλεόραση συνδέεται και με την επιτακτική ανάγκη του για κοινωνικές σχέσεις. Η τηλεόραση, στην ουσία, αναπληρώνει τις σχέσεις του τηλεθεατή με πραγματικά πρόσωπα, δηλαδή ικανοποιεί την ανάγκη του να κοινωνικοποιηθεί, χωρίς όμως να τον εκθέτει στα προβλήματα και τους περιορισμούς που θα συνεπάγονταν οι αληθινές σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Τελικά, λοιπόν, το πρόβλημα οφείλεται στη δυσκολία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας αλλά ακόμη και στα πλαίσια της οικογένειας, όπου το κενό του ανύπαρκτου διαλόγου καλείται να καλύψει η τηλεόραση.
Όντως, οι κατεξοχήν εξαρτημένοι από την τηλεόραση είναι οι ενήλικες. Μάλιστα, μια δημοσκόπηση που έγινε το 1998 σε ένα δείγμα 1.110 νέων μεταξύ 14 και 22 ετών, αποκάλυψε ότι το 68% απ’ αυτούς νιώθουν παραμελημένοι από τους γονείς τους εξαιτίας της τηλεόρασης, η οποία μοιάζει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των μεγάλων.
Το αυξημένο ενδιαφέρον των ενηλίκων για την τηλεόραση επιβεβαιώνει και η θεματολογία των ενδοοικογενειακών συζητήσεων ή διαφωνιών, την οποία μονοπωλούν κατά κύριο λόγο τα γεγονότα που μεταδίδουν τα δελτία ειδήσεων και τα τηλεοπτικά μαγκαζίνο. Πρόκειται για μια θεματολογία που απέχει πολύ από τα πραγματικά προβλήματα της οικογένειας, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν για πάντα στο περιθώριο. Όπως έχει παρατηρηθεί από κάποιους φιλοσόφους, η αδιάκοπη ροή πληροφοριών αναγκάζει τον τηλεθεατή να ζει σε ένα διαρκές παρόν, δηλαδή σε μια κατάσταση, όπου οι ειδήσεις βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο «ανταγωνισμό» μεταξύ τους. Ο τηλεθεατής, επειδή δεν διαθέτει τον απαιτούμενο χρόνο για να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει κάθε είδηση ξεχωριστά, αποκτά την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα που παρουσιάζεται στην τηλεόραση ανά πάσα στιγμή είναι το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα του κόσμου.
Όσο για την εξάρτηση των παιδιών από την τηλεόραση, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συνήθεια των γονιών να χρησιμοποιούν την τηλεοπτική συσκευή ούτε λίγο ούτε πολύ σαν baby-sttter. Ο συγκεκριμένος ρόλος της τηλεόρασης, όπως είναι φυσικό, βολεύει τους γονείς, οι οποίοι προτιμούν να «παρκάρουν» τα παιδιά τους μπροστά στην οθόνη, αντί να τα βγάλουν μια βόλτα, να τα δραστηριοποιήσουν, να παίξουν μαζί τους ή να τους διηγηθούν ένα παραμύθι…
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η συγκεκριμένη τακτική των γονιών δεν οφείλεται τόσο στην αδιαφορία τους, όσο στις δυσκολίες που επιβάλλουν οι αυξημένες υποχρεώσεις της εργασίας και της καθημερινής τους ζωής. Είναι προφανές, ότι όσο συνεχίζουν να υπάρχουν παιδιά κλεισμένα όλη την ημέρα σε μικρά διαμερίσματα, μητέρες που αντιμετωπίζουν μόνες χιλιάδες προβλήματα και ηλικιωμένοι εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους, κάθε προσπάθεια περιορισμού της τηλεθέασης θα φαντάζει όλο και πιο δύσκολη. Αντίστοιχα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι όσο ένα μεγάλο μέρος των ανοιχτών χώρων παραμένει επικίνδυνο για μεγάλους και μικρούς, ενδεχομένως η τηλεόραση να αποτελεί το μικρότερο κακό.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε την τηλεόραση, λοιπόν, είναι το σύμπτωμα μιας βαθιάς νόσου της κοινωνίας μας. Εκείνο πάντως που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι, ενώ η τηλεόραση εμφανίζεται ως μέσο θεραπείας αυτής της νόσου, όπως αποδεικνύουν όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα, αποτελεί ταυτόχρονα έναν από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδείνωσή της. Για παράδειγμα, η τηλεόραση παρουσιάζεται ως θεραπεία για τη μοναξιά, ενώ η ίδια γεννά μοναξιά, προτείνεται ως θεραπεία για τη βία, ενώ η ίδια γεννά βία, ως καταφύγιο από τις καθημερινές απογοητεύσεις, ενώ γεννά απογοήτευση κ.λπ.
(Tito Squillaci, H τηλεόραση και τα παιδιά μας –αποσπάσματα-, Εκδ. Ακρίτας 2006)
Εξαιτίας της επιδέξιας χρήσης του φωτισμού και του ήχου, καθώς και της συνήθως χαρούμενης ατμόσφαιρας που έχουν, οι διαφημίσεις τραβούν ιδιαίτερα την προσοχή του παιδιού και το γοητεύουν.
Τα παιδιά αποτελούν έναν ιδιαίτερο στόχο των διαφημιστικών εταιρειών, καθώς, εκτός από τα διαφημιστικά μηνύματα, υπάρχουν και εκπομπές που από μόνες τους είναι διαφημίσεις, όπως τα Pokemon, τα Digimon, το Dragon Ball, ο Winnie το αρκουδάκι, κ.ά., γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται μια ολόκληρη βιομηχανία από αξεσουάρ. Και είναι θλιβερό να βλέπει κανείς πώς η διαφήμιση διεισδύει ακόμη και σε προγράμματα που καλύπτονται πίσω από το προσωπείο του παιχνιδιού!
Όσον αφορά στα παιδιά, οι διαφημίσεις εστιάζουν κυρίως το ενδιαφέρον τους στην προβολή προϊόντων ζαχαροπλαστικής και παιχνιδιών.
Όμως, αυτή η πίεση που ασκείται στα παιδιά, τι επιπτώσεις έχει επάνω τους;
Η κατανάλωση γλυκισμάτων και τροφών υπερβολικά επεξεργασμένων και πλούσιων σε θερμίδες έχει αλλοιώσει τις παραδοσιακές διατροφικές μας συνήθειες. Σήμερα, τα παιδιά μας τρώνε σνακ, γκοφρέτες, VViirs-te!, κέτσαπ, εις βάρος όχι μόνο της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής και της οικονομίας μας αλλά και της ίδιας της υγείας τους. Πράγματι, η συγκεκριμένη διατροφή ευθύνεται, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο η παραδοσιακή, για την εμφάνιση τερηδόνας και παχυσαρκίας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί προπομπό πολλών και σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Όσον αφορά στα παιχνίδια, τα περισσότερα απ’ αυτά είναι εντελώς περιττά.
Τώρα, πλέον, γνωρίζουμε ότι είναι λάθος να προσφέρουμε πολλά παιχνίδια στα παιδιά, γιατί έτσι περιορίζεται η δημιουργικότητά τους.
Το παιδί που με λιγοστά παιχνίδια βρίσκει τρόπο να παίξει, αύριο θα είναι ένας ενήλικας που θα μπορεί πιο εύκολα να βρίσκει λύσεις σε ένα πρόβλημα της ζωής του. Αντίθετα, το παιδί που τα βρίσκει όλα έτοιμα, συνηθίζει σε μια παθητική συμπεριφορά και θα γίνει ένας ενήλικας που θα περιμένει έτοιμες λύσεις για όλες τις ανάγκες του.
«Τα «ημιτελή» παιχνίδια είναι εκείνα που περισσότερο απ’ όλα τα άλλα παρακινούν το παιδί να τα συμπληρώσει δημιουργικά, επινοώντας προσθήκες και εξαρτήματα. Έτσι, του προσφέρουν τη δυνατότητα για πάντα νέες και διαφορετικές συνθήκες ψυχαγωγίας». (S.S. Macchietti, παιδαγωγός)
Το αγορασμένο παιχνίδι, επιπλέον, έχει πάντα ένα μειονέκτημα: ότι είναι πάντα πλήρες, άσχετα αν, ευτυχώς, το παιδί επαναστατεί και το κάνει κομμάτια.
Στα παιδιά κυρίως, περισσότερο απ’ όσο στους ενήλικες, η διαφήμιση προκαλεί έντονο αίσθημα απογοήτευσης, επειδή τους παρουσιάζει μια χαρούμενη πραγματικότητα, γεμάτη ενθουσιασμό, αρμονία και καλοπέραση, που όμως αποδεικνύεται στην πράξη ανέφικτη.
Το παιδί, στην προσπάθειά του να ταυτιστεί με αυτή την εικονική πραγματικότητα, τρέφει ουτοπικές προσδοκίες, πλάθοντας ιδεατά πρότυπα για τον εαυτό του και για τη ζωή. Η αναμέτρησή του με αυτά τα ιδεατά πρότυπα γεννά μέσα στο παιδί το αίσθημα της απογοήτευσης το οποίο προέρχεται από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα προτεινόμενα τηλεοπτικά πρότυπα. Συγκρινόμενη με την τηλεοπτική, η καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού φαντάζει στα μάτια του φτωχή και άχρωμη.
«Μια ομάδα παιδιών οδηγείται για παιχνίδι σε μια αίθουσα, στην οποία υπάρχουν πολλά παιχνίδια, όλα ημιτελή: μια καρέκλα χωρίς τραπέζι, ένα βαρκάκι χωρίς νερό, ένα ποδήλατο χωρίς πετάλια, κ.λπ. Τα παιδιά αρχίζουν να παίζουν χαρούμενα και με τη φαντασία τους συμπληρώνουν ό,τι λείπει από τα παιχνίδια. Την επόμενη μέρα, προτού μπουν τα παιδιά, εγκαθίσταται στο δωμάτιο ένα διαφανές παραπέτασμα και πίσω απ’ αυτό τοποθετούνται τα κομμάτια που λείπουν από τα ήδη υπάρχοντα παιχνίδια, μαζί με άλλα πλήρη παιχνίδια, ακόμη πιο εντυπωσιακά. Όταν τα παιδιά μπαίνουν στο δωμάτιο, βλέπουν τα κομμάτια που λείπουν και τα νέα παιχνίδια πίσω από το διαφανές παραπέτασμα αλλά δεν μπορούν να τα αγγίξουν. Τότε τα παιδιά αποδεικνύονται ανίκανα να παίξουν, να επινοήσουν, να αναπληρώσουν τα χαμένα κομμάτια. Κάποια δείχνουν αδιαφορία, ενώ άλλα παίζουν με βίαιο τρόπο και μερικές φορές πηδούν πάνω στα παιχνίδια και τα σπάζουν.
Τα παιδιά εκδηλώνουν τα συμπτώματα της απογοήτευσης, επειδή βλέπουν μια πραγματικότητα πιο πλούσια και πιο ελκυστική από τη δική τους, που όμως τους είναι απρόσιτη». (Barker, Dembo και Lewin, 1941)
Η διαφήμιση προκαλεί το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.
Ποιες είναι οι συνέπειες της απογοήτευσης;
Η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει, ή τουλάχιστον να εντείνει την επιθετικότητα, ωθώντας το απογοητευμένο υποκείμενο να επιτεθεί εναντίον της γενεσιουργού αιτίας της δυσαρέσκειάς του. Σε περίπτωση, όμως, που η πραγματική αιτία της δυσαρέσκειάς του τού είναι απρόσιτη, επιτίθεται εναντίον ενός άλλου πιο ανίσχυρου αντικειμένου. Επιπλέον, η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει απάθεια, αδιαφορία και ενδοστρέφεια.
Ποια μηνύματα περνούν μέσω της αδιάκοπης ροής των τηλεοπτικών εκπομπών;
Στις ΗΠΑ τα παιδιά μεταξύ 3-5 ετών, ξαπλωμένα με άνεση στην πολυθρόνα του μπαμπά, βλέπουν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 12.000 σκηνές βίας, 14.000 σκηνές με σεξουαλικό περιεχόμενο και πάνω από 1.000 σκηνές με απαγωγές, δολοφονίες και ληστείες.
Στην ουσία, ένα Αμερικανάκι βλέπει περίπου 30 φορές την ημέρα ανθρώπους να ασκούν βία, να ληστεύουν, να δολοφονούν και να ερωτοτροπούν. Όταν φτάνει στην πρώτη δημοτικού έχει ήδη παρακολουθήσει στην τηλεόραση περίπου 3.000-4.000 φόνους.
Αυτές οι σκηνές μεταδίδονται ουσιαστικά μέσα από τα φιλμ, τα σήριαλ και τα δελτία ειδήσεων.
«Μια μέρα, στο κανάλι Italia Uno, μετρήσαμε 30 δολοφονίες, 4 βιασμούς και 12 ξυλοδαρμούς σ’ ένα μόνο φιλμ. Χωρίς αυτό το γοητευτικό μακελειό, ποιος θα κρατήσει πλέον τα παιδιά στο σπίτι, κολλημένα στην τηλεόραση; Θα βγουν στους δρόμους και ένας Θεός ξέρει τι φασαρίες θα σκαρώσουν!»(Dario Fo-Franca Rame, καλλιτέχνες).
Στην Ιταλία, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η κατάσταση είναι περίπου η ίδια. Μόλις το 35% των παιδιών που βλέπουν τηλεόραση παρακολουθούν εκπομπές που απευθύνονται στην ηλικία τους, ενώ το 65% βλέπουν προγράμματα για ενήλικες και το 6% βλέπουν τηλεόραση συνήθως μετά τις δέκα το βράδυ.
Πού οφείλεται η προσκόλλησή μας στην τηλεόραση;
Δεν μπορεί κανείς να προβληματίζεται γύρω από τις προϋποθέσεις μιας πιο ορθής χρήσης της τηλεόρασης, χωρίς να θέσει το εξής θεμελιώδες ερώτημα: πού οφείλεται το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από την οθόνη; Φταίει μόνο η συσκευή που μαγνητίζει ή υπάρχει και κάτι βαθύτερο απ’ αυτό;
Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε στην Αργεντινή, μια πιθανή ψυχολογική εξήγηση της ανάγκης μας να βρισκόμαστε συνεχώς μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη οφείλεται στο γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμβολίζουν μια πηγή ασφάλειας και σιγουριάς, επειδή εξασφαλίζουν στον τηλεθεατή μια -έστω έμμεση-κοινωνική επαφή με σημαντικές προσωπικότητες, εδραιώνοντας ένα είδος οικειότητας ανάμεσά τους.
Η εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από την τηλεόραση συνδέεται και με την επιτακτική ανάγκη του για κοινωνικές σχέσεις. Η τηλεόραση, στην ουσία, αναπληρώνει τις σχέσεις του τηλεθεατή με πραγματικά πρόσωπα, δηλαδή ικανοποιεί την ανάγκη του να κοινωνικοποιηθεί, χωρίς όμως να τον εκθέτει στα προβλήματα και τους περιορισμούς που θα συνεπάγονταν οι αληθινές σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Τελικά, λοιπόν, το πρόβλημα οφείλεται στη δυσκολία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας αλλά ακόμη και στα πλαίσια της οικογένειας, όπου το κενό του ανύπαρκτου διαλόγου καλείται να καλύψει η τηλεόραση.
Όντως, οι κατεξοχήν εξαρτημένοι από την τηλεόραση είναι οι ενήλικες. Μάλιστα, μια δημοσκόπηση που έγινε το 1998 σε ένα δείγμα 1.110 νέων μεταξύ 14 και 22 ετών, αποκάλυψε ότι το 68% απ’ αυτούς νιώθουν παραμελημένοι από τους γονείς τους εξαιτίας της τηλεόρασης, η οποία μοιάζει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των μεγάλων.
Το αυξημένο ενδιαφέρον των ενηλίκων για την τηλεόραση επιβεβαιώνει και η θεματολογία των ενδοοικογενειακών συζητήσεων ή διαφωνιών, την οποία μονοπωλούν κατά κύριο λόγο τα γεγονότα που μεταδίδουν τα δελτία ειδήσεων και τα τηλεοπτικά μαγκαζίνο. Πρόκειται για μια θεματολογία που απέχει πολύ από τα πραγματικά προβλήματα της οικογένειας, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν για πάντα στο περιθώριο. Όπως έχει παρατηρηθεί από κάποιους φιλοσόφους, η αδιάκοπη ροή πληροφοριών αναγκάζει τον τηλεθεατή να ζει σε ένα διαρκές παρόν, δηλαδή σε μια κατάσταση, όπου οι ειδήσεις βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο «ανταγωνισμό» μεταξύ τους. Ο τηλεθεατής, επειδή δεν διαθέτει τον απαιτούμενο χρόνο για να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει κάθε είδηση ξεχωριστά, αποκτά την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα που παρουσιάζεται στην τηλεόραση ανά πάσα στιγμή είναι το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα του κόσμου.
Όσο για την εξάρτηση των παιδιών από την τηλεόραση, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συνήθεια των γονιών να χρησιμοποιούν την τηλεοπτική συσκευή ούτε λίγο ούτε πολύ σαν baby-sttter. Ο συγκεκριμένος ρόλος της τηλεόρασης, όπως είναι φυσικό, βολεύει τους γονείς, οι οποίοι προτιμούν να «παρκάρουν» τα παιδιά τους μπροστά στην οθόνη, αντί να τα βγάλουν μια βόλτα, να τα δραστηριοποιήσουν, να παίξουν μαζί τους ή να τους διηγηθούν ένα παραμύθι…
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η συγκεκριμένη τακτική των γονιών δεν οφείλεται τόσο στην αδιαφορία τους, όσο στις δυσκολίες που επιβάλλουν οι αυξημένες υποχρεώσεις της εργασίας και της καθημερινής τους ζωής. Είναι προφανές, ότι όσο συνεχίζουν να υπάρχουν παιδιά κλεισμένα όλη την ημέρα σε μικρά διαμερίσματα, μητέρες που αντιμετωπίζουν μόνες χιλιάδες προβλήματα και ηλικιωμένοι εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους, κάθε προσπάθεια περιορισμού της τηλεθέασης θα φαντάζει όλο και πιο δύσκολη. Αντίστοιχα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι όσο ένα μεγάλο μέρος των ανοιχτών χώρων παραμένει επικίνδυνο για μεγάλους και μικρούς, ενδεχομένως η τηλεόραση να αποτελεί το μικρότερο κακό.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε την τηλεόραση, λοιπόν, είναι το σύμπτωμα μιας βαθιάς νόσου της κοινωνίας μας. Εκείνο πάντως που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι, ενώ η τηλεόραση εμφανίζεται ως μέσο θεραπείας αυτής της νόσου, όπως αποδεικνύουν όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα, αποτελεί ταυτόχρονα έναν από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδείνωσή της. Για παράδειγμα, η τηλεόραση παρουσιάζεται ως θεραπεία για τη μοναξιά, ενώ η ίδια γεννά μοναξιά, προτείνεται ως θεραπεία για τη βία, ενώ η ίδια γεννά βία, ως καταφύγιο από τις καθημερινές απογοητεύσεις, ενώ γεννά απογοήτευση κ.λπ.
(Tito Squillaci, H τηλεόραση και τα παιδιά μας –αποσπάσματα-, Εκδ. Ακρίτας 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου