Από καιρό ήθελα να ξαναγράψω για το θέμα της Μητρογονίας, όχι μόνο γιατί με αφορά άμεσα, μια που κατάγομαι από το Λευκόνοικο, αλλά γιατί νιώθω ότι θέλω να πω ξεκάθαρα κάποιες σκέψεις, «χωρίς φόβο και πάθος», δηλώνοντας a priori ότι δεν είμαι υπέρ του δίκαιου αυτού αιτήματος των μητέρων για ιδιοτελείς σκοπούς, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στη συνέχεια.
Αφορμή για τη σημερινή μου δημοσίευση στάθηκε η ανάρτηση ενός σχολίου στην ιστοσελίδα του φίλου Στροβολιώτη. Ασφαλώς, μέσα στα πλαίσια του πλουραλισμού των απόψεων και του δικαιώματος του καθενός να εκφράζει τις απόψεις του και να διαφωνεί, η κάθε άποψη πρέπει να είναι σεβαστή. Έγραψα στην ιστοσελίδα του το ακόλουθο σχόλιο:
«Αγαπητέ Στροβολιώτη,
επειδή δεν έχω χρόνο να διαβάσω όλα τα σχόλια και τις δικές σου απαντήσεις, γιατί έχω πάρα πολλή δουλειά, θα ήθελα να σου πω ότι όσο το πρόβλημα δεν λύνεται και οι μη πρόσφυγες πουλούν τις “καφκάλλες τους”, σύμφωνα με την εύστοχη ρήση της κ.Λούλλας Ιωνίδου από το Βαρώσι, σε ποσά αστρονομικά, ναι, είμαστε πρόσφυγες.
Μένω στα Λατσιά. Προχθές πουλήθηκε μια τέτοια “καφκάλλα” κάτω από το σπίτι μου 250,οοο ευρώ. Πού να τα βρει ο πρόσφυγας που έχει δυο και τρία παιδιά ή ο οποιοσδήποτε φτωχός τόσα λεφτά; Πόσα χρόνια πρέπει να δουλεύουμε για να ξεχρεώσουμε τους “τυχερούς” που λόγω της δικής μας προσφυγιάς τρώνε άκοπα λεφτά, ενώ όταν υπήρχε το Βαρώσι, η Μεσαορία, η Μόρφου, η Κερύνεια, δεν είχαν υπόθεση;
Θα γράψω περισσότερα για τη Μητρογονία στη δική μου ιστοσελίδα».
Επιπλέον, χθες ήταν στο γραφείο μου ο καλός μου φίλος και εκλεκτός συνάδελφος, ο κ. Δημήτρης Ταλιαδώρος, ιστορικός-συγγραφέας, με τον οποίο συζητήσαμε διεξοδικά το θέμα. Ο Δημήτρης μου είπε ότι η παράνοια του όλου ζητήματος φαίνεται από το ότι η αδελφή του η οποία έζησε πολύ περισσότερα χρόνια στον Τράχωνα στο πατρικό τους σπίτι, η οποία είναι πραγματικά πρόσφυγας, γέννησε παιδιά τα οποία δεν θεωρούνται πρόσφυγες, ενώ τα δικά του, επειδή είναι άνδρας, θεωρούνται.
Θα αναφέρω ακόμη μια περίπτωση από τις χιλιάδες που υπάρχουν σε όλη την Κύπρο. Φίλη από την Αμμόχωστο, η οποία παντρεύτηκε στο Παραλίμνι, πολλές φορές αγανακτισμένη μου μίλησε για την αδικία που νιώθει, επειδή τα παιδιά της δεν θεωρούνται πρόσφυγες, ενώ τα παιδιά των γυναικών από το Παραλίμνι, που είδαν τις περιουσίες τους να εκτοξεύονται στα ύψη, θεωρούνται πρόσφυγες, επειδή αρκετοί πρόσφυγες άνδρες, κυρίως τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας, ξέρουμε ότι παντρεύτηκαν μη πρόσφυγες για να βρουν ένα σπίτι και περιουσία.
Επίσης, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι γυναίκες αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έτσι, έχουμε το τραγελαφικό φαινόμενο να θεωρούνται πρόσφυγες παιδιά που ίσως να μην ξέρουν τίποτα για τον τόπο καταγωγής του πατέρα τους, ενώ τα παιδιά που δεν θεωρούνται, λόγω αυτής της εξωφρενικής αδικίας, να γνωρίζουν τα πάντα για την κατεχόμενη γη μας, γιατί η γιαγιά, ο παππούς και η μητέρα τους, τους μεγαλώνουν με τις ιστορίες, τα παραμύθια, τα φαγητά, τα γλυκά, τις αναμνήσεις από την ευλογημένη γη μας.
Προσωπικά, νιώθω ότι το παιδί μου, μπορεί να μεγαλώνει στα Λατσιά, αλλά οι συνήθειες μέσα στο σπίτι, οι μυρωδιές, τα ήθη και τα έθιμά μας, οι κουβέντες μας, όλος ο τρόπος της ζωής μας, το modus viventi μας, αποπνέει Λευκόνοικο! Γιατί αυτό ακριβώς κουβαλήσαμε μαζί μας φεύγοντας. Αφήσαμε τα σπίτια και τα χωράφια μας, «τον μέγα κάμπο της Μεσαορίας», κατά τον ποιητή της Ρωμιοσύνης, αλλά φέραμε μαζί μας την ψυχή του Λευκονοίκου.
Φέραμε τον πολιτισμό μας, την αρχοντιά και το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπου του χορτάτου, που έμαθε να δίνει απλόχερα στους άλλους, που η καρδιά του είναι πλατιά και χωράει όλο τον κόσμο, όπως την απλοχωριά του κάμπου. Πολύ ωραία το λέει η αγαπημένη μου φιλόλογος, η ποιήτρια κ. Κούλα Παρασκευά:
«Κάθε σπίτι και «ευφορία» αγαθών.
Και «ευφορία» χαράς και πραότητας και ιλαρότητας.
Και προ παντός «ευφορία» αυτάρκειας.
Όλα τα είχαν. Παράπονο κανένα.
Και «δόξα τω Θεώ».
Κιτρινόχρωμες αχτίδες να θερμαίνουν τη γη
και τους ανθρώπους».
Ταυτόχρονα, θα ήθελα να τονίσω ότι οι μη πρόσφυγες άνδρες, που νυμφεύτηκαν κοπέλες οι οποίες τα πρώτα χρόνια κυρίως της προσφυγιάς δεν είχαν τίποτα, αξίζουν συγχαρητηρίων, γιατί δεν σκέφτηκαν υστερόβουλα, αλλά ακολούθησαν την καρδιά τους. Αντί, λοιπόν, να έλθουμε να τους επαινέσουμε για την αφιλοκέρδειά τους και την ανιδιοτέλειά τους, τους καταδικάζουμε να είναι πάντα πρόσφυγες στους συνοικισμούς, χωρίς καμιά βοήθεια για τα παιδιά τους, ενώ άλλοι που θεωρούνται πρόσφυγες, έχουν παιδιά τα οποία, λόγω της περιουσίας της μητέρας τους, δεν έχουν καμιά ανάγκη.
Κι έρχεται το κράτος με τον παράλογο χωρισμό των προσφύγων, να τους βοηθά κι από πάνω, ενώ όσοι έχουν πραγματική ανάγκη μένουν στο έλεος του θεού. Άρα, η πρώτη κατηγορία παιδιών είναι σε αρκετές περιπτώσεις διπλά ευνοημένη: έχουν και περιουσία από τη μητέρα μη πρόσφυγα και επίδομα του κράτους από τον πατέρα πρόσφυγα. Βεβαίως, θα αντείπει κάποιος δεν υπάρχουν και γυναίκες που παντρεύτηκαν μη πρόσφυγες για να τακτοποιηθούν οικονομικά; Ασφαλώς, και υπάρχουν, αλλά συνήθως, όπως ξέρουμε, στην Κύπρο «παλαιόθεν και ως τώρα» την προίκα τη δίνει η γυναίκα. Έτσι, πολλοί άνδρες μη πρόσφυγες, μπορεί και να μην έχουν καθόλου περιουσία.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εισήγησή μου είναι: επίδομα από το κράτος να παίρνουν όσα παιδιά έχουν πραγματική ανάγκη, με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια, είτε είναι πρόσφυγες εκ μητρογονίας είτε εκ πατρογονίας. Το δικό μου παιδί γιατί να πάρει βοήθεια από το κράτος, αν δεν έχει ανάγκη; Επιπρόσθετα, αν θέλουμε να έχουμε κράτος προνοίας, το κράτος πρέπει να έρχεται αρωγός και σε όσους από τους μη πρόσφυγες έχουν ανάγκη.
Πέρασαν οι εποχές όπου οι άνθρωποι είχαν μάθει να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πιστεύει στην παθητικότητα, τη νωθρότητα, την έλλειψη πρωτοβουλίας, την ισοπέδωση. Και κάτι τελευταίο: η έγνοια πολλών για το πού θα ψηφίζουν όλοι αυτοί οι πρόσφυγες, επειδή με την αναγνώριση της Μητρογονίας η πλειονότητα των κατοίκων της Κύπρου θα θεωρούνται πρόσφυγες, μπορεί να ρυθμιστεί με διάλογο και συναίνεση. Κάποια χρυσή τομή θα βρεθεί, ώστε να μην ανατραπούν οι ισορροπίες μεταξύ των επαρχιών.
Όμως, όλα αυτά τα προβλήματα που ανεφύησαν λόγω της προσφυγοποίησής μας θα λυθούν μόνο, αν με τη βοήθεια του Θεού βρεθεί κάποια λύση. Διαφορετικά, οι «τυχεροί» σ’ αυτόν τον τόπο θα εξακολουθούν να ζουν και να βασιλεύουν παρασιτικά πάνω στη ράχη των υπολοίπων, είτε είναι πρόσφυγες είτε όχι. Έχει τα κότσια το κράτος να περιορίσει την ασυδοσία ορισμένων, να φορολογήσει την κερδοσκοπεία και τον αχαλίνωτο πλουτισμό; Έχει τα κότσια να αποκαταστήσει την αδικία που έγινε με τον ξεριζωμό μας; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Αφορμή για τη σημερινή μου δημοσίευση στάθηκε η ανάρτηση ενός σχολίου στην ιστοσελίδα του φίλου Στροβολιώτη. Ασφαλώς, μέσα στα πλαίσια του πλουραλισμού των απόψεων και του δικαιώματος του καθενός να εκφράζει τις απόψεις του και να διαφωνεί, η κάθε άποψη πρέπει να είναι σεβαστή. Έγραψα στην ιστοσελίδα του το ακόλουθο σχόλιο:
«Αγαπητέ Στροβολιώτη,
επειδή δεν έχω χρόνο να διαβάσω όλα τα σχόλια και τις δικές σου απαντήσεις, γιατί έχω πάρα πολλή δουλειά, θα ήθελα να σου πω ότι όσο το πρόβλημα δεν λύνεται και οι μη πρόσφυγες πουλούν τις “καφκάλλες τους”, σύμφωνα με την εύστοχη ρήση της κ.Λούλλας Ιωνίδου από το Βαρώσι, σε ποσά αστρονομικά, ναι, είμαστε πρόσφυγες.
Μένω στα Λατσιά. Προχθές πουλήθηκε μια τέτοια “καφκάλλα” κάτω από το σπίτι μου 250,οοο ευρώ. Πού να τα βρει ο πρόσφυγας που έχει δυο και τρία παιδιά ή ο οποιοσδήποτε φτωχός τόσα λεφτά; Πόσα χρόνια πρέπει να δουλεύουμε για να ξεχρεώσουμε τους “τυχερούς” που λόγω της δικής μας προσφυγιάς τρώνε άκοπα λεφτά, ενώ όταν υπήρχε το Βαρώσι, η Μεσαορία, η Μόρφου, η Κερύνεια, δεν είχαν υπόθεση;
Θα γράψω περισσότερα για τη Μητρογονία στη δική μου ιστοσελίδα».
Επιπλέον, χθες ήταν στο γραφείο μου ο καλός μου φίλος και εκλεκτός συνάδελφος, ο κ. Δημήτρης Ταλιαδώρος, ιστορικός-συγγραφέας, με τον οποίο συζητήσαμε διεξοδικά το θέμα. Ο Δημήτρης μου είπε ότι η παράνοια του όλου ζητήματος φαίνεται από το ότι η αδελφή του η οποία έζησε πολύ περισσότερα χρόνια στον Τράχωνα στο πατρικό τους σπίτι, η οποία είναι πραγματικά πρόσφυγας, γέννησε παιδιά τα οποία δεν θεωρούνται πρόσφυγες, ενώ τα δικά του, επειδή είναι άνδρας, θεωρούνται.
Θα αναφέρω ακόμη μια περίπτωση από τις χιλιάδες που υπάρχουν σε όλη την Κύπρο. Φίλη από την Αμμόχωστο, η οποία παντρεύτηκε στο Παραλίμνι, πολλές φορές αγανακτισμένη μου μίλησε για την αδικία που νιώθει, επειδή τα παιδιά της δεν θεωρούνται πρόσφυγες, ενώ τα παιδιά των γυναικών από το Παραλίμνι, που είδαν τις περιουσίες τους να εκτοξεύονται στα ύψη, θεωρούνται πρόσφυγες, επειδή αρκετοί πρόσφυγες άνδρες, κυρίως τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας, ξέρουμε ότι παντρεύτηκαν μη πρόσφυγες για να βρουν ένα σπίτι και περιουσία.
Επίσης, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι γυναίκες αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έτσι, έχουμε το τραγελαφικό φαινόμενο να θεωρούνται πρόσφυγες παιδιά που ίσως να μην ξέρουν τίποτα για τον τόπο καταγωγής του πατέρα τους, ενώ τα παιδιά που δεν θεωρούνται, λόγω αυτής της εξωφρενικής αδικίας, να γνωρίζουν τα πάντα για την κατεχόμενη γη μας, γιατί η γιαγιά, ο παππούς και η μητέρα τους, τους μεγαλώνουν με τις ιστορίες, τα παραμύθια, τα φαγητά, τα γλυκά, τις αναμνήσεις από την ευλογημένη γη μας.
Προσωπικά, νιώθω ότι το παιδί μου, μπορεί να μεγαλώνει στα Λατσιά, αλλά οι συνήθειες μέσα στο σπίτι, οι μυρωδιές, τα ήθη και τα έθιμά μας, οι κουβέντες μας, όλος ο τρόπος της ζωής μας, το modus viventi μας, αποπνέει Λευκόνοικο! Γιατί αυτό ακριβώς κουβαλήσαμε μαζί μας φεύγοντας. Αφήσαμε τα σπίτια και τα χωράφια μας, «τον μέγα κάμπο της Μεσαορίας», κατά τον ποιητή της Ρωμιοσύνης, αλλά φέραμε μαζί μας την ψυχή του Λευκονοίκου.
Φέραμε τον πολιτισμό μας, την αρχοντιά και το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπου του χορτάτου, που έμαθε να δίνει απλόχερα στους άλλους, που η καρδιά του είναι πλατιά και χωράει όλο τον κόσμο, όπως την απλοχωριά του κάμπου. Πολύ ωραία το λέει η αγαπημένη μου φιλόλογος, η ποιήτρια κ. Κούλα Παρασκευά:
«Κάθε σπίτι και «ευφορία» αγαθών.
Και «ευφορία» χαράς και πραότητας και ιλαρότητας.
Και προ παντός «ευφορία» αυτάρκειας.
Όλα τα είχαν. Παράπονο κανένα.
Και «δόξα τω Θεώ».
Κιτρινόχρωμες αχτίδες να θερμαίνουν τη γη
και τους ανθρώπους».
Ταυτόχρονα, θα ήθελα να τονίσω ότι οι μη πρόσφυγες άνδρες, που νυμφεύτηκαν κοπέλες οι οποίες τα πρώτα χρόνια κυρίως της προσφυγιάς δεν είχαν τίποτα, αξίζουν συγχαρητηρίων, γιατί δεν σκέφτηκαν υστερόβουλα, αλλά ακολούθησαν την καρδιά τους. Αντί, λοιπόν, να έλθουμε να τους επαινέσουμε για την αφιλοκέρδειά τους και την ανιδιοτέλειά τους, τους καταδικάζουμε να είναι πάντα πρόσφυγες στους συνοικισμούς, χωρίς καμιά βοήθεια για τα παιδιά τους, ενώ άλλοι που θεωρούνται πρόσφυγες, έχουν παιδιά τα οποία, λόγω της περιουσίας της μητέρας τους, δεν έχουν καμιά ανάγκη.
Κι έρχεται το κράτος με τον παράλογο χωρισμό των προσφύγων, να τους βοηθά κι από πάνω, ενώ όσοι έχουν πραγματική ανάγκη μένουν στο έλεος του θεού. Άρα, η πρώτη κατηγορία παιδιών είναι σε αρκετές περιπτώσεις διπλά ευνοημένη: έχουν και περιουσία από τη μητέρα μη πρόσφυγα και επίδομα του κράτους από τον πατέρα πρόσφυγα. Βεβαίως, θα αντείπει κάποιος δεν υπάρχουν και γυναίκες που παντρεύτηκαν μη πρόσφυγες για να τακτοποιηθούν οικονομικά; Ασφαλώς, και υπάρχουν, αλλά συνήθως, όπως ξέρουμε, στην Κύπρο «παλαιόθεν και ως τώρα» την προίκα τη δίνει η γυναίκα. Έτσι, πολλοί άνδρες μη πρόσφυγες, μπορεί και να μην έχουν καθόλου περιουσία.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εισήγησή μου είναι: επίδομα από το κράτος να παίρνουν όσα παιδιά έχουν πραγματική ανάγκη, με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια, είτε είναι πρόσφυγες εκ μητρογονίας είτε εκ πατρογονίας. Το δικό μου παιδί γιατί να πάρει βοήθεια από το κράτος, αν δεν έχει ανάγκη; Επιπρόσθετα, αν θέλουμε να έχουμε κράτος προνοίας, το κράτος πρέπει να έρχεται αρωγός και σε όσους από τους μη πρόσφυγες έχουν ανάγκη.
Πέρασαν οι εποχές όπου οι άνθρωποι είχαν μάθει να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πιστεύει στην παθητικότητα, τη νωθρότητα, την έλλειψη πρωτοβουλίας, την ισοπέδωση. Και κάτι τελευταίο: η έγνοια πολλών για το πού θα ψηφίζουν όλοι αυτοί οι πρόσφυγες, επειδή με την αναγνώριση της Μητρογονίας η πλειονότητα των κατοίκων της Κύπρου θα θεωρούνται πρόσφυγες, μπορεί να ρυθμιστεί με διάλογο και συναίνεση. Κάποια χρυσή τομή θα βρεθεί, ώστε να μην ανατραπούν οι ισορροπίες μεταξύ των επαρχιών.
Όμως, όλα αυτά τα προβλήματα που ανεφύησαν λόγω της προσφυγοποίησής μας θα λυθούν μόνο, αν με τη βοήθεια του Θεού βρεθεί κάποια λύση. Διαφορετικά, οι «τυχεροί» σ’ αυτόν τον τόπο θα εξακολουθούν να ζουν και να βασιλεύουν παρασιτικά πάνω στη ράχη των υπολοίπων, είτε είναι πρόσφυγες είτε όχι. Έχει τα κότσια το κράτος να περιορίσει την ασυδοσία ορισμένων, να φορολογήσει την κερδοσκοπεία και τον αχαλίνωτο πλουτισμό; Έχει τα κότσια να αποκαταστήσει την αδικία που έγινε με τον ξεριζωμό μας; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Αγαπητή Ζήνα, έχεις απόλυτο δίκαιο στα επιχειρήματά σου. Όμως σκέφτηκες εσύ και όσοι το προτείνουν μέχρι πότε θα ισχύει αυτό το μέτρο; Δηλαδή μετά από 36 χρόνια και μετά από απροσδιόριστα άλλα, όπως φαίνεται, θα εξακολουθούμε να μιλάμε για πρόσφυγες; Δηλαδή και τα εγόνια και τα δισέγγονα είτε εκ πατρογονίας είτε εκ μητρογονίας θα θεωρούνται πρόσφυγες; Η γνώμη μου είναι να θεωρούνται πρόσφυγες εξίσου εκ πατρογονίας ή εκ μητρογονίας, αλλά αυτό να σταματά σε όσους γεννήθηκαν και έζησαν έστω για λίγο στα κατεχόμενα. Αλλιώς θα φτάσουμε στη γελοία κατάσταση μια μέρα όλοι οι Κύπριοι να θεωρούμαστε πρόσφυγες! (αυτό βέβαια δεν αναιρεί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία στα κατεχόμενα που το έχουν και θα το έχουν για πάντα οι απόγονοί μας, εκτός αν με τη λύση, που δεν τη βλέπω να έρχεται, αποφασιστεί διαφορετικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚίκα μου, καλή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιό σου. Συνφωνώ με τη λογική σου, όμως μόνο για όσους από τους πρόσφυγες έχουμε ορθοποδήσει. Τι θα γίνει με όσους έχουν πολλά παιδιά και δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι; Πώς θα αποκαταστήσουν τα παιδιά τους; Πού θα βρουν ένα κομμάτι γης να κτίσουν ή πώς θα αγοράσουν ένα διαμέρισμα, που κι αυτά έγιναν απλησίαστα; Άρα, χρειάζεται ένα πραγματικό κράτος Πρόνοιας που να έρχεται αρωγός στις αδύνατες κοινωνικές τάξεις, όχι σε όλους.