Τη Γιώτα Παρασκευά Χατζηκώστα τη γνωρίζω από τότε που γεννήθηκε. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι με τις κατάξανθες μπούκλες του. Οι γονείς της, ο πατήρ Παρασκευάς και η κυρία Κούλα Παρασκευά, αγαπημένοι μου καθηγητές, οδοδείκτες στη ζωή μου, όπως και τόσων άλλων μαθητών και μαθητριών του Γυμνασίου Λευκονοίκου, συνεχίζουν μέχρι σήμερα να φωτίζουν και να δίνουν νόημα στη ζωή μου και να ψηλώνουν τον πήχη των προσδοκιών μου από τον εαυτό μου με το δικό τους παράδειγμα. Είναι πρότυπα ζωής, τους αγαπώ και τους θαυμάζω, όπως και κάποιους άλλους καθηγητές μου.
Την παρακολουθώ, λοιπόν τη Γιώτα, εξ απαλών ονύχων και την αγαπώ. Παράλληλα, όμως, και τη θαυμάζω, άνκαι πολύ νεότερή μου. Θαυμάζω το ήθος και την ομορφιά της ψυχής της, τη χαλκέντερη θέλησή της να αναδείξει τις γυναίκες πνευματικούς ανθρώπους, και κυρίως την Περσεφόνη Παπαδοπούλου, για την οποία αφιέρωσε τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής της. Γενικώς, θαυμάζω την εργατικότητα, τη φιλοπονία της, την αγάπη της για το ωραίο, για την ποίηση, τη λογοτεχνία… Η πέννα της μ΄ όποιο είδος λόγου και να ασχοληθεί είναι πολύ δυνατή, ο λόγος ρωμαλέος, αγγίζει την ψυχή μου. Κι όλ΄ αυτά τα χαρίσματα, τις δωρεές του θεού, που τις καλλιεργεί με τη συνεχή μελέτη, καλύπτονται με πολλή ταπείνωση και σεμνότητα.
Επειδή κινδυνεύω να προσκρούσω στη μετριοφροσύνη της, ήδη πιστεύω ότι έχω υπερβεί τα εσκαμμένα, σπεύδω να δηλώσω ότι η κρίση μου, άνκαι μεροληπτική, είναι ταυτόχρονα και αντικειμενική, γιατί όποιος διαβάσει το βιβλίο της Γιώτας Παρασκευά Χατζηκώστα «Η γιαγιά η γοργόνα», θα νιώσει την ίδια συγκινησιακή φόρτιση που ένιωσα εγώ, όταν τιμητικά μου το έστειλε. Το ίδιο βράδυ ρούφηξα τις σελίδες του, έκλαψα πολύ, άνοιξε η καρδιά και η ψυχή μου από την αγιότητα, την καλοσύνη και τη μεγαλοσύνη των ηρωίδων της. Μια γλυκιά μέθη με συνεπήρε, μαγεύτηκαν οι αισθήσεις μου, και από το λόγο και από την εικόνα, τις ζωγραφιές τις βυζαντινότροπες που «με τη φιλάνθρωπη ματιά» του απέδωσε ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η ζωντανή εικαστική παρουσία. Για πολλές μέρες οι ιστορίες αυτές κατακυρίευσαν το μυαλό μου•τόσο πολύ με συγκλόνισαν.
Το βιβλίο της η συγγραφέας το αφιερώνει στις γιαγιάδες της: τη γιαγιά Παναγιώτα και τη γιαγιά Ειρήνη.
Για να τιμήσω και τη συγγραφέα και το έργο της, αλλά πιο πολύ για δική μου αισθητική απόλαυση πήγα στη Λεμεσό, τότε που έγινε η παρουσίαση.Έφυγα σοφότερη. Εμπειρία μοναδική όχι μόνο από τις παρουσιάσεις από τους εξαίρετους ομιλητές, αλλά και από το πρόγραμμα προβολής διαφανειών, που η ίδια η συγγραφέας διαβάζει ένα διήγημα και ταυτόχρονα φαίνονται σκηνές από το Καστελόριζο, γιατί αναφέρεται στην Κυρά της Ρω.
Τόπος των διηγημάτων, εξάλλου, είναι το μαρτυρικό Αιγαίο στην Ανατολή. Ο χρόνος είναι ο χρόνος των συναξαρίων, των ψυχωφελών και παραδειγματικών αυτών αναγνωσμάτων, που ιστορικά σχετίζονται με την Κύπρο.
Η ιστορική πραγματικότητα, λοιπόν, μεταλαμπαδεύει πειστικά την πνευματικότητά της στη θρησκεία, μια και στις οριακές στιγμές οι ψυχές στρέφονται προς το θείο και από αυτό ζητούν την αρωγή και τη σκέπη του.
Γι’ αυτό υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο , η ιερατική δομή των κειμένων, που εξελίσσεται με συνειρμικό τρόπο, σε διαδοχικά στάδια, μυθοποιώντας τις απλοϊκές αυτές φιγούρες σε οικουμενικά και πανανθρώπινα σύμβολα, χάρη στα οποία και το πρόσφατο μαρτύριο της Κύπρου εξακτινώνεται ως δράμα πανανθρώπινο.
Έτσι, η λογοτεχνία της Γιώτας Παρασκευά Χατζηκώστα, ούσα πρωτίστως κυπροφυής, μεταμορφώνεται σε ελληνοκεντρική, εθνική, ιδεολογική, για να αποκτήσει ανθρωποκεντρικό κύρος και να επιστρέψει στο κυπριακό κέντρο της.
Τα κείμενα ,επίσης, αυτά ξεχειλίζουν από βουβή διαμαρτυρία, τη διαμαρτυρία του αδικουμένου, τον άφατο πόνο του καταπιεζομένου. Ευαγγελίζονται, όμως, και την ανανέωση και την αναγέννηση με τα νέα ινδάλματα που γεννιούνται στις κρίσιμες, αλλά για το λόγο αυτό και εύφορες, εθνικά στιγμές.
Την παρακολουθώ, λοιπόν τη Γιώτα, εξ απαλών ονύχων και την αγαπώ. Παράλληλα, όμως, και τη θαυμάζω, άνκαι πολύ νεότερή μου. Θαυμάζω το ήθος και την ομορφιά της ψυχής της, τη χαλκέντερη θέλησή της να αναδείξει τις γυναίκες πνευματικούς ανθρώπους, και κυρίως την Περσεφόνη Παπαδοπούλου, για την οποία αφιέρωσε τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής της. Γενικώς, θαυμάζω την εργατικότητα, τη φιλοπονία της, την αγάπη της για το ωραίο, για την ποίηση, τη λογοτεχνία… Η πέννα της μ΄ όποιο είδος λόγου και να ασχοληθεί είναι πολύ δυνατή, ο λόγος ρωμαλέος, αγγίζει την ψυχή μου. Κι όλ΄ αυτά τα χαρίσματα, τις δωρεές του θεού, που τις καλλιεργεί με τη συνεχή μελέτη, καλύπτονται με πολλή ταπείνωση και σεμνότητα.
Επειδή κινδυνεύω να προσκρούσω στη μετριοφροσύνη της, ήδη πιστεύω ότι έχω υπερβεί τα εσκαμμένα, σπεύδω να δηλώσω ότι η κρίση μου, άνκαι μεροληπτική, είναι ταυτόχρονα και αντικειμενική, γιατί όποιος διαβάσει το βιβλίο της Γιώτας Παρασκευά Χατζηκώστα «Η γιαγιά η γοργόνα», θα νιώσει την ίδια συγκινησιακή φόρτιση που ένιωσα εγώ, όταν τιμητικά μου το έστειλε. Το ίδιο βράδυ ρούφηξα τις σελίδες του, έκλαψα πολύ, άνοιξε η καρδιά και η ψυχή μου από την αγιότητα, την καλοσύνη και τη μεγαλοσύνη των ηρωίδων της. Μια γλυκιά μέθη με συνεπήρε, μαγεύτηκαν οι αισθήσεις μου, και από το λόγο και από την εικόνα, τις ζωγραφιές τις βυζαντινότροπες που «με τη φιλάνθρωπη ματιά» του απέδωσε ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η ζωντανή εικαστική παρουσία. Για πολλές μέρες οι ιστορίες αυτές κατακυρίευσαν το μυαλό μου•τόσο πολύ με συγκλόνισαν.
Το βιβλίο της η συγγραφέας το αφιερώνει στις γιαγιάδες της: τη γιαγιά Παναγιώτα και τη γιαγιά Ειρήνη.
Για να τιμήσω και τη συγγραφέα και το έργο της, αλλά πιο πολύ για δική μου αισθητική απόλαυση πήγα στη Λεμεσό, τότε που έγινε η παρουσίαση.Έφυγα σοφότερη. Εμπειρία μοναδική όχι μόνο από τις παρουσιάσεις από τους εξαίρετους ομιλητές, αλλά και από το πρόγραμμα προβολής διαφανειών, που η ίδια η συγγραφέας διαβάζει ένα διήγημα και ταυτόχρονα φαίνονται σκηνές από το Καστελόριζο, γιατί αναφέρεται στην Κυρά της Ρω.
Τόπος των διηγημάτων, εξάλλου, είναι το μαρτυρικό Αιγαίο στην Ανατολή. Ο χρόνος είναι ο χρόνος των συναξαρίων, των ψυχωφελών και παραδειγματικών αυτών αναγνωσμάτων, που ιστορικά σχετίζονται με την Κύπρο.
Η ιστορική πραγματικότητα, λοιπόν, μεταλαμπαδεύει πειστικά την πνευματικότητά της στη θρησκεία, μια και στις οριακές στιγμές οι ψυχές στρέφονται προς το θείο και από αυτό ζητούν την αρωγή και τη σκέπη του.
Γι’ αυτό υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο , η ιερατική δομή των κειμένων, που εξελίσσεται με συνειρμικό τρόπο, σε διαδοχικά στάδια, μυθοποιώντας τις απλοϊκές αυτές φιγούρες σε οικουμενικά και πανανθρώπινα σύμβολα, χάρη στα οποία και το πρόσφατο μαρτύριο της Κύπρου εξακτινώνεται ως δράμα πανανθρώπινο.
Έτσι, η λογοτεχνία της Γιώτας Παρασκευά Χατζηκώστα, ούσα πρωτίστως κυπροφυής, μεταμορφώνεται σε ελληνοκεντρική, εθνική, ιδεολογική, για να αποκτήσει ανθρωποκεντρικό κύρος και να επιστρέψει στο κυπριακό κέντρο της.
Τα κείμενα ,επίσης, αυτά ξεχειλίζουν από βουβή διαμαρτυρία, τη διαμαρτυρία του αδικουμένου, τον άφατο πόνο του καταπιεζομένου. Ευαγγελίζονται, όμως, και την ανανέωση και την αναγέννηση με τα νέα ινδάλματα που γεννιούνται στις κρίσιμες, αλλά για το λόγο αυτό και εύφορες, εθνικά στιγμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου