Μ. Καραγάτση
"Η Μεγάλη Χίμαιρα"
"Η Μεγάλη Χίμαιρα"
Μυθιστόρημα
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αθήνα 2010
Μια καλή μου φίλη, λίγο πριν από το καλοκαίρι, ένιωθε την
υποχρέωση να μου χαρίσει ένα βιβλίο. Ήρθε, λοιπόν, στο σπίτι μου, και μου έφερε
με πολύ καμάρι το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Η μεγάλη Χίμαιρα», λέγοντάς μου
ότι επειδή ξέρει ότι δεν μου αρέσουν τα ευπώλητα γενικώς, σκέφτηκε να μου
χαρίσει ένα κλασικό έργο για να με ικανοποιήσει.
Πραγματικά, το χάρηκα πολύ αυτό το μυθιστόρημα του Καραγάτση, που το διάβασα στη διάρκεια των διακοπών στη θάλασσα. Με μάγεψε. Αφέθηκα στην ομορφιά και τη σαγήνη του. Στο τέλος συγκλονίστηκα!
Διάβασα ξανά για τον Μ. Καραγάτση, πριν αρχίσω την παρουσίαση του έργου του. Υπήρξε ο επιφανέστερος, ο εμβληματικός πεζογράφος της γενιάς του 30. Γεννήθηκε το 1908 και πέθανε σε ηλικία 52 ετών το 1960. Το όνομά του ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος, αλλά χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Καραγάτσης από ένα δέντρο που λέγεται καραγάτσι, που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας της Ραψάνης, όπου περνούσε τα εφηβικά καλοκαίρια του. Το Μ. του ψευδωνύμου του προήλθε από το «Μίτια», όπως λέγεται στα ρωσικά ο Δημήτρης, με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές, λόγω της μεγάλης του αγάπης προς τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή, είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδυσσέα Ελύτη, Άγγελο Τερζάκη και Γιώργο Θεοτοκά.
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο». Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά τη Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή.
Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της Χίμαιρας, η Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να "εγκλιματιστούν" και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή».
Ο Μ. Καραγάτσης αναλύει την ανθρώπινη ψυχή και μας δίνει ένα εξαίρετο ψυχογράφημα με πολλές λεπτομέρειες των ψυχικών διακυμάνσεων των ηρώων του, κυρίως της κεντρικής ηρωίδας του, της Μαρίνας. Αναλύει συστηματικά αυτόν τον γυναικείο χαρακτήρα και μας προξενεί τη συμπάθεια μα και τον φόβο για την τελική κατάληξη.
Η Μαρίνα είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα, που, όπως όλοι σχεδόν οι ήρωες του Καραγάτση, παρασυρμένη στις άμετρες απολαύσεις του σώματος, «γεύονται με άμετρο πάθος ηδονές και βιώνουν τις καταστρεπτικές συνέπειες του Ριζικού και της Μοίρας». Η Μαρίνα Ρεϊζη σε κάποια στιγμή καταλήγει: «Το πάθος συνταυτίζει τον έρωτα με τον θάνατο».
Η Μαρίνα, μια έξυπνη Γαλλίδα με λαμπρές σπουδές, που η μητέρα της αποζεί από την πορνεία, μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της, κληρονομεί αρκετά χρήματα. Μια μέρα, σε μια βόλτα της στο λιμάνι, ερωτεύεται έναν Έλληνα ναυτικό από τη Σύρο, τον Γιάννη Ρείζη.
Με το καράβι του φτάνουν στο νησί του, όπου έρχεται αντιμέτωπη με τη χήρα μητέρα του, που δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την ξένη νύφη, γι’ αυτό και μετά την πτώση της οικογένειας, ξεσπά στον άλλο γιο της, τον μικρότερο, τον Μηνά: «Να πάρεις δικό μας κορίτσι, Κασιώτισσα».
Η ζωή τους κυλά ευτυχισμένη. Οι δυο τους, η Μαρίνα και ο Γιάννης, είναι πολύ ερωτευμένοι. Η Μαρίνα διαβάζει συνεχώς και μαθαίνει Ελληνικά. Ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα και λατρεύει την ελληνική λογοτεχνία. Την ευτυχία τους συμπληρώνει κι ένα κοριτσάκι που έχει το όνομα της γιαγιάς του, της Άννας, η οποία προσπαθεί να το μεγαλώσει με τις δικές της αρχές και αξίες. Γι΄ αυτό ο τρόπος ανατροφής της μικρής γίνεται αφορμή για να ξεσπάσει «μια αντιμαχία ανεπαίσθητη, αδιόρατη… μα που φαρμάκωνε σιγανά και σταθερά την ατμόσφαιρα του σπιτιού».
Με τα χρήματα της Μαρίνας ο Γιάννης αποκτά και δεύτερο καράβι. Η περιουσία αυγαταίνει. Ζουν, απολαμβάνοντας τη νησιώτικη φύση, αλλά και την κοινωνική ζωή στο νησί, όπου είναι ευπρόσδεκτοι σε όλες τις κοινωνικές συναναστροφές.
Μέχρι την αποφράδα μέρα που ήρθε το άσκημο μαντάτο: το νέο καράβι τους, η «Μαρίνα», βυθίστηκε σε μια θαλασσοταραχή, παίρνοντας στο βυθό όλους τους ναύτες της. Το νησί όλο μαυροφόρεσε. Μεγάλος πόνος. Μια σύγχρονη τραγωδία.
Ο Γιάννης αναγκάζεται να
μπαρκάρει ο ίδιος καπετάνιος στο ένα καράβι που τους απόμεινε, τη «Χίμαιρα»,
για να εξοικονομήσει λεφτά να αγοράσει ξανά ένα δεύτερο καράβι, μια νέα
«Μαρίνα». Άφησε τον αδελφό του τον Μηνά που ήταν δικηγόρος στην Αθήνα να
προσέχει τις γυναίκες του.
Η Μαρίνα ήταν απαρηγόρητη.
«Η Μαρίνα κλείστηκε στο σπίτι της, στο Πισκοπιό. Γύρω της απλώθηκε η μοναξιά. Ένα κενό δυσφορικά μονότονο. Δεν είχε πια αυτοκίνητο. Τώρα, δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα μπορεί να καταβαίνει στη Σύρα. Τόσο μόνο της επιτρέπουν τα οικονομικά της να παίρνει ταξί».
Πέρασε ένας χρόνος «φτώχειας, πίκρας, μοναξιάς, ανίας, απογοήτευσης». Ένα βράδυ που μέσα στην απελπισία της βγήκε έξω, το παιδί της αρρώστησε βαριά από πνευμονία. Ήρθε κι ο Μηνάς από την Αθήνα.
«Παιδί μου» του είπε η μάνα του «η δυστυχία σαν έρθει, έρχεται σιγά-σιγά. Μα δεν σταματάει. Έρχεται ως το τέλος».
Και πράγματι! Την ώρα που το παιδί ψυχορραγούσε, η Μαρίνα κι ο Μηνάς ενώνονταν σ’ ένα παράνομο πάθος. Μετά την κηδεία της μικρής, ο Μηνάς φεύγει για τον Πειραιά με το καράβι, αλλά δεν αντέχει τις τύψεις που τον κυνηγούν και πέφτει στη θάλασσα. Τον βρήκαν μετά από δυο μέρες κάτω από τον γκρεμό, μπρούμυτα στα χαλίκια του γιαλού.
Η Μαρίνα ολημερίς βρίσκεται στο νεκροταφείο. Ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος από τον Μηνά. Την παραμονή της επιστροφής του άντρα της, η πεθερά της τη συγχώρεσε… Το πρωί, η Μαρίνα, μόλις είδε τη «Χίμαιρα» να μπαίνει στο λιμάνι, έπεσε στη θάλασσα…
Έτσι ήθελε ο Καραγάτσης να φέρει την κάθαρση στο έργο του: «δι’ ελέου και φόβου».
«Η Μεγάλη Χίμαιρα» είναι πραγματικά ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη. Είναι ένα έργο βαθυστόχαστο, με έντονο προβληματισμό, όπου ο συγγραφέας φιλοσοφεί πάνω στη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις.