«Αργός Χορός»
Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου
Εκδόσεις Διόπτρα
Αθήνα 2012
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Γράφω τις σκέψεις μου για
το βιβλίο «Αργός Χορός» της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου, μόλις λίγα λεπτά,
μετά που τελείωσα και την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Μια γλυκιά μέθη με
έχει συνεπάρει. Είναι σαν να ζω σε μια παραμυθοχώρα, σε μια άλλη διάσταση. Η
γλυκύτητα, η τρυφερότητα και η θαλπωρή αυτού του μυθιστορήματος με έχουν τυλίξει
στα μαγνάδια τους.
|
Παραλία της Αμμοχώστου |
Είναι ένα τέλος πολύ
ευτυχισμένο, ελπιδοφόρο και αισιόδοξο, όπως όλοι οι άνθρωποι το επιθυμούμε,
μέσα από μια φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Παρά τις όποιες δυσκολίες, τις
επώδυνες αποφάσεις, τις κακοτοπιές, τα αναποδογυρίσματα της μοίρας, τους
εγωισμούς, τους μετεωρισμούς και τα διλήμματα, οι ήρωες και οι ηρωίδες της
συγγραφέως καταφέρνουν στο τέλος να τα βρουν με τον εαυτό τους και με τους
άλλους και να έχουν πρίμο αέρα στο ταξίδι της ζωής.
Η τεχνική της συγγραφέως
είναι ευρηματική. Ξεκινά «in medias res», στο
μέσο των πραγμάτων, και με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν, μέσα από
εγκιβωτισμένη αφήγηση, φωτίζει όσα προϋπήρξαν και τα ενώνει με το παρόν. Έτσι,
καταφέρνει να δέσει τα πρόσφατα γεγονότα που ακόμα είναι τόσο νωπά και πονούν,
μαζί με την ιστορία του νησιού μας των τελευταίων εξήντα σχεδόν χρόνων.
Η
έκρηξη στο Μαρί με την κοινωνική αντίδραση που προκάλεσε, οι συνέπειες της
οικονομικής κρίσης σε όλους, μα κυρίως σε δυο νέους που αγαπιούνται, την Άννα
και τον Αλέκο, συνυφαίνονται με την ιστορία της γιαγιάς του Αλέκου, της Σοφίας,
που κρύβει μια ολάκερη ζωή τον ανεκπλήρωτο έρωτά της που γεννήθηκε στα χρόνια
του Αγώνα. Όταν ο Αλέκος, μέσα στη δίνη της ανεργίας, σκέφτεται τη φυγή στο
εξωτερικό, η γιαγιά Σοφία ως από μηχανής θεός τού δίνει ένα τετράδιο για να
διαβάσει την ιστορία της και να την κάνει ταινία.
Το μυθιστόρημα της Γιόλας
Δαμιανού Παπαδοπούλου χωρίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο σε δύο άξονες, σε δύο παράλληλες
ενότητες: την ενότητα του παρόντος και την ενότητα του παρελθόντος με την
ανάγνωση του τετραδίου της γιαγιάς Σοφίας. Γύρω από τη γιαγιά Σοφία κινείται
ένα πλήθος ηρώων, ανθρώπων που μοιράστηκαν μαζί της τα γεγονότα που σημάδεψαν
το κορμί του νησιού μας. Ο ιστορικός χρόνος διαρκεί από τον Ιούλιο του 2011,
μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2012, ενώ ο πραγματικός χρόνος του
μυθιστορήματος φτάνει πίσω στη δεκαετία του 1950, όταν η Σοφία με την
οικογένειά της ζούσαν σε ένα αρχοντικό στην παλιά Αμμόχωστο.
Προσωπικά, λόγω καταγωγής,
με συγκίνησε πολύ η αναφορά στην παλιά πόλη, την περίκλειστη μέσα στα τείχη,
που πριν από το 1963 μπορούσαμε να επισκεφτούμε, αλλά μετά περνούσαμε απ’ έξω
με φόβο. Οι εικόνες που έχω από εκείνη την περίοδο, στα οκτώ μου χρόνια, είναι αλγεινές: χιλιάδες
ανθρώπους να συνωθούνται σε τσαντίρια μέσα από τα τείχη, μετά την
τουρκανταρσία, όπου η ΤΜΤ ανάγκασε με τη βία των όπλων ανθρώπους ριζωμένους στη
γη τους να την εγκαταλείψουν και να κλειστούν στην παλιά Αμμόχωστο. Μου έμεινε
η εικόνα αυτή της μιζέριας και της εξαθλίωσης βαθιά ριζωμένη μέσα στην ψυχή
μου.
Τώρα που μπορούμε να την επισκεφτούμε, τόλμησα δυο φορές το προσκύνημα
στην περίκλειστη πόλη με τις εκκλησίες της, τις «υπέρογκες αρχιτεκτονικές», ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο,
τον λατινικό
καθεδρικό ναό των αρχών του 14
ου αιώνα, που ήταν η μητρόπολη, όπου
οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου στέφονταν και ως βασιλείς της Ιερουσαλήμ. Τώρα
λέγεται τζαμί του Λαλά Μουσταφά.
Εμείς, όμως, σύμφωνα με
τον ποιητή «ήμασταν συνηθισμένοι να το
στοχαζόμαστε αλλιώς το «Ιησούς Χριστός Νικά». Γι’ αυτό την ψυχή μας γαληνεύει
η διπλανή εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων, που ήταν το μεσαίωνα ο
καθεδρικός Ναός των Ορθοδόξων,
τρίκλιτη βασιλική του 14
ου αιώνα, με
τοιχογραφίες και σκαλίσματα σε αψίδες, υπέρθυρα και τόξα των παραθύρων.
Πιο
κάτω, συναντούμε τον Άγιο Γεώργιο των Λατίνων του 13ου αιώνα, που
εθεωρείτο το καλύτερο δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής στην πόλη. Μπροστά του για
46 χρόνια βρίσκονταν οι γραμμές του τραίνου που εξυπηρετούσε την Κύπρο από το
1905 ως το 1951. Απέναντι από την ερειπωμένη πια εκκλησία βρίσκονται τα τείχη
και σε μια άκρη τους τo λιοντάρι της Αμμοχώστου, απ’ τo οποίo έμεινε η γνωστή
φράση για όσους έχουν παράπονο.
Η Σοφία στην αφήγησή της
αναφέρει (Σελ.48-49) ότι χάνονταν μέσα στην ιστορία της πόλης τους με τα
ωραιότερα μεσαιωνικά τείχη στον κόσμο που «φρουρούσε
παλάτια, κάστρα κι εκκλησιές .Σ’ αυτή την πόλη έζησαν οι ευγενέστεροι ιππότες
του Μεσαίωνα, οι πλουσιότεροι έμποροι της Ανατολής… Ο Πύργος του Οθέλλου στέκει
χορταριασμένος και πένθιμος, κρατώντας το φάντασμα της Δεισδαιμόνας, που
συγκινούσε την παιδική μου φαντασία και με έκανε πολλές φορές να το σκάω από το
σπίτι για να υποδυθώ με άλλα παιδιά την
ιστορία της».
Αξίζει να τονιστεί ότι στα
κεφάλαια του παρελθόντος, που μιλά η Σοφία, κυριαρχεί το πρώτο πρόσωπο, ενώ στα
κεφάλαια του παρόντος ανιχνεύουμε τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, με
μηδενική ή χωρίς εστίαση, που γνωρίζει και τις πιο μύχιες σκέψεις των ηρώων
του, και ασφαλώς γνωρίζει και πιο πολλά απ’ αυτούς. Η γλώσσα είναι η πανελλήνια
δημοτική, απλή, ρέουσα, γλυκιά, ποιητική, τρυφερή, ενώ μόνο η Ασπασία μιλά τη
γλώσσα του χωριού της, η κοπέλα που τους βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, αλλά
τη νιώθουν ως μέλος της οικογένειας, και με τη θυμοσοφία του απλού ανθρώπου
λέει αλήθειες, στηρίζει, παρηγορεί και εμψυχώνει. Αυτή η διαφοροποίηση είναι
πιστεύω, ένα από τα θετικά του βιβλίου. Ο καίριος και εύστοχος λόγος της είναι
η ζώσα και γρηγορούσα συνείδηση, λειτουργεί σαν το δαιμόνιο του Σωκράτη που δεν
τον άφηνε να ησυχάσει.
Φίλοι και φίλες,
Όσοι ξέρουμε τη Γιόλα
Δαμιανού Παπαδοπούλου, καταλαβαίνουμε γιατί οι ήρωές της είναι στην πλειοψηφία
τους ευγενείς και ευπρεπείς, με αρχοντιά και μεγαλείο ψυχής, άνθρωποι του
χρέους, με αξίες και ιδανικά. Είναι τα δικά της πιστεύω και οι δικές της αξίες
που προβάλλονται. Αξίες ηθικές και εθνικές.
Έτσι, μέσα από τις σελίδες του
μυθιστορήματος περνούν τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια της κεντρικής ηρωίδας, κόρης
μεγαλοαστικής οικογένειας, της γιαγιάς Σοφίας, στην παλιά Αμμόχωστο, όπου
συμβίωναν αρμονικά σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, κι ύστερα ο πόνος από την αναγκαστική
μετακόμισή τους στη Λευκωσία το 1956 με τη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Στη Λευκωσία, μένουν στο σπίτι της γιαγιάς Ελένης,
της γιαγιάς που, για να γλυκάνει τις καρδιές ,πάντα είχε γι’ αυτούς που
αγαπούσε πίτες της σάτζης. Φοιτά στο Θηλέων Φανερωμένης, δίνει τον όρκο της ΕΟΚΑ: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ότι θα αγωνισθώ με όλας μου
τας δυνάμεις διά την απελευθέρωσιν της Κύπρου από τον αγγλικόν ζυγόν, θυσιάζων
και αυτήν την ζωήν μου…». Και συνεχίζει: «Όταν έφυγα από το εξομολογητήριο δεν ήμουν πια ο ίδιος άνθρωπος. Είχα
χάσει την παιδικότητά μου και στο πρόσωπό μου είχε χαραχτεί η σκληρή
πραγματικότητα».
Η ζωή της από δω και πέρα
πήρε άλλη διάσταση. Γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα, τον Σωτήρη, που ήταν κι αυτός
μαθητής, ενταγμένος στην ΕΟΚΑ. Ένας έρωτας αγνός, όμορφος, τρυφερός. Η μητέρα
της, όμως, θα τη φυλακίσει στο σπίτι, όταν το ανακαλύπτει, κι ύστερα από έναν
αποτυχημένον αρραβώνα από συνοικέσιο, θα τη στείλουν στη Βηρυτό για να σπουδάσει.
Ζούμε μαζί με την ηρωίδα έναν χρόνο υπέροχης ζωής στο «Παρίσι της Ανατολής»,
αλλά και πάλι την αναγκάζουν να γυρίσει πίσω, γιατί την ερωτεύτηκε ένας
πλούσιος Λιβανέζος. Στη σκέψη της όμως και στην καρδιά της ζει ο Σωτήρης, ο
οποίος σπουδάζει στην Αθήνα, αλλά σαν να χάθηκε από προσώπου γης. Έτσι, δέχεται
να παντρευτεί ένα καλό παιδί, τον Πέτρο, που της εξασφαλίζει μια σίγουρη ζωή,
ασφάλεια και σταθερότητα, όμως μέσα στην καρδιά της υπάρχει πάντα ο Σωτήρης.
Αποκτούν
μια κόρη, τη Νεφέλη, που είναι η μητέρα του Αλέκου, του κεντρικού ήρωά μας. Στη
συνέχεια, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνά όλη η περίοδος της
Ανεξαρτησίας, με την ευφορία που τη συνόδεψε, η τουρκοκυπριακή ανταρσία, η
απειλή της Τουρκίας για επέμβαση, η οικονομική ανάπτυξη… Σε ένα ταξίδι στην
Αθήνα, ψάχνει να τον βρει.
Εξομολογείται στην Ασπασία, που δεν μπορούσε να την
ξεγελάσει: «Τον Σωτήρη δεν σταμάτησα
ποτέ να τον αγαπώ. Και όταν βρέθηκα στην Αθήνα, με έπιασε ένα αμόκ. Βγήκα στους
δρόμους και έψαχνα σαν τρελή να τον συναντήσω. Δεν ήξερα πού να ψάξω και
περπατούσα ώρες, μέχρι που έχασα τον προσανατολισμό μου, νύχτωσε και δεν είχα
τρόπο να γυρίσω, έβγαλα τη νύχτα σε ένα παγκάκι, μες το κρύο. Όταν το πρωί με
βρήκε ένας αστυνομικός, ψηνόμουν στον πυρετό, και με μετέφερε στο νοσοκομείο». Θα
τον βρει κάποτε, άραγε για να μάθει την αλήθεια;
Τα χρόνια περνούν, οι
οικογένειές τους αποκτούν εξοχικά στο Βαρώσι, διαμερίσματα στη λεωφόρο
Κέννεντυ. Εκεί περνούν τις διακοπές του καλοκαιριού, μαζί με την παιδική φίλη της Ελπίδα, την αδελφή της Ελένη και τη
μαμά της , την Ειρήνη. Είναι η χρονιά του πραξικοπήματος και της εισβολής. Με
τη δεύτερη εισβολή φεύγουν αλλοπαρμένοι από το Βαρώσι. Φτάνουν στη Δερύνεια. Οι
γονείς της επιστρέφοντας στη Λευκωσία, κτυπήθηκαν από όλμο και πέθαναν. Οι
άντρες τους στον πόλεμο.
Όταν ο Πέτρος επέστρεψε, ενώ οι δυο άλλοι πιάστηκαν
αιχμάλωτοι, διηγείται τα γεγονότα στη Σοφία: «Ξαφνικά, ακούσαμε φωνές δικών μας παιδιών, δόθηκε διαταγή για
οπισθοχώρηση. Πήραμε δρόμο μέσα από τους κάμπους, περπατούσαμε ώρες, μέρες
,πεινασμένοι και διψασμένοι, μπήκαμε σε λεηλατημένα χωριά που τα είχαν
εγκαταλείψει οι κάτοικοί τους, βρήκαμε ανοιχτές εκκλησίες με ποδοπατημένα τα
εικονίσματα, πτώματα μικρών κοριτσιών μισόγυμνα, που πέθαναν μετά από
πολλαπλούς βιασμούς στρατιωτών, αφημένα στο έδαφος, μας κοιτούσαν με μάτια
γυάλινα, παρακαλεστικά… Τους αιχμαλώτους τους έστηναν στον τοίχο και τους
εκτελούσαν…».
Στο μεταξύ, στη Λευκωσία
του σήμερα, ο Αλέκος, μετά από μια παρεξήγηση, ψυχραίνεται με τη φίλη του από
τα μαθητικά χρόνια, την Άννα, αλλά η γιαγιά Σοφία καταφέρνει να τους φέρει και
πάλι κοντά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2011, όταν πια ο Αλέκος βρήκε
δουλειά, αλλά και η ταινία του, στην οποία κατέγραψε τυχαία την έκρηξη στο
Μαρί, βραβεύτηκε στην Αμερική.
Το τέλος του βιβλίου, του
οποίου δεν θα αποκαλύψουμε ποια σχέση έχει με τον τίτλο, μας αφήνει με χρώματα
, αρώματα, εικόνες και γεύσεις μιας
άλλης εποχής.
Μας ανοίγει, όμως, ταυτόχρονα, και μια χαραμάδα ελπίδας. Μας
ταξιδεύει, μας μαγεύει τις αισθήσεις, μας συγκινεί, μας πλημμυρίζει
συναισθήματα, μας προβληματίζει για πολλά πράγματα, και του παρελθόντος μα και
του παρόντος, όπως τον καθωσπρεπισμό της γιαγιάς Ειρήνης, που υπάρχει και μια
δόση ειρωνείας, ή την ανασφάλεια των νέων σήμερα.
Είναι ένα πολυσχιδές,
πολυδιάστατο μυθιστόρημα «διάχυτο από τρυφερότητα, δάκρυα, πόνο, ελπίδα».
Ασυναίσθητα, γίνονται οι συγκρίσεις του τότε, με το σήμερα. Η αρχοντιά, η
εγκαρτέρηση και η μεγαλοσύνη των
ανθρώπων που αντικαταστάθηκε από την εγωπάθεια, την έλλειψη υπομονής και τον
εύκολο πλουτισμό.
Όλα αυτά συνθέτουν τον καμβά πάνω στον οποίο η Γιόλα Δαμιανού
Παπαδοπούλου κέντησε την ιστορία της γιαγιάς Σοφίας και του κόσμου της, αλλά
και των ηρώων της έκρηξης στο Μαρί, στους οποίους και το αφιερώνει. Μου άρεσε
ιδιαίτερα η ικανότητα της γιαγιάς Σοφίας να επικοινωνεί με τα νιάτα.
Μπορώ να πω ότι όσο
προχωρούσε η ανάγνωση, τόσο γινόταν και πιο συναρπαστική. Μέχρι το τέλος,
καταφέρνει η συγγραφέας να μας κρατά δέσμιους στο ταξίδι αυτό, το ρεαλιστικό
και ρομαντικό συνάμα. Οι χαρακτήρες έχουν στηθεί πολύ στέρεα, πάνω σε άξονες
αξιοπρέπειας, πόνου, αγάπης, σοβαρότητας, ενώ με την περιγραφική της δύναμη η
συγγραφέας μας ξεναγεί από την παλιά πόλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, τη
Βηρυτό και την Αθήνα. Αυτή η τεχνική της εναλλαγής του παρελθόντος με το παρόν
είναι εξαιρετική.
Επιλογικά, εύχομαι στη
Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου να της χαρίζει ο Θεός υγεία και δύναμη για να
συνεχίσει να μας δίνει ωραίες ιστορίες σαν κι αυτήν που έχει σχέση και με την
ιστορία του νησιού μας, για να μαθαίνουν και οι νέοι μας αλλά και οι
συνέλληνες, και να θυμούνται οι παλιοί. Ας ευχηθούμε η αισιόδοξη διάθεση με την
οποία καταλήγει η συγγραφέας, να μας διαπεράσει όλους μας , για να μπορέσουμε
να διαβούμε τις συμπληγάδες που καραδοκούν στον δρόμο μας. Ο Θεός θα μας
βοηθήσει! Περάσαμε χειρότερα ως Ελληνισμός και δεν λυγίσαμε. Όμοια, θα
αντέξουμε και τώρα. Πρέπει να ελπίζουμε. «Τάχ’
αύριον έσσεται άμεινον».