Βασίλης Μιχαηλίδης ο Πέρκαλλος. Του Κώστα Βασιλείου
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Ο ΠΕΡΚΑΛΛΟΣ
που οροθέτησεν το πέρκαλλον με την ανεράδαν, την Εννάτην Ιουλίου τζιαι την Χιώτισσαν, με τον Δκιάολον, με τον αμολόητον, με τον Ρωμιόν - τζιαι με την Ρωμιοσύνην· που έκαμεν τον άξαμον για την περκαλλοσύνην, με το πιο ακριβόν τετράστιχον που έγραψεν ποιητής για την πατρίδαν του· αν έσιει άλλον καλλύτερον φέρτε το τζι'αξαμώστε· έβρετε άλλες λέξεις όπως το συνότζιαιρη, όπως το σσιέπει, όπως τα'ψη, μα προπαντώς, όπως το δεύτερον κανένας μες την μέσην, που κατεβαίνει που τον δεύτερον στον τρίτον στίχον όπως το μασιαίριν:
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου·
κανένας εν εβρέθηκεν για να την ιξιλείψει·
κανένας, γιατί σσιέπει την που τα'ψη ο Θεός μου·
η Ρωμιοσύνη εν νά χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.
Ένει οξά'ν ένει ο πέρκαλλος; έτσι λαλείτε εσείς τζι'εγιώ, μα ποιός μας λοαρκάζει αφόν το είπεν τζι'ο Grante Pope της ποιητιτζιής, ο νομπελλίστας ο Σεφέρης, που κάθε λος του ήταν ευαγγέλιον, που μ'έναν νέψιμον του έκαμνεν τον ψύλλον κάμηλον τζιαι τον κάμηλον ψύλλον, που είπεν είπεν για τους δασκάλους του γένους τζι εδιασταύρωσεν τζι εστράωσεν τους τζι εμπαστάρτεψεν την ποίησην με τον κάθε φραγκολεβαντίνον που τ'ανάθθεμαν, τζι έν ήβρεν μιάν λέξην να πει για τον ποιητήν της Ρωμιοσύνης· να φανταστούμεν ότι έν τον άμπλεψεν, όι ο δι, ο τρίμματος, π'ανάγυρεν την Κύπρον που γωνιάς, που εν άφηκεν πέτραν ασήκωτην, που είπεν - ώρα του καλή - για τον Νεόφυτον τον Έγκλειστον, για τον Λεόντιον τον Μασιαιράν τζαι για τον Αδαμάντιον, που είπεν για τους σσιύλλους τζαι για τους κάττους, για τους στρούφους τζαι για τους κουκκουφκιάους, τζι έν άμπλεψεν κοτζιά μου λιόνταν, κοτζιά μου ατόν; άμπλεπεν τζι εκαλάμπλεπεν, αν μεν έμπλεπεν, πόθθεν εξετρύπωσεν, για να μεν πούμεν ότι εκλεφτούρκασεν την λέξην Ρωμιοσύνη, για να κάμει τον ψηφιδωτόν καημόν της Ρωμιοσύνης, το καμάριν του, γιατί αν μεν την εκλεφτούρκαζεν, γιατί εν έβαλεν μιαν παραπομπήν, που έκαμεν τες Σημειώσεις επιστήμην για τους ξενικούς τζαι τους αρχαίους; μόνον που ο Βασίλης έν ήτουν μέ ξενικός μέ αρχαίος, μέ μπάσταρτος μέ λινοπάμπακος, ως τζαι μιαν αφιέρωσην που εσκέφτετουν να βάλει κάτω που τον τίτλον του,
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ
Μνήμη του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη
σκέφτου τζαι να σκεφτείς, να την βάλει να μεν την βάλει, ανάδοξεν του τζι έν την έβαλεν, τζι εβρέθην πεταξούμενη σ΄έναν δαχτυλόγραφόν του για να τον δαχτυλοδείχνει,
Lie quiet divus
Θέλω να πω θκειέ μου Βασίλη,
Βασίλη βασιλέα μου
φέγγος των αμμαθκιών μου·
κανένας εν σε θκιαβάζει
κανένας εν σε σκαμπάζει·
κανένας εν σε σαϊτίζει
κανένας εν σε πεϊντίζει
κανένας - ποιός τους καταρκάζεται
κανεί που έγραψες τ'αθάνατα ποιήματά σου
τα βαρβάτα,
στα ζωντανά σου τα Ρωμαίϊκα τ'αμολόητα
τ'αρτσιάτα.
Που τη συλλογήν του Κώστα Βασιλείου, Το Ίλαντρον. (Λευκωσία: Εκδόσεις Αιγαίον, 2000).