Τρίτη 3 Ιουνίου 2014


Παρουσίαση Βιβλίου
Γιοστέιν Γκάαρντερ     
«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»
Αθήνα 2005
Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη


Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ευγνωμονώ τη φίλη μου Κίκα Ολυμπίου που μου χάρισε το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το κορίτσι με τα πορτοκάλια». Το διάβασα σχεδόν απνευστί στο αεροπλάνο των Βρετανικών Αερογραμμών στην πτήση Λονδίνο-Νέα Υόρκη, στις 30 Μαρτίου 2014.
Η πτήση ήταν πρωινή, έτσι δεν χρειαζόταν να κοιμηθώ στο αεροπλάνο, γι’ αυτό την αξιοποίησα με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Να αναφέρω ότι είχε και δύο ώρες καθυστέρηση, που δεν με ενόχλησε, αφού είχα την καλύτερη συντροφιά, μια που δεν ήταν μαζί μου η οικογένειά μου.

Καταρχάς, με προδιέθεσε ευνοϊκά το εξώφυλλο του βιβλίου αυτού με τα λευκά αστέρια και τους πλανήτες στο πάνω μέρος και το πορτοκάλι με τα δύο πράσινα φύλλα, στο κάτω δεξιά μέρος, πάνω στο γλυκό ανοικτό  μπλε φόντο. Η όλη εικόνα παραπέμπει σε ρομαντικό σκηνικό, σε γλυκύτητα και τρυφερότητα.
Πραγματικά, είναι ένα μυθιστόρημα που αποπνέει ζεστασιά και αγάπη, είναι «ένα σύγχρονο παραμύθι με φιλοσοφική διάσταση, μια πανέμορφη ιστορία αγάπης». Ο συγγραφέας του έγραψε και το βιβλίο «Ο κόσμος της σοφίας» που ενέπνευσε ανθρώπους κάθε ηλικίας, βοηθώντας τους να κατανοήσουν την ιστορία της φιλοσοφίας.
Η ιστορία αυτού του μυθιστορήματος βασίζεται σε ένα γραπτό που άφησε ένας ετοιμοθάνατος πατέρας στον τετράχρονο γιο του, για να γνωριστούν με αυτόν τον παράδοξο τρόπο, αφού δεν θα είχαν αλλιώς την ευκαιρία να το κάνουν. Ο πατέρας έγραψε αυτή την ιστορία για να τη διαβάσει ο γιος του, όταν θα μεγάλωνε αρκετά, ώστε να την καταλάβει. «Έγραψε ένα γράμμα για το μέλλον».
Έτσι, στο μυθιστόρημα συνυπάρχουν δύο αφηγητές, ο πατέρας και ο γιος, που ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλο.
«Ο πατέρας μου πέθανε πριν από έντεκα χρόνια. Τότε ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάκουγα κάτι γι’ αυτόν, αλλά τώρα γράφουμε μαζί ένα βιβλίο».
Από την ομώνυμη ταινία

Ο ήρωάς μας λέγεται Γκέοργκ Ρόεντ και ζει στο Όσλο της Νορβηγίας μαζί με τη μητέρα του, τον νέο της άντρα, τον Γιόργκεν και τη μικρότερη ετεροθαλή αδελφή του, τη Μίριαμ, που είναι μόλις ενάμισι έτους. Πλάι σ’ αυτούς κινούνται και άλλα πρόσωπα, όπως οι παππούδες του από την πλευρά του πατέρα του.
Η ιστορία αρχίζει in medias res, στη μέση των πραγμάτων, μια Δευτέρα, όταν η γιαγιά του Γκέοργκ  πήγε να φέρει κάτι από την αποθήκη με τα εργαλεία, και βρήκε πάνω στο κάθισμα του κόκκινου παιδικού αυτοκινήτου του την «ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια». Έτσι, ήρθαν με τον παππού εσπευσμένα στο Όσλο.
Μόλις γύρισε ο Γκέοργκ από το Ωδείο, τον περίμεναν και πήραν όλοι, γονείς και παππούδες, επίσημο ύφος, ώστε πίστεψε ότι είχε συμβεί κάτι κακό.

«Τότε η γιαγιά ανακοίνωσε ότι είχε βρει ένα γράμμα που ο πατέρας μου είχε γράψει λίγο πριν πεθάνει. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται». Μόλις άνοιξε τον φάκελο, πετάχτηκε πάνω, γιατί στο πρώτο φύλλο  ήταν γραμμένο το εξής:
«Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα…»

Βέβαια, κάποια πράγματα με αυτή την ανακάλυψη εξηγούνταν, όπως ότι ο πατέρας του είχε απαιτήσει να μη δοθεί σε κανέναν το κόκκινο παιδικό αυτοκινητάκι.
Πήρε, λοιπόν, ο Γκέοργκ το γράμμα του πατέρα του και πήγε στο δωμάτιό του για να το διαβάσει με την ησυχία του. Ο πατέρας του προσπαθεί να του θυμίσει κάποιες στιγμές που πέρασαν μαζί, θυμίζοντάς του ότι το σώμα του ήταν πολύ άρρωστο.
«Ίσως να θυμάσαι ότι ήμουν γιατρός, ασφαλώς η μαμά θα σου έχει πει κάποια πράγματα για μένα, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Δε δουλεύω ποια, αφού είμαι άρρωστος και ξέρω καλά τι έχω. Δεν είμαι από τους ασθενείς που προτιμούν να τους λένε ψέματα».
Στη συνέχεια, του αναφέρει ότι θα του διηγηθεί την ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια. Ανάμεσα στη διήγηση του πατέρα παρεμβάλλονται οι σκέψεις και τα σχόλια του γιου. Αυτή είναι η τεχνική του συγγραφέα, ομολογουμένως πολύ πρωτότυπη.
Ο γιος απορεί γιατί ο πατέρας του, τού αναφέρει το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ. Είναι κι αυτό κάτι σαν προσήμανση, αφού στο τέλος θα πει ότι έκανε μια εργασία στο σχολείο γι’ αυτό το θέμα. Άρα, κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για τον ουρανό και γενικά τον φυσικό κόσμο.
Η ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια αρχίζει τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα απόγευμα πριν μπει ο χειμώνας, καθώς περίμενε το τραμ μπροστά στο Εθνικό θέατρο. Είχε μόλις αρχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική.
«Το πρώτο που πρόσεξα ήταν ένα αστείο κορίτσι που στεκόταν στο διάδρομο με μια τεράστια χαρτοσακούλα γεμάτη πορτοκάλια. Φορούσε ένα παλιό πορτοκαλί εκδρομικό άνορακ και σκέφτηκα, το θυμάμαι σαν σήμερα, ότι η σακούλα που έσφιγγε πάνω της ήταν τόσο μεγάλη και βαριά, ώστε από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να της πέσει. Αλλά δεν πρόσεξα τόσο τα πορτοκάλια, όσο την ίδια. Βλέπεις, κατάλαβα αμέσως ότι είχε πάνω της κάτι ιδιαίτερο, κάτι ακαθόριστα μαγικό και σαγηνευτικό».
Κάποια στιγμή που το τραμ γέρνει απειλητικά, φάνηκε στον νεαρό φοιτητή της Ιατρικής ότι το κορίτσι με τα πορτοκάλια κλυδωνίζεται και αντιλαμβάνεται ότι είναι «αυτός που πρέπει να σώσει από το ναυάγιο την τεράστια σακούλα».
Έτσι, έκανε τη μοιραία κίνηση, και η σακούλα φεύγει από το χέρι του κοριτσιού και τότε τριάντα ή σαράντα πορτοκάλια κυλούν σε όλο το τραμ. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Προσπαθώντας να μαζέψει τα πορτοκάλια, ψιθυρίζει συγγνώμη, ενώ το κορίτσι παίρνει από τα χέρια του ένα πορτοκάλι και χάνεται ανάλαφρα στον δρόμο «σαν τη νεράιδα του παραμυθιού».
Από εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το κορίτσι με τα πορτοκάλια, ενώ ταυτόχρονα τον απασχολούσε και γιατί ήθελε τόσα πορτοκάλια. Ώσπου μια μέρα την είδε σε ένα φοιτητικό στέκι, σε μια καφετέρια. Εκείνη του χάιδεψε τρυφερά το χέρι και πάλι αγκαλιά με τη μεγάλη σακούλα των πορτοκαλιών, σηκώθηκε και βγήκε στον δρόμο. Πρόσεξε, όμως, ότι από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Οι προσπάθειες για να ξαναδεί το κορίτσι με τα πορτοκάλια συνεχίζονται για καιρό. Μέχρι που τη βλέπει πάλι στον Καθεδρικό ναό, τη  μέρα των Χριστουγέννων, όπου πάει πιστεύοντας ότι θα τη δει. Τότε, θα του ζητήσει να την περιμένει μισό χρόνο για να ξαναϊδωθούν, ενώ του υποσχέθηκε ότι τον άλλο μισό χρόνο θα βρίσκονται κάθε μέρα.
Ο πατέρας θα εξομολογηθεί στον γιο του ότι συγκλονίστηκε, όταν το κορίτσι ήξερε το όνομά του. Μέχρι που μια μέρα πήρε μια ανώνυμη κάρτα από τη Σεβίλη, στη διεύθυνση των γονιών του, που του  έγραφε ότι τον σκέφτεται και τον παρακαλούσε να περιμένει ακόμα λίγο. Πάνω στην κάρτα ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπό της.
Τώρα πια  ήταν σίγουρος ότι ήξερε το όνομα και το επίθετό του, όπως και τη διεύθυνση του πατρικού του σπιτιού. Φανταζόταν χίλιες δυο ερμηνείες για το αίνιγμα αυτό. Δεν άντεξε, όμως, να περιμένει τον μισό χρόνο που του ζήτησε, και πήρε το αεροπλάνο για τη Σεβίλλη.
Κάθισε σε μια όμορφη πλατεία και περίμενε να τη δει. Και κάποια στιγμή, την είδε να έρχεται με έναν νεαρό. Πρώτος τον είδε ο νεαρός, ο οποίος, μάλιστα, φώναξε το όνομά του. Ευγενικά, ο νεαρός, ένας Δανός συμφοιτητής της, που τον ήξερε από έναν πίνακα που ζωγράφισε η κοπέλα και του έδωσε τον τίτλο «Γιαν Όλαφ», τους αφήνει μόνους, και τότε ανακαλύπτει ότι το κορίτσι με τα πορτοκάλια ήταν μια γειτονοπούλα του που την έχασε, στα εφτά του χρόνια, όταν μετακόμισαν με τους γονείς της αλλού. Την έλεγαν Βερόνικα και ήρθε στη Σεβίλλη για να φοιτήσει σε μια σχολή ζωγραφικής.
Στα παράπονά του γιατί εξαφανίστηκε, του απάντησε:
«Παιδιά ήμασταν κολλητοί, αλλά τώρα δεν είμαστε πια παιδιά. Τώρα θα μας έκανε ίσως καλό να λαχταρήσουμε ο ένας τον άλλο. Εννοώ για να μην ξαναπαίξουμε μαζί απλώς από συνήθεια. Έπρεπε να με ανακαλύψεις από την αρχή. Έπρεπε να με αναγνωρίσεις, όπως σε είχα αναγνωρίσει κι εγώ. Γι’ αυτό δε μαρτυρούσα ποια ήμουν».
Στην ερώτησή του τι τα ήθελε τόσα πορτοκάλια ήρθε φυσική η απάντηση: «Ήθελα να τα ζωγραφίσω».
Μέσα από τη διήγησή του ο πατέρας συμβουλεύει τον γιο του, του δίνει ένα εγκόλπιο ζωής, ένα modus vivendi, όπως τα ακόλουθα:
«Διάβασε τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Διάβασέ τα Γκέοργκ. Διάβασε τα ισλανδικά έπη, διάβασε την ελληνική και τη σκανδιναβική μυθολογία, διάβασε την Παλαιά Διαθήκη.
Παρατήρησε τον κόσμο, Γκέοργκ, παρατήρησε τον κόσμο, πριν αποστηθίσεις υπερβολική χημεία και φυσική».
Ιδιαιτέρως με συγκίνησαν και τα πιο κάτω λόγια του:
«Όμως εδώ αποχωριζόμαστε έναν κόσμο, αποχωριζόμαστε τη ζωή, το παραμύθι και την περιπέτεια. Και μαζί μ’ αυτά πρέπει να αποχωριστούμε ένα μικρό αριθμό επιλεγμένων ατόμων που αγαπάμε αληθινά».
Ο πατέρας, μετά το ειδύλλιό τους, μιλά για τον γάμο τους, τη γέννηση του γιου τους, φτάνοντας στην αρρώστια του, και συνεχίζει να φιλοσοφεί πάνω στη ζωή και τον θάνατο, τη χαρά, τη θλίψη, το γέλιο..
«’Εγραψα ότι το γέλιο είναι ό,τι πιο μεταδοτικό ξέρω. Αλλά και η θλίψη μπορεί να είναι μεταδοτική. Με το φόβο είναι αλλιώς. Δε μεταδίδεται τόσο εύκολα, όπως η χαρά και η θλίψη, και καλώς είναι έτσι. Στο φόβο είμαστε σχεδόν μόνοι.
Φοβάμαι, Γκέορκ. Φοβάμαι ότι αυτός ο κόσμος με αποβάλλει. Φοβάμαι βράδια σαν κι αυτό, που δε θα μπορώ να τα ζήσω».
Καταληκτικά, μέθυσα από το νέκταρ αυτού του όμορφου παραμυθιού, της ερωτικής ιστορίας των γονιών του Γκέοργκ, του Γιαν Όλαφ και της Βερόνικας, που η μοίρα τόσο άδικα τους καταράστηκε. Στο τέλος ο συγγραφέας, με το προσωπείο του Γκέοργκ, μας συμβουλεύει να ρωτήσουμε τους γονείς μας να μας πουν πώς γνωρίστηκαν. Και καταλήγει:
« Η ζωή είναι μια τεράστια κλήρωση, όπου ορατοί είναι μόνο οι λαχνοί που έχουν κερδίσει.
Εσύ που διάβασες αυτό το βιβλίο είσαι ένας τέτοιος λαχνός».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου