Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Παρουσίαση Βιβλίου
Λάιονελ Σράιβερ


«Πρέπει να μιλήσουμε για τον ΚΕΒΙΝ»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2010
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη




Ομολογώ ότι δεν περίμενα ότι ένα μυθιστόρημα θα με διέλυε ψυχικά τόσο, ώστε να θέλω συνέχεια να κλαίω. Διάβασα και από άλλες κριτικές, βέβαια, από τη φίλη μου την anagnostria και από τον φίλο μου τον Mike, και κατάλαβα ότι σε ψυχοπλακώνει, αλλά, αν δεν το βιώσεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Όμως, με τίποτα δεν αλλάζω την άποψή μου ότι είναι ένα έργο που ο καθένας πρέπει να διαβάσει.
Είναι μεγάλο και αξιόλογο μυθιστόρημα, γιατί ταυτίζεσαι με την ηρωίδα, νιώθεις τους κραδασμούς της καρδιάς της, την αγωνία της ψυχής της, τα αδιέξοδά της, τον πόνο, τον σπαραγμό, την οδύνη της, ανεβαίνεις μαζί τον γολγοθά της.
«Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν», λοιπόν. Ένα μυθιστόρημα που προσωπικά με συγκλόνισε, με συντάραξε. Όσο προχωρούσα προς την κορύφωση της πλοκής, στο ζενίθ της υπόθεσης, τόσο πολύ δεν μπορούσα να το αφήσω. Ήταν τόσο, μα τόσο αληθινό. Έχει μια οδυνηρή ειλικρίνεια η ανασύνθεση του χαρακτήρα του Κέβιν.
Όπως αναφέρει η Κατερίνα Σχοινά στην εφ. «Η Καθημερινή», η συγγραφέας «επικεντρώνεται στο δίλημμα «nurture versus nature», ανατροφή ή ιδιοσυγκρασία, περιγράφοντας την πορεία ενός εσωτερικά απονεκρωμένου 15χρονου προς το προμελετημένο του έγκλημα».
Η κεντρική ηρωίδα, η Ίβα Κατσατουριάν, είναι μια απελευθερωμένη γυναίκα και πολύ επιτυχημένη, με δική της επιχείρηση, που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, και κάπου εκεί στα σαράντα αποφασίζει με τον σύζυγό της Φράνκλιν να κάνουν παιδί. Τον Κέβιν. Από δω αρχίζει η οδύσσειά της.
Εκείνο που μου άρεσε πολύ είναι το ύφος της συγγραφέως με τα μικρά υπονοούμενα που μας ρίχνει «σαν δόλωμα», είναι ο τρόπος που μας εκμυστηρεύεται τα όσα συνέβησαν. Διερωτόμαστε κι εμείς μαζί της πώς μπορεί ένα παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας που δεν του έλειπε τίποτα, που ζούσε μαζί με τους ερωτευμένους γονείς του σε ένα άνετο, μεγάλο σπίτι, να δολοφονήσει εφτά συμμαθητές του, μια αγαπημένη καθηγήτρια και έναν υπάλληλο της καντίνας.

Το στοιχείο τεχνικής που ξεχωρίζει σε αυτό  το μυθιστόρημα είναι ότι η ηρωίδα μας αφηγείται τη ζωή της, εξομολογείται μέσω κάποιων επιστολών που γράφει στον Φράνκλιν, ξεκινώντας από τις 8 Νοεμβρίου του 2000, δυο χρόνια μετά το κακό, όταν πια δεν είναι μαζί, και μάλιστα δεν υπάρχει περίπτωση να τα διαβάσει ποτέ.
Με την επιστολική αυτή μορφή στην αφήγηση, η συγγραφέας προσπαθεί να καταλάβει πώς συνέβη το κακό. Κάνει αναδρομή στην περασμένη τους ζωή, ανατέμνει τον ψυχικό της κόσμο, αλλά και αναφέρει τη δυσκολία επικοινωνίας με τον γιο της, τους  διαλόγους τους στις επισκέψεις της στη φυλακή. Εν ολίγοις, προσπαθεί να καταλάβει το αναπάντητο ερώτημα, αν ο εγκληματίας γεννιέται ή γίνεται.
Μέσα από τις επιστολές της αυτές φαίνεται η ζωή της μεσοαστικής αμερικανικής οικογένειας με το μεγάλο σπίτι, η μανία του καταναλωτισμού, ο κορεσμός των υλικών αγαθών, η ανία,  η πλήξη και η βαριεστημάρα που νιώθει ο Κέβιν που τίποτα δεν τον ικανοποιεί, τίποτα δεν τον φοβίζει, καμία τιμωρία δεν τον πτοεί…
Με πολύ άμεσο και παραστατικό τρόπο η συγγραφέας, φορώντας το προσωπείο της μητέρας του Κέβιν, φιλοσοφεί πάνω στη φύση του ανθρώπινου χαρακτήρα, αναλύει με ειλικρίνεια την καριέρα, την οικογένεια, τον γάμο, εκφέρει τις απόψεις της για την Αμερική, τις αντιθέσεις της, αλλά κάνει και κριτική για τους συμπατριώτες της και τον τρόπο της ζωής τους, τον πλούτο, την υπεροψία, την εκπαίδευσή τους, τη συμπεριφορά τους.
Ταυτόχρονα, μας περιγράφει ανατριχιαστικά γεγονότα τόσο ψυχρά και νατουραλιστικά που μας φορτίζει συναισθηματικά. Δεν λείπει, βέβαια, σε αρκετά σημεία και ο σαρκασμός και το πικρό χιούμορ. Κάποιες φορές αναρωτιέσαι αν κάποιες συμπεριφορές του Κέβιν ανάγονται στη σφαίρα της φαντασίας. Κι όμως, φαίνεται ότι πολλές οικογένειες βιώνουν όλο αυτό το μαρτύριο των δύσκολων παιδιών που πέρα από την ταλαιπωρία, τα βάσανα και τα αδιέξοδα που προξενούν στους γονείς τους καταλήγουν να δολοφονήσουν συμμαθητές και καθηγητές τους στα σχολεία της Αμερικής.
Δανείζομαι από τη φίλη anagnostria ένα απόσπασμα από τη δική της παρουσίαση: «Ο Κέβιν από τη γέννησή του φανέρωσε μια ιδιαιτερότητα. Αρνήθηκε να θηλάσει, δεν έμαθε να χρησιμοποιεί την τουαλέτα και φορούσε πάνες ως τα έξι του χρόνια, άργησε πολύ να μιλήσει, ενώ κατανοούσε τα πάντα και άλλες ενέργειές του φανέρωναν μια ιδιαίτερη ευφυΐα. Τα άπειρα περιστατικά στα οποία εκδήλωνε μια ανεξήγητη κακία, το ότι π.χ. καμιά μπέιμπι σίτερ δεν μπορούσε να τον ανεχτεί, το ότι κατέστρεφε με μανία τα πράγματα που τα άλλα παιδάκια αγαπούσαν, το ότι μεγαλώνοντας δεν είχε φίλους, το ότι πολύ συχνά βρέθηκε κοντά σε γεγονότα βίας, χωρίς τίποτα να μπορεί να αποδειχτεί, ο πατέρας τα δικαιολογούσε και φαινόταν να αναπτύσσει ένα ιδιαίτερο δεσμό με το γιο του. Μάταια η Ίβα προσπαθούσε να αποδείξει στον Φράνκλιν αυτή την αποκλίνουσα συμπεριφορά του γιου τους. Ο πανέξυπνος Κέβιν καταλαβαίνει τη διαφορά. Ξέρει πως η μάνα του είναι αυτή που τον καταλαβαίνει, ίσως γι' αυτό κάποια στιγμή της φωνάζει "σε μισώ". Κι εκείνη όμως, ανατρέποντας την εμπεδωμένη πεποίθηση για τη μητρότητα και την απέραντη και ανιδιοτελή μητρική αγάπη, δεν διστάζει να ομολογήσει τα αρνητικά της συναισθήματα για το γιο της, σε αντίθεση με την τρυφερότητα και την προσκόλληση που  δείχνει στη μικρή της κόρη που απέκτησε επτά χρόνια μετά τη γέννηση του Κέβιν».
Προσωπικά, έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι ο Κέβιν ήταν ένα δυστυχισμένο πλάσμα που συνεχώς προκαλούσε τη μητέρα του, την έφτανε στα άκρα και δοκίμαζε τις αντοχές της. Η κακία του ήταν παροιμιώδης. Δεν είχε κανένα άλλο ενδιαφέρον, παρά πώς να προκαλέσει τεράστιο κακό στους γύρω του, ακόμα και στην αδελφή του. Ο σαδισμός του προκαλεί τον αποτροπιασμό. Όλη την εξυπνάδα του τη χρησιμοποιεί για να κάνει το κακό.
Αν σε αυτό έφταιγε μόνο η γονιδιακή του σύσταση ή ένιωθε και την ψυχρότητα της μητέρας του απέναντί του η οποία δεν ένιωσε καθόλου την εμπειρία της μητρότητας, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να το απαντήσει η συγγραφέας.
Στο τέλος, μετά από δυο χρόνια στις φυλακές ανηλίκων, όταν έρχεται η ώρα να μεταφερθεί σε κανονική φυλακή για ενήλικες, σαν να αρχίζει η μεταστροφή του. Ένιωσα ότι σαν να αρχίζει να μετανιώνει, να αποδέχεται για πρώτη φορά τη μητέρα του, το μόνο πρόσωπο που του έμεινε από την οικογένειά του, αφού σκότωσε την αδελφή του μα και τον πατέρα του που τον λάτρευε και δικαιολογούσε κάθε παρεκτροπή του.
 «Όταν τον αγκάλιασα για να τον αποχαιρετήσω, πιάστηκε από πάνω μου σαν μικρό παιδί, έτσι όπως δεν είχε πιαστεί ποτέ, όταν ήταν παιδί. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί το μουρμούρισε πνιχτά πάνω στον γιακά του πανωφοριού μου, αλλά θέλω να σκέφτομαι ότι είπε «Συγγνώμη». Ρισκάροντας να μην έχω ακούσει σωστά, του είπα δυνατά και καθαρά: «Συγγνώμη και από μένα, Κέβιν. Συγγνώμη».
Με συγκλόνισαν, όμως, και οι τελευταίες γραμμές του μυθιστορήματος.
«Αυτά είναι όλα όσα ξέρω. Ότι στις 11 Απριλίου του 1983 γέννησα τον γιο μου και δεν αισθάνθηκα τίποτε. Για άλλη μια φορά, η αλήθεια, όπως πάντα, μας ξεπερνάει. Όταν το βρέφος σάλεψε πάνω στο στήθος μου και τραβήχτηκε πίσω από απέχθεια, εγώ το απέρριψα-μπορεί να ήμουν δέκα φορές μεγαλύτερή του, αλλά αυτό μου βγήκε να κάνω. Από εκείνη τη στιγμή αρχίσαμε να πολεμάμε ο ένας τον άλλο με μια ανελέητη αγριότητα, που σχεδόν τη θαυμάζω. Και δεν είναι απίθανο καμιά φορά να κερδίζεται η αγάπη, εξωθώντας τον ανταγωνισμό στα άκρα, δυο άνθρωποι να σμίγουν, αφού πρώτα διαλυθούν. Γιατί, μετά από δεκαοκτώ χρόνια παρά τρεις ημέρες, μπορώ επιτέλους να δηλώσω ότι είμαι πολύ εξαντλημένη, πολύ μπερδεμένη και πολύ μόνη για να συνεχίσω να πολεμάω και ό,τι έστω και από καθαρή απελπισία ή σκέτη κούραση, τον αγαπάω τον γιο μου. Του μένουν άλλα πέντε δύσκολα χρόνια, που θα τα περάσει σε μια φυλακή ενηλίκων και δεν μπορώ να εγγυηθώ τι θα βγει από κει μέσα. Στο μεταξύ, υπάρχει ένα δεύτερο υπνοδωμάτιο στο εύχρηστο διαμέρισμά μου. Το κάλυμμα του κρεβατιού είναι μονόχρωμο. Στο ράφι για τα βιβλία υπάρχει ένας τόμος του Ρομπέν των δασών. Και τα σεντόνια είναι καθαρά».
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω μια φράση που αναφέρει η συγγραφέας ως προμετωπίδα στην αρχή του βιβλίου της:
«Ένα παιδί χρειάζεται πιο πολύ την αγάπη σου, όταν δεν την αξίζει». Έρμα Μπόμπεκ








Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015





Πέμπτη, 16 Ιουλίου 2015


ΣΤΗΛΗ : THE ARTMANIACS /// ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ






Κυριάκος Μαργαρίτης


Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη




 Πώς ξεκίνησαν όλα με τη γραφή; 

Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησαν με τη ζωγραφική. Πιτσιρικάς, ήθελα να γίνω σχεδιαστής κόμικς, που είναι ένας άλλος τρόπος αφήγησης. Η “μετάβαση” στο γράψιμο έγινε στα 12, όταν διάβασα το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ξενόπουλου: Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Τότε, με παιδική επισημότητα, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας, και να ζήσω στην Αθήνα. Με έναν περίεργο τρόπο, το γράψιμο, και η Αθήνα είχαν ταυτιστεί στο μυαλό μου – νομίζω, δε, ότι η ταύτιση εξακολουθεί. 


 Λογοτεχνικές σου επιρροές. 

Καίτοι έχω εκδώσει πολλά (ίσως υπερβολικά πολλά) βιβλία, το καθαυτό “σώμα έργου” έχει αρχίσει να συγκροτείται, για εμένα, μόλις προ διετίας, με το εγχείρημα υπό τον τίτλο Κρόνακα. Το σημειώνω καθότι οι συνειδητές μου επιρροές απαντούν σε ορισμένα μόνο από τα εκδομένα κείμενά μου, π.χ. στο Ρέκβιεμ για τους απόντες, και στην τριλογία του Ιγνάτιου Παππά, μια νουάρ παρωδία. Σε επίπεδο ύφους, έχω κατακλέψει τους αγαπημένους μου Αμερικάνους: Τσάντλερ, Μπουκόβσκι, Βόνεγκατ, και Ελλρόυ. Σε επίπεδο οντολογίας, είμαι φανατικός μαθητής του Παπαδιαμάντη, του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα, του Μπατάιγ, του Τσέλαν, του Μπέκετ. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τους φιλοσόφους που με επηρέασαν και ως προς τις ιδέες, και ως προς τον τρόπο γραφής: Σοπενχάουερ, Κίρκεγκωρ, Νίτσε, Χάιντεγκερ. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Είναι κι άλλα, πάρα πολλά. 


Λογοτεχνία και Κρίση. 

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία γράφεται πάντοτε υπό συνθήκες κρίσης – και εννοώ: υπαρξιακής. Η οικονομική / κοινωνική συγκυρία, όσο κι αν δυσκολεύει την καθημερινότητά μας, δεν αλλάζει κάτι, ως προς αυτό. Ίσως προσφέρει επιπλέον υλικό για ένα μυθιστοριογράφο, σε επίπεδο πραγματολογίας. Το επιχείρησα κι εγώ αυτό, στο τελευταίο εκδοθέν κείμενό μου. Δεν νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα. Δεν θέλω να έχω και πολλά πάρε-δώσε με την επικαιρότητα. 


 Η σχέση σου με την ποίηση. 

Είναι ισόβια, και ερωτική. Δεν διαχωρίζω τα είδη – δεν πιστεύω καν στα είδη, και δεν το λέω από μεταμοντέρνα σκοπιά. Η ποίηση είναι (ή ελπίζω να είναι) διαρκώς ενεργή στα κείμενά μου. Ο Καρυωτάκης ήταν η πρώτη μου σημαντική ανακάλυψη, κάπου στα 14, και δεν έχει πάψει να με απασχολεί, έκτοτε. Ο Σεφέρης, και ο Καρούζος είναι 
μόνιμα σημεία αναφοράς. Η ουτοπία του Εμπειρίκου. Η χαρτογραφία του Καββαδία. Οι συμπατριώτες μου, Μόντης, και Χαραλαμπίδης. Και τόσοι ξένοι. Ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε, ο Μπάιρον. Άραγε μπορώ να αναφέρω και τον Σαίξπηρ; Ο Τσέλαν: τρομερός καταλύτης. Και ο Μπουκόβσκι, που με σώζει κάθε φορά από τα άσχημα. 


 Ποια άλλη μορφή τέχνης αγαπάς και γιατί. 

Κοίταξε, σε μένα όλα ξεκινούν, και όλα επιστρέφουν στο γράψιμο. Όλα αναφέρονται εκεί. Αγαπώ την μουσική, φυσικά, αν και όχι τη μεγάλη κλασική της παράδοση. Μεγάλωσα με ρεμπέτικα, και λαϊκά, και δεν είχα ποτέ στενή σχέση με την ροκ, ή την τζαζ, ή το πανκ. Μ’ αρέσουν οι πιο χαμηλόφωνες παραδόσεις. Η μπλουζ, ας πούμε. Τα παραδοσιακά του τόπου μου, ή της Κρήτης. Τα φάντος. Οι τροβαδούροι, όπως ο Κοέν, ή ο Κας. Ο Τομ Γουέητς, οπωσδήποτε. Αγαπώ τη ζωγραφική του Σεζάν, και του Βαν Γκονγκ. Και του Ελ Γκρέκο. Δεν έχω πάψει ποτέ να διαβάζω κόμικς, ειδικά τις ιστορίες του Ντον Ρόσα, τον Αστερίξ, τον Λούκυ Λουκ, τον Κόρτο Μαλτέζε. Και τον μέγα Ρόμπερτ Κραμπ. Αγαπώ τον κινηματογράφο, και (πάλι) όχι τόσο τους Ευρωπαίους μαιτρ, όσο το παλιό καλό Χόλυγουντ, τα γουέστερν του Χωκς, του Χιούστον, του Πέκινπα, τις πολεμικές ταινίες, τα νουάρ, τις κλασικές κωμωδίες, και ένα κάρο “αμερικανιές” του συρμού: ταινίες τρόμου, θρίλερ, χοντροκομμένες κωμωδίες. Είναι η καταγωγή, και η παιδική μου ηλικία όλα αυτά. Ένα είδος εαυτού. 


 Πώς βιοπορίζεσαι; 

Πλέον, μετά βίας. Για πολλά χρόνια ήμουν αναγνώστης, και, αργότερα, υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας, στις εκδόσεις Ψυχογιός, αλλά ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα συνθήκη, γι’ αυτό παραιτήθηκα, πρόπερσι. Τώρα γράφω για ένα (μη λογοτεχνικό) περιοδικό, ενίοτε κάνω “αναγνωστικές αναφορές” επ’ αμοιβή, και, στα ζόρια, ενεργοποιώ τον κώδικα ΚΠΠ: Κατασπατάληση Πατρικής Περιουσίας. Δεν είναι ευχάριστο, γι’ αυτό ελπίζω, αόριστα, σε κάτι που έρχεται. Αν έχεις καμιά ιδέα… 


 Ακούς μουσική όταν γράφεις; Βάλε μας λίγο στο εργαστήρι σου

Τίποτα δεν ακούω όταν γράφω – στο τσακίρ κέφι, μπορεί ν’ ακούω φωνές, αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Δεν υπάρχει κάτι γοητευτικό στο “εργαστήρι” μου. Είναι μια κάμαρα που προοριζόταν για υπνοδωμάτιο. Η γυναίκα μου την βρίσκει αποπνικτική. Οι τοίχοι είναι ντυμένοι με βιβλία, το ίδιο και το πάτωμα, ο πάγκος, και το μεγάλο τραπέζι που χρησιμοποιώ ως γραφείο. Τα ντουλάπια είναι είδος αρχείου, με τετράδια, και στοίβες από περιοδικά, σημειώσεις, πίνακες, χάρτες κ.λπ. Μόνο ευπαρουσίαστο έπιπλο είναι ένα σεκρετέρ, αλλά η ατμόσφαιρα χαλάει με το λάπτοπ. Τα καύσιμά μου είναι τσιγάρα, και καφές – ποτέ αλκοόλ. Το ωράριο ποικίλει. Αν και εγώ αισθάνομαι προφήτης, νομίζω ότι θυμίζω λογιστή. Πρωινό ξύπνημα, και δουλειά  
για 8, 9, ή 10 ώρες, ανάλογα με τις δυνάμεις. Μελέτη, σχεδιαγράμματα, και λεπτομερείς χειρόγραφες περιλήψεις για το εκάστοτε μυθιστόρημα. Όταν έρθει η ώρα για το καθαυτό γράψιμο (στο λάπτοπ) το πράγμα γίνεται σχεδόν μηχανικά. Συμβουλεύομαι τις περιλήψεις, και, συνήθως, τελειώνω το κείμενο πολύ σύντομα – λίγες βδομάδες, σπανίως 1-2 μήνες. Όταν γίνω πλούσιος, θα βρω μια αίθουσα 100 τετραγωνικών, και θα γίνει χαμός. Για την ώρα, όμως, δεν έχω παράπονο. Καλά είναι κι έτσι. 


 Διαβάζεις κριτικές για τα έργα σου; 

Δεν υπάρχουν και πολλά για να διαβάσω – το δικό σου, για τα Κορίτσια μου, ήταν ωραίο δώρο, και ευχαριστώ! Γενικώς, σκέψου ότι το Ρέκβιεμ για τους απόντες θεωρήθηκε ως πρώτο μου μυθιστόρημα, ενώ είχε προηγηθεί το Τσίρκο. Πάντως, ναι, πριν από 4-5 χρόνια με ενδιέφερε το θέμα, ήθελα να δω ότι κάποιος ασχολείται. Μια φορά, σε ένα μπλογκ (στο «Βιβλιοκαφέ») μπήκα στον κόπο να απαντήσω κιόλας, σε μια κριτική. Τις κάνω κάτι τέτοιες ανοησίες. Πλέον, δεν με νοιάζει – αλλά ας μην παρεξηγηθώ: υπάρχουν εκλεκτοί κριτικοί, και τους /σας σέβομαι απεριόριστα, και εύχομαι να διαβάσουν όσα ετοιμάζω. Κατά τα άλλα, όμως, έχω την εντύπωση ότι το άθλημα της κριτικής υπηρετείται όλο και πιο πολύ από έναν αστοιχείωτο κόσμο. Δεν με αφορά αυτός ο κόσμος. 


 Πιστεύεις στα βραβεία; 

Θα είμαι σαφής: όχι. Είχα το προνόμιο να πάρω αρκετά βραβεία, και στον τόπο μου, και εδώ, και σε επίπεδο εκδομένων έργων, και σε διαγωνισμούς για ανέκδοτες δουλειές. Είμαι ευγνώμων για όλα, κυρίως για τους διαγωνισμούς, οι οποίοι με βοήθησαν να βρω εκδότη, κάτι που δεν ήταν ποτέ (ούτε τώρα) εύκολο για μένα. Πρακτικά, λοιπόν, ίσως είναι χρήσιμα. Σε επίπεδο λογοτεχνικής αξίας, όμως, και χωρίς καμιά διάθεση να κάνω τον έξυπνο ή, πολύ λιγότερο, τον αιρετικό, θεωρώ ότι είναι αστείο και να το συζητάμε. Ας ευχηθούμε να δίνονται σε άξιους ανθρώπους, και ας το αφήσουμε εκεί. 


Σύγχρονοι Έλληνες λογοτέχνες που αγαπάς. 

Δυστυχώς, δεν παρακολουθώ τη σημερινή (τρομερά πλούσια) βιβλιοπαραγωγή όσο θα ήθελα. Θα αρκεστώ σε περιπτώσεις καθοριστικές, όπως του Ευγένιου Αρανίτση, και του Κωστή Παπαγιώργη. Υπάρχει πάντα ο Λάγιος, στην ποίηση. Αγαπώ βαθιά το έργο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, και του Θάνου Σταθόπουλου. Γιορτάζω την ποίηση της Γλυκερίας Μπασδέκη. Υπογραμμίζω την ειδική περίπτωση του Χρήστου Βακαλόπουλου: Η γραμμή του ορίζοντος υπήρξε, για μένα, έργο σημαδιακό. Τέλος, οφείλω μιαν εμφατική αναφορά σε ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα των τελευταίων 30 ετών (τουλάχιστον), δια χειρός Γαβριήλ Νικολάου  
Πεντζίκη, υπό τον τίτλο Το Βυζάντιο έχει ρεπό. Αυτό το αριστούργημα κυκλοφόρησε πρόπερσι, και, προσώρας, η κριτική που λέγαμε δεν του έχει αφιερώσει ούτε μια αράδα. Το βρίσκω εξωφρενικό, αλλά τι να κάνουμε. 

Ένα σχόλιο για τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα.
  
Ομερτά – αστειεύομαι: μια χαρά είναι, καίτοι προσωπικά αισθάνομαι λίγο έξω από τα νερά μου. Αλλά αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. 


 Πολιτικοί και πολιτική. 

Κοίτα, αυτή την υπόθεση την έλυσε ο Χριστός πριν από δυο χιλιετίες, διαφεύγοντας του πλαστού διλήμματος των Φαρισαίων. Εννοώ: τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ. Εγώ πιστεύω στον Θεό, και πληρώνω φόρους στο κράτος, για να μην με ενοχλεί. Θέλω οι Καίσαρες, κάθε λογής, να με αφήσουν να κάνω τη δουλειά μου. Συνεπώς, με ενδιαφέρει να υπάρχει η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που είναι η λιγότερο χυδαία συνθήκη – δεν την πιστεύω: την ανέχομαι, και αυτό είναι αρκετό. Στο δικό της πλαίσιο, μπορώ να επιβιώσω βιολογικά (έστω δύσκολα) και να μεγαλουργήσω πνευματικά, αν έχω τα κότσια. Δεν περιμένω από την πολιτική να με σώσει. Δεν πιστεύω στις επαναστάσεις, ούτε στα καθεστώτα. Ο επί γης παράδεισος είναι πάντα ένας ολοκληρωτισμός. Δεν τον θέλω. Απαιτώ από την πολιτική (και τους πολιτικούς) να με αφήσουν να σώσω ό,τι μπορώ, με τον τρόπο μου. 


 Τι ονειρεύεσαι; 

Τον έναν και μοναδικό μου πόθο, που είναι η ανάσταση των νεκρών. 


Γράφεις κάτι τώρα; 

Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξαν εξόχως παραγωγικά. Ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα Κρόνακα, πρώτο μέρος του ομώνυμου εγχειρήματος, καθώς και η άτυπη συνέχειά του, υπό τον τίτλο Μινώταυρος. Στο μεσοδιάστημα, ετοίμασα μια πληθώρα από άλλα κείμενα, με διάφορες αφορμές. Τώρα μελετώ, σημειώνω, και, γενικώς, στήνω το τρίτο μέρος του εγχειρήματός μου, υπό τον τίτλο Εκδικητές. 


 Μια βιβλιοπρόταση για τους αναγνώστες του varelaki. 

Εκατοντάδες προτάσεις, αλλά, μιας και, πρόσφατα, η εκλεκτή Μικέλα Χαρτουλάρη μου ζήτησε ένα σημείωμα για τον Τζέημς Ελλρόυ, παρακαλώ όσους δεν το έχουν ήδη κάνει,να προμηθευτούν την  

Τριλογία του Αμερικανικού Υπόκοσμου, από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του χαλκέντερου Ανδρέα Αποστολίδη. 


 Σχέδια για το μέλλον. 
  
Εμβάθυνση στο παρόν: γραφή, ανάγνωση, ταινίες, μουσική, ταξίδια, περίπατοι, και κουβέντες. Αν ανοίξει και καμιά επαγγελματική πόρτα με το διδακτορικό, έχουμε κι ένα γάμο στα σκαριά, και, με μεράκι & κέφι, ένα παιδί, ή περισσότερα, για λόγους υστεροφημίας. Κοντολογίς, καληνύχτα, και καλή τύχη. 


http://www.biblionet.gr/author/35281/%CE%9A%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ταξίδι στην Ολλανδία-Μέρος Κ΄-Μαντούρονταμ

Μαντούρονταμ






Αποχαιρετούμε τη βροχερή Χάγη και κατευθυνόμαστε προς την περίφημη πόλη με τις μινιατούρες, τη  Madurodam. Σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπερθέαμα μοναδικό και ανεπανάληπτο. 



Μια πόλη απλώνεται μπροστά μας με κλίμακα 1:25, που αποτελείται από τυπικά κτήρια και όλα τα σημαντικά αξιοθέατα της χώρας, παλάτια, καθεδρικούς ναούς, τράπεζες, Μουσεία, κανάλια, Πανεπιστήμια, Δικαστήρια, κάστρα, ξενοδοχεία, ανεμόμυλους, πλατείες, Θέατρα, Δημαρχεία, γέφυρες, πύργους.







Χαζέψαμε τα αεροπλάνα 
που κινούνται στο αεροδρόμιο Schiphol του Άμστερνταμ 







τα καράβια στο λιμάνι του Ρότερνταμ. 





Μα την προσοχή μας έκλεψε ο σιδηρόδρομος που τρέχει κατά μήκος όλου του πάρκου που κτίστηκε το 1952 και ονομάστηκε Maduradam προς τιμήν του φοιτητή της Νομικής George Maduro που πολέμησε στην Ολλανδική Αντίσταση κατά των Ναζί, και πέθανε στο Νταχάου το 1945 στις 9 Φεβρουαρίου. Οι γονείς του ήρωα έδωσαν τα πρώτα κεφάλαια για την ίδρυση αυτού του πάρκου.



Αξίζει να αναφέρω ότι η πρασινάδα που υπάρχει, και ιδιαίτερα τα μικρά δεντράκια, διατηρούνται με καθημερινή εντατική φροντίδα σε μέγιστο ύψος των 60 εκατοστών. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να γνωρίζει ο επισκέπτης του πάρκου αυτού είναι ότι όλα τα έσοδα πάνε για φιλανθρωπίες, ιδιαίτερα για παιδιά και νέους ανθρώπους.


Το Μαντούρονταμ έχει και Δήμαρχο! Η πρώτη Δήμαρχος ήταν η Πριγκίπισσα τότε Βεατρίκη, μέχρι το 1980 που στέφθηκε βασίλισσα. Έκτοτε, εκλέγεται νέος Δήμαρχος κάθε χρόνο από το Συμβούλιο Νεολαίας της πόλης του Μαντούρονταμ.



Το Μαντούρονταμ αποτελείται από τρεις θεματικές περιοχές: City Centre, Water World και Innovation Island. Το Κέντρο της Πόλης δείχνει πώς η Ολλανδία μεγάλωσε από τις παλιές πόλεις στη σημερινή χώρα. Στον Κόσμο του Νερού ανακαλύπτεις πώς η Ολλανδία αντιμετωπίζει το νερό σαν φίλο μα και σαν εχθρό. Έχεις την εμπειρία του λιμανιού του Ρότερνταμ, βλέπεις την εργασία στους ανεμόμυλους, κά.



Στο Νησί του Innovation επιδεικνύονται οι διεθνείς επιτυχίες της χώρας στην αρχιτεκτονική, στα λογιστικά, στη διασκέδαση, τα αθλήματα και τον σχεδιασμό.

Αυτή η λουλουδιασμένη, πολύχρωμη πολιτεία μαγεύει μικρούς και μεγάλους. Δεν χορταίνω να απαθανατίζω τα πανέμορφα κτήρια σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον. Η περιήγησή μας τελειώνει με την επίσκεψη στο κατάστημα με τα ενθύμια και στο Πανόραμα καφέ με την τεράστια βεράντα και την απίθανη θέα όλου του Μαντούρονταμ.

Στην επιστροφή μας στο Άμστερνταμ βρήκαμε μεγάλη κίνηση στον δρόμο, γιατί είχε γίνει ένα μεγάλο δυστύχημα, λόγω της βροχής που έπεφτε συνεχώς, και προσωπικά την απόλαυσα!
Την επόμενη μέρα γύρω στο μεσημέρι αποχαιρετήσαμε το Άμστερνταμ, την όμορφη αυτή πόλη της Ολλανδίας, με τη μαγεία και την ποίηση!
Η επίσκεψή μου στην Ολλανδία ήταν μια απολαυστική εμπειρία. Χάρηκε η ψυχή μου τη φύση, την Τέχνη, την Ιστορία, τον Πολιτισμό!