Παρουσίαση Βιβλίου
Λάιονελ Σράιβερ
«Πρέπει να
μιλήσουμε για τον ΚΕΒΙΝ»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2010
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
Ομολογώ ότι δεν περίμενα
ότι ένα μυθιστόρημα θα με διέλυε ψυχικά τόσο, ώστε να θέλω συνέχεια να κλαίω.
Διάβασα και από άλλες κριτικές, βέβαια, από τη φίλη μου την anagnostria και από τον φίλο μου τον Mike, και κατάλαβα ότι σε ψυχοπλακώνει, αλλά, αν δεν το
βιώσεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Όμως, με τίποτα δεν αλλάζω την άποψή μου
ότι είναι ένα έργο που ο καθένας πρέπει να διαβάσει.
Είναι μεγάλο και αξιόλογο
μυθιστόρημα, γιατί ταυτίζεσαι με την ηρωίδα, νιώθεις τους κραδασμούς της
καρδιάς της, την αγωνία της ψυχής της, τα αδιέξοδά της, τον πόνο, τον σπαραγμό,
την οδύνη της, ανεβαίνεις μαζί τον γολγοθά της.
«Πρέπει να μιλήσουμε για
τον Κέβιν», λοιπόν. Ένα μυθιστόρημα που προσωπικά με συγκλόνισε, με συντάραξε.
Όσο προχωρούσα προς την κορύφωση της πλοκής, στο ζενίθ της υπόθεσης, τόσο πολύ
δεν μπορούσα να το αφήσω. Ήταν τόσο, μα τόσο αληθινό. Έχει μια οδυνηρή
ειλικρίνεια η ανασύνθεση του χαρακτήρα του Κέβιν.
Όπως αναφέρει η Κατερίνα
Σχοινά στην εφ. «Η Καθημερινή», η συγγραφέας «επικεντρώνεται στο δίλημμα «nurture versus nature»,
ανατροφή ή ιδιοσυγκρασία, περιγράφοντας την πορεία ενός εσωτερικά απονεκρωμένου
15χρονου προς το προμελετημένο του έγκλημα».
Η κεντρική ηρωίδα, η Ίβα
Κατσατουριάν, είναι μια απελευθερωμένη γυναίκα και πολύ επιτυχημένη, με δική
της επιχείρηση, που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, και κάπου εκεί στα σαράντα
αποφασίζει με τον σύζυγό της Φράνκλιν να κάνουν παιδί. Τον Κέβιν. Από δω
αρχίζει η οδύσσειά της.
Εκείνο που μου άρεσε πολύ
είναι το ύφος της συγγραφέως με τα μικρά υπονοούμενα που μας ρίχνει «σαν δόλωμα»,
είναι ο τρόπος που μας εκμυστηρεύεται τα όσα συνέβησαν. Διερωτόμαστε κι εμείς
μαζί της πώς μπορεί ένα παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας που δεν του έλειπε
τίποτα, που ζούσε μαζί με τους ερωτευμένους γονείς του σε ένα άνετο, μεγάλο
σπίτι, να δολοφονήσει εφτά συμμαθητές του, μια αγαπημένη καθηγήτρια και έναν
υπάλληλο της καντίνας.
Το στοιχείο τεχνικής που
ξεχωρίζει σε αυτό το μυθιστόρημα είναι
ότι η ηρωίδα μας αφηγείται τη ζωή της, εξομολογείται μέσω κάποιων επιστολών που
γράφει στον Φράνκλιν, ξεκινώντας από τις 8 Νοεμβρίου του 2000, δυο χρόνια μετά
το κακό, όταν πια δεν είναι μαζί, και μάλιστα δεν υπάρχει περίπτωση να τα
διαβάσει ποτέ.
Με την επιστολική αυτή μορφή
στην αφήγηση, η συγγραφέας προσπαθεί να καταλάβει πώς συνέβη το κακό. Κάνει
αναδρομή στην περασμένη τους ζωή, ανατέμνει τον ψυχικό της κόσμο, αλλά και
αναφέρει τη δυσκολία επικοινωνίας με τον γιο της, τους διαλόγους τους στις επισκέψεις της στη φυλακή.
Εν ολίγοις, προσπαθεί να καταλάβει το αναπάντητο ερώτημα, αν ο εγκληματίας
γεννιέται ή γίνεται.
Μέσα από τις επιστολές της
αυτές φαίνεται η ζωή της μεσοαστικής αμερικανικής οικογένειας με το μεγάλο
σπίτι, η μανία του καταναλωτισμού, ο κορεσμός των υλικών αγαθών, η ανία, η πλήξη και η βαριεστημάρα που νιώθει ο Κέβιν
που τίποτα δεν τον ικανοποιεί, τίποτα δεν τον φοβίζει, καμία τιμωρία δεν τον
πτοεί…
Με πολύ άμεσο και
παραστατικό τρόπο η συγγραφέας, φορώντας το προσωπείο της μητέρας του Κέβιν,
φιλοσοφεί πάνω στη φύση του ανθρώπινου χαρακτήρα, αναλύει με ειλικρίνεια την
καριέρα, την οικογένεια, τον γάμο, εκφέρει τις απόψεις της για την Αμερική, τις
αντιθέσεις της, αλλά κάνει και κριτική για τους συμπατριώτες της και τον τρόπο
της ζωής τους, τον πλούτο, την υπεροψία, την εκπαίδευσή τους, τη συμπεριφορά
τους.
Ταυτόχρονα, μας περιγράφει
ανατριχιαστικά γεγονότα τόσο ψυχρά και νατουραλιστικά που μας φορτίζει
συναισθηματικά. Δεν λείπει, βέβαια, σε αρκετά σημεία και ο σαρκασμός και το πικρό
χιούμορ. Κάποιες φορές αναρωτιέσαι αν κάποιες συμπεριφορές του Κέβιν ανάγονται
στη σφαίρα της φαντασίας. Κι όμως, φαίνεται ότι πολλές οικογένειες βιώνουν όλο
αυτό το μαρτύριο των δύσκολων παιδιών που πέρα από την ταλαιπωρία, τα βάσανα
και τα αδιέξοδα που προξενούν στους γονείς τους καταλήγουν να δολοφονήσουν
συμμαθητές και καθηγητές τους στα σχολεία της Αμερικής.
Δανείζομαι από τη φίλη anagnostria ένα απόσπασμα από τη
δική της παρουσίαση: «Ο Κέβιν από τη
γέννησή του φανέρωσε μια ιδιαιτερότητα. Αρνήθηκε να θηλάσει, δεν έμαθε να
χρησιμοποιεί την τουαλέτα και φορούσε πάνες ως τα έξι του χρόνια, άργησε πολύ
να μιλήσει, ενώ κατανοούσε τα πάντα και άλλες ενέργειές του φανέρωναν μια
ιδιαίτερη ευφυΐα. Τα άπειρα περιστατικά στα οποία εκδήλωνε μια ανεξήγητη κακία,
το ότι π.χ. καμιά μπέιμπι σίτερ δεν μπορούσε να τον ανεχτεί, το ότι κατέστρεφε
με μανία τα πράγματα που τα άλλα παιδάκια αγαπούσαν, το ότι μεγαλώνοντας δεν
είχε φίλους, το ότι πολύ συχνά βρέθηκε κοντά σε γεγονότα βίας, χωρίς τίποτα να
μπορεί να αποδειχτεί, ο πατέρας τα δικαιολογούσε και φαινόταν να αναπτύσσει ένα
ιδιαίτερο δεσμό με το γιο του. Μάταια η Ίβα προσπαθούσε να αποδείξει στον
Φράνκλιν αυτή την αποκλίνουσα συμπεριφορά του γιου τους. Ο πανέξυπνος Κέβιν
καταλαβαίνει τη διαφορά. Ξέρει πως η μάνα του είναι αυτή που τον καταλαβαίνει,
ίσως γι' αυτό κάποια στιγμή της φωνάζει "σε μισώ". Κι εκείνη όμως,
ανατρέποντας την εμπεδωμένη πεποίθηση για τη μητρότητα και την απέραντη και
ανιδιοτελή μητρική αγάπη, δεν διστάζει να ομολογήσει τα αρνητικά της
συναισθήματα για το γιο της, σε αντίθεση με την τρυφερότητα και την προσκόλληση
που δείχνει στη μικρή της
κόρη που απέκτησε επτά χρόνια μετά τη γέννηση του Κέβιν».
Προσωπικά, έχω την
ακλόνητη πεποίθηση ότι ο Κέβιν ήταν ένα δυστυχισμένο πλάσμα που συνεχώς
προκαλούσε τη μητέρα του, την έφτανε στα άκρα και δοκίμαζε τις αντοχές της. Η
κακία του ήταν παροιμιώδης. Δεν είχε κανένα άλλο ενδιαφέρον, παρά πώς να προκαλέσει
τεράστιο κακό στους γύρω του, ακόμα και στην αδελφή του. Ο σαδισμός του
προκαλεί τον αποτροπιασμό. Όλη την εξυπνάδα του τη χρησιμοποιεί για να κάνει το
κακό.
Αν σε αυτό έφταιγε μόνο η
γονιδιακή του σύσταση ή ένιωθε και την ψυχρότητα της μητέρας του απέναντί του η
οποία δεν ένιωσε καθόλου την εμπειρία της μητρότητας, αυτό το ερώτημα δεν
μπορεί να το απαντήσει η συγγραφέας.
Στο τέλος, μετά από δυο
χρόνια στις φυλακές ανηλίκων, όταν έρχεται η ώρα να μεταφερθεί σε κανονική φυλακή
για ενήλικες, σαν να αρχίζει η μεταστροφή του. Ένιωσα ότι σαν να αρχίζει να
μετανιώνει, να αποδέχεται για πρώτη φορά τη μητέρα του, το μόνο πρόσωπο που του
έμεινε από την οικογένειά του, αφού σκότωσε την αδελφή του μα και τον πατέρα
του που τον λάτρευε και δικαιολογούσε κάθε παρεκτροπή του.
«Όταν
τον αγκάλιασα για να τον αποχαιρετήσω, πιάστηκε από πάνω μου σαν μικρό παιδί,
έτσι όπως δεν είχε πιαστεί ποτέ, όταν ήταν παιδί. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί το
μουρμούρισε πνιχτά πάνω στον γιακά του πανωφοριού μου, αλλά θέλω να σκέφτομαι
ότι είπε «Συγγνώμη». Ρισκάροντας να μην έχω ακούσει σωστά, του είπα δυνατά και
καθαρά: «Συγγνώμη και από μένα, Κέβιν. Συγγνώμη».
Με συγκλόνισαν, όμως, και
οι τελευταίες γραμμές του μυθιστορήματος.
«Αυτά είναι όλα όσα ξέρω. Ότι στις 11 Απριλίου του 1983 γέννησα τον γιο
μου και δεν αισθάνθηκα τίποτε. Για άλλη μια φορά, η αλήθεια, όπως πάντα, μας
ξεπερνάει. Όταν το βρέφος σάλεψε πάνω στο στήθος μου και τραβήχτηκε πίσω από
απέχθεια, εγώ το απέρριψα-μπορεί να ήμουν δέκα φορές μεγαλύτερή του, αλλά αυτό
μου βγήκε να κάνω. Από εκείνη τη στιγμή αρχίσαμε να πολεμάμε ο ένας τον άλλο με
μια ανελέητη αγριότητα, που σχεδόν τη θαυμάζω. Και δεν είναι απίθανο καμιά φορά
να κερδίζεται η αγάπη, εξωθώντας τον ανταγωνισμό στα άκρα, δυο άνθρωποι να
σμίγουν, αφού πρώτα διαλυθούν. Γιατί, μετά από δεκαοκτώ χρόνια παρά τρεις
ημέρες, μπορώ επιτέλους να δηλώσω ότι είμαι πολύ εξαντλημένη, πολύ μπερδεμένη
και πολύ μόνη για να συνεχίσω να πολεμάω και ό,τι έστω και από καθαρή απελπισία
ή σκέτη κούραση, τον αγαπάω τον γιο μου. Του μένουν άλλα πέντε δύσκολα χρόνια,
που θα τα περάσει σε μια φυλακή ενηλίκων και δεν μπορώ να εγγυηθώ τι θα βγει
από κει μέσα. Στο μεταξύ, υπάρχει ένα δεύτερο υπνοδωμάτιο στο εύχρηστο
διαμέρισμά μου. Το κάλυμμα του κρεβατιού είναι μονόχρωμο. Στο ράφι για τα
βιβλία υπάρχει ένας τόμος του Ρομπέν των δασών. Και τα σεντόνια είναι καθαρά».
Κλείνοντας, θα ήθελα να
αναφέρω μια φράση που αναφέρει η συγγραφέας ως προμετωπίδα στην αρχή του
βιβλίου της:
«Ένα παιδί χρειάζεται πιο πολύ την αγάπη σου, όταν δεν την αξίζει».
Έρμα Μπόμπεκ