Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Ο παππούς Παναής από τη Λύση

Συνέντευξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου με θέμα τον όσιο Γέροντα Παναή από την Λύση
30 Απριλίου, 2012 — vatopaidifriend4
Συνέντευξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου που παραχώρησε στον π. Ανδρέα Αγαθοκλέους, τη Δευτέρα, 18 Μαρτίου 2012, στην Μητρόπολη Μόρφου στην Ευρύχου, με θέμα τον όσιο Γέροντα Παναή από την Λύση.

Πανιερώτατε, μέχρι την χειροτονία σας σε επίσκοπο ήσαστε στη Λάρνακα. Πολύ φυσικό να γνωρίζατε τον παππού Παναή. Πότε και πώς τον γνωρίσατε; Πέστε μας λίγα λόγια, για να μπούμε μετά και στ’ άλλα.

Στη Λάρνακα πρωτοπήγα την 17η του μηνός Ιανουαρίου το 1987 ή, πιο συγκεκριμένα, τη 16η στον εσπερινό του αγίου Αντωνίου, για να εγκαταβιώσω ως μοναχός στο προσκύνημα του αγίου Γεωργίου του Κοντού, εκεί όπου ζούσε ο π. Συμεών. Ο π. Συμεών ως άνθρωπος, ο οποίος πίστευε και πιστεύει στη δύναμη της λαϊκής ευσέβειας της Κύπρου κι ότι αυτή η ευσέβεια μπορεί να γεννά ακόμα και σήμερα ανθρώπους του Θεού, ενάρετους και αγιασμένους ανθρώπους, και ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς μία λαϊκή ευσέβεια, η οποία έχει σχέση με δεισιδαιμονίες και υπερβολές διαφόρων γραφικών γραϊδίων, αλλά, εάν κάποιοι άνθρωποι αυτήν την λαϊκή ευσέβεια την κρατήσουν σε όρια εκκλησιαστικά και έχουν πνευματική σχέση με κάποιους πατέρες, αυτή μπορεί να καρποφορήσει αρετήν και αγιότητα. Αυτό το πίστευε ο π. Συμεών και το πιστεύει, ιδιαιτέρως για τους παλαιούς Κυπρίους αλλά, από ό,τι βλέπω, ισχύει και για τους νεότερους Κυπρίους. Στο λέω έτσι μ ένα αίσθημα αισιοδοξίας που έχω μέσα μου. Ο π. Συμεών, λοιπόν, ήθελε να μ’ εγκλιματίσει και με την Κυπριακή αγιότητα, όταν ήρθα από την Ελλάδα κουβαλώντας μαζί μου μονάχα την Ελλαδική εμπειρία, του γέροντος Πορφύριου, του γέροντος Παίσιου, τoυ π. Ιάκωβου, του π. Ευμένιου και πολλών άλλων. Αυτούς τους αγίους ανθρώπους γνώρισα και είναι αλήθεια ότι αυτοί εκόμιζαν ένα υψηλού επιπέδου ασκητισμό και γεροντισμό της εποχής εκείνης. Εγώ αισθανόμουν ότι στην Κύπρο ήρθα σ’ ένα φτωχό συγγενή, μπροστά σ’ αυτή την παράδοση που εκόμιζαν αυτοί οι μεγάλοι ασκητές, οι πιο πολλοί της Μ. Ασίας και της Κρήτης, όπως ο Γέρο-Ευμένιος.

Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είχα λάθος. Ότι η Κύπρος, δηλαδή, δεν ήταν ένας φτωχός συγγενής αλλά ότι ήταν μια άλλη εκδοχή της ίδιας παράδοσης, αφού ο γέρο-Παίσιος ήταν από τα Φάρασσα. Όταν ανακάλυψα πού ήταν τα Φάρασσα, διαπίστωσα ότι ήταν στην γειτονιά της Κύπρου. Είναι λίγο πιο πάνω από την Κιλικία, στον Αντίταυρο. Από πού ήταν ο γέρο- Ιάκωβος; Από το Λιβίσι της Μ. Ασίας, δίπλα ακριβώς από τη Ρόδο. Αν σκεφτούμε, λοιπόν, ότι από τα Φάρασσα ήταν και ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, διαπιστώνουμε ότι αυτή η περιοχή, της καθ’ ημάς Ανατολικής Μεσογείου, έχει μία ενιαία παράδοση γύρω από το τι είναι άσκηση, τι εκκλησιαστικό φρόνημα και τι είναι αγιότητα. Αυτά, βέβαια, τα αντιλήφθηκα ύστερότερα.

Ο γέρο-Παναής ήταν ο πρώτος στο πρόσωπό του οποίου είδα την κυπριακή ευσέβεια, όταν με έπιασε ο π. Συμεών από το χέρι και μου είπε: «έλα να πας να δεις κι έναν δικό μας γέρο». Ενώ, λοιπόν, εγώ του μιλούσα μονάχα για τον π. Ιάκωβο και τον π. Ευμένιο, ήταν εν ζωή τότε όλοι οι γνωστοί σήμερα γέροντες, «έλα μου λέει να δεις κι ένα δικό μας γέρο», δεν μου είπε γέροντα, αλλά γέρο, χωρίς να μου βάλει φωτοστέφανα γύρω απ’ αυτόν τον άνθρωπο και θαυμαστικά πολλά. Πήγα, λοιπόν, και συνάντησα το γέρο Παναή, τον Ιανουάριο του 1987.

Τι σας έκαμε εντύπωση από την προσωπικότητα του;
Πρωτίστως, μου έκαμε εντύπωση το μάτι του. Το μάτι του είχε φως. Κι ήταν φως που έμπαινε μέσα σου και επειδή είχα εμπειρία από τέτοιους ανθρώπους – από τους προαναφερθέντες που γνώρισα εν Ελλάδι -, αντιλήφθηκα ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μέσα σου. Τώρα θυμήθηκα και ποια ήταν η πρώτη μου αίσθηση, η πρώτη μου όραση για το Παναή. Δεν ήταν αυτή που προανάφερα, όταν δηλαδή με πήρε ο π. Συμεών. Προηγήθηκε μια αγρυπνία, ήταν η πρώτη αγρυπνία που πήγαινα ως λαϊκός – δόκιμος στη Μονή. Εγώ αγαπούσα πολύ τις αγρυπνίες, είχα συνηθίσει στην Ελλάδα να πηγαίνω. Ο π. Συμεών μού είπε: «εμείς δεν κάναμε ποτέ εδώ αγρυπνία αλλά, αν θες να πηγαίνεις, κάμνει η Φανερωμένη και ο Άγιος Γεώργιος ο Μακρής».
Έτσι ανακάλυψα και τη δική σας ύπαρξη. Επήγα με το Νώνη Αντωνιάδη – ένας από τους πρώτους φίλους που γνώρισα – ποδοσφαιριστής του Πεζοπορικού από την Τερσεφάνου, έκανε τον ψάλτη, και πήγαμε στη Φανερωμένη. Εκεί γνώρισα και τον π. Μιχαήλ, πρόσφυγα παπά από τον Άγιο Νικόλαο Λευκονοίκου. Κι αυτός κομμάτι της λαϊκής ευσέβειας της Κύπρου. Κι εκεί θυμούμαι το γέρο Παναή, όταν όλοι παραμέρισαν, ήλθε να διαβάσει τον εξάψαλμο. Η πρώτη μου, λοιπόν, αίσθηση, ήταν η αίσθηση του ανθρώπου που ζωγραφίζει τον εξάψαλμο, που εικονίζει τον εξάψαλμο. Ήταν πολύ συγκλονιστικό για μένα. Θυμούμαι που τα μάτια μου «έτρεχαν»! Είδα εκείνο το κλίμα μέσα στο ναό, ήταν το 1987, με τις μαυροφορημένες γυναίκες της Κύπρου, τις μητέρες των αγνοουμένων, ήταν η Ελλού, η πιο χαρούμενη από τις μάνες των αγνοουμένων, η λεγόμενη εκατομμύριο, η Δέσποινα, η Κυριακού, οι οποίες είχαν πολύ πόνο, ήταν Λυσιώτες, Κοντεάτες, Καρπασίτες, κόσμος της Μεσαορίας. Στην ουσία τι ήταν όλοι αυτοί; Ήταν ο προσφυγόκοσμος, που είχε μετασχηματίσει τον πόνο του σε προσευχή και αγρυπνία. Δεν είδα πολλή παρουσία Λαρνακέων, γηγενών δηλαδή Λαρνακέων, πλην της κ. Αντωνιέττας που κι αυτή κόμιζε μίαν άλλου είδους αστική ευσέβεια. Κι εκεί μέσα ξεχώριζε ο Παναής. Οπόταν επιστρέφω πίσω στο μοναστήρι και το πρωί μεταφέρω αυτές τις εμπειρίες μου στον π. Συμεών.
Για τον π. Συμεών ο Παναής ήταν ένας γέρων του γεροντικού, όχι μια γραφικότης, ένας ευσεβής βρακάς. Ένας γέρων του γεροντικού, σε Κυπριακή όμως εκδοχή. Οπόταν κανονίσαμε να τον επισκεφτούμε το απόγευμα. Πηγαίναμε στη συνέχεια διάφορα απογεύματα και γνωρίσαμε έτσι όλη τη συνοδεία του: Το Βασίλη, την Τρυφωνού, τη Θεωρού, που έμενε σε παρακείμενο σπιτάκι, και αργότερα συναντώ ξανά τον Παναή, στο κλίμα το δικό σας, στον Αγ. Γεώργιο Μακρή. Έτσι γνωριστήκαμε λοιπόν. Εντύπωση, όπως προανάφερα, μου έκανε το μάτι του, το οποίο ήταν εποπτικό, μου θύμισε το μάτι του π. Ιάκωβου κι αισθανόσουν έναν άνθρωπο που έβλεπε μέσα σου, με σεβασμό όμως, όχι με κρίση και κατάκριση, αλλά με αγάπη, με έλεος. Η εξυπνάδα του όμως και η ευστροφία του, το χιούμορ του, η δυνατότητά του να δίνει άμεσες απαντήσεις, γεμάτες φως, ήταν κάτι που μου θύμιζε πάρα πολύ το γέρο Παίσιο. Ο γέρο Παίσιος είχε αυτό το ιδίωμα της αγιασμένης εξυπνάδας. Αλλά είχε και το άλλο κομμάτι που είπα, του π. Ιακώβου, μια πατρότητα, μια γλυκύτητα, ένα έλεος.

Τούτη η γνωριμία έγινε το ’87;

Ναι, τους πρώτους μήνες του 1987.

Τέλος του χρόνου, 27 Δεκεμβρίου χειροτονείστε διάκονος.

Ναι, είμαστε φίλοι πια.

Αυτό διακρίνεται και στη φωτογραφία που έχετε κι εσείς κι εγώ. Όταν πάει να σας συγχαρεί, δείχνει ένα ενθουσιασμό, μια χαρά , μιαν αγάπη. Φαίνεται ότι είχατε μια ιδιαίτερη σχέση.

Ίσως προετοιμάστηκα από τους ανθρώπους που προανέφερα, τον γέρο Ιάκωβο ιδιαίτερα, τον π. Ευμένιο και τον π. Παίσιο και από την Κύπρο, από τον π. Συμεών και τον γέροντα Αθανάσιο του Σταυροβουνίου. Πλέον έχω με τον Παναή μία σχέση, «πιάνω» δηλαδή τις συχνότητές του και αυτός «πιάνει» τις δικές μου .

Πάντως, στη φωτογραφία δείχνει να ’χει κι ο ίδιος – εσείς βέβαια χαίρεστε – ένα ενθουσιασμό …
Εκεί μου είπε κάτι, το οποίο ίσως να ήταν προφητικό.

Μπορείτε να μας το πείτε;

Έσκυψα να μου ευχηθεί, εγώ είμαι πανύψηλος, αυτός ήταν κοντός άνθρωπος, ήρθε με τη βρακούδα του, επαραμέρισαν όλοι – δείγμα του σεβασμού που ετύγχανε σε όλη τη Λάρνακα - και έσκυψα, φαίνεται στη φωτογραφία, για να τον ακούσω. Και μου είπε με αυτή τη στεντόρεια φωνή του «ά ξ ι ο ς! και σ ’ανώωωτερα …» κι όπως έδειξε, «και εις ανώτερα», εγώ γύρισα το κεφάλι και είδα τον Κιτίου που έδινε δίπλα το αντίδωρο.

Ώστε κάτι πράγματι έλεγε η φωτογραφία

Ναι , ναι είναι φωτογραφία με νόημα αυτή.

Μπορείτε να μας πείτε και κάποια άλλα περιστατικά;

Ναι, θυμούμαι επίσης όταν έβαλα τα ράσα για πρώτη φορά. Πριν γίνω διάκος, έγινα ρασοφόρος, την ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, όπως χθες δηλαδή. Μετά, όταν έφυγε ο κόσμος, απόγευμα πάλι, με έπιασε ο π. Συμεών «να πάμε, μου είπε, να ευλογήσει τα ράσα σου, που έβαλες για πρώτη φορά, ο γέρο Παναής». Φαίνεται, λοιπόν, με ποιο τρόπο με εισήγαγε ο π. Συμεών σ’ αυτή την παράδοση της Κύπρου. Μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπε ο γέρο Παναής: «άλλος άνθρωπος, Όμηρε, με τα ράσα, μεταμορφωμένος. Λέω κι εγώ, ποιος είναι αυτός ο ψηλός, ο φωτεινός άνθρωπος;». Δηλαδή, σ’ έκανε να αισθάνεσαι τιμή να φορείς ράσο και πόσο έπρεπε να το τιμήσεις, διότι το ράσο είναι ένα φωτεινό ένδυμα – «χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν»- ότι είναι ένα βάπτισμα η ρασοφορία. Και σου το έλεγε αυτός που δεν ρασοφόρησε ποτέ…

Ναι, ήταν άλλες οι συνθήκες τότε.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον παππού ως οσιακή μορφή; Ως έναν Άγιο των ημερών μας;

Βεβαίως, βεβαιότατα, χωρίς υπερβολή. Αλλά θέλω να πω κάτι, π. Ανδρέα. Όταν μου είπατε να μιλήσουμε για το γέρο Παναή, είπα τι να πω πέρα από κάποιους χαρακτηρισμούς; Όμως ο γέρο Παναής δεν είναι ένα φυτό, το οποίο βλάστησε στη Λύση και μεταφυτεύτηκε στη Λάρνακα λόγω προσφυγιάς. Είναι κι αυτό. Ένα φυτό εννοώ αγιότητας, ένα δέντρο ευσκιόφυλλο. Ο γέρο- Παναής ανήκε σε μία παρέα ανθρώπων του Θεού. Κι αυτή η παρέα φαίνεται ότι ήταν μια παρέα που υπήρχε από το ’60 στην Κύπρο. Αυτό που θα πω είναι πολύ βαρύ. Τώρα που διάβασα τον Χατζη-Φλουρένζο, που γνώρισα κι έναν ανάλογο άνθρωπο εδώ στην Ευρύχου όλα αυτά τα χρόνια που είμαι επίσκοπος εδώ, ζει ακόμα, γέρος πια και ξέροντας επίσης για έναν ψάλτη του χωριού μου, το Δημήτρη του Πρωτόπαπα τι κοινόν είχαν, λοιπόν, αυτοί οι ανθρώποι; Ο ένας στη Μηλιά Αμμοχώστου, ο άλλος στη Λύση, ο άλλος στη Ζώδια, κι ο άλλος εδώ στην Ευρύχου.

Που δεν γνωρίζονταν βέβαια.

Οι δύο γνωρίζονταν .

Ναι, ο Χατζηφλουρέντσος και ο Παναής. Ήταν και φίλοι μάλιστα.
Το κοινόν που είχαν ήταν ότι τους αποκάλυψε και τους τέσσερις η Παναγία ότι θα γίνει η εισβολή. Αυτό είναι πολύ δυνατό σημείο. Τους αποκάλυψε η Παναγία ότι έρχονται μεγάλα κακά στην Κύπρο και «πρέπει να επιστρατευτείτε» κατά την έκφραση ενός εκ των τεσσάρων, «με αγρυπνίες, νυχτερινές προσευχές, μετάνοιες». Μετάνοια. Και στους τέσσερις το είπε αυτόν η Παναγία.

Ο παππούς ο Παναής σάς είπε ποτέ αυτό το πράγμα; Εμένα δεν θυμούμαι να μου είχε πει.

Ο Παναής έλεγε στους Λυσιώτες: «τι κρίμα που χτίζετε μεγάλα σπίτια, Τούρκοι θα τα κατοικήσουν». Άρα, είχε αίσθηση ότι έρχεται κακό στον τόπο. Το ίδιο, αυτός ο χωριανός μου ο ψάλτης, λίγο πριν την εισβολή, ξεκίνησε να κλαίει. Κι όταν η κόρη του η Μηλού τον ρώτησε γιατί κλαίεις, αυτός είπε: «Αχ κόρη μου, Τούρκοι θα ’ρθουν στο χωριό μας και θα γίνουμε πρόσφυγες». «Τι λες πατέρα, θα μείνουμε για πάντα πρόσφυγες»; «Όχι, της είπε, όταν ακούσετε ότι ιδρύθηκε στην Τουρκία μία καινούρια χώρα που θα λέγεται Κουρδία τότε να ξέρετε ότι θα επιστρέψουμε όλοι πίσω. Αλλά μέχρι τότε, πολλοί θα πεθάνουν με την πίκρα της επιστροφής και θα μείνουν πρόσφυγες».

«Και μέχρι πού θα ’ρθουν οι Τούρκοι, πατέρα»; «Μέχρι τον Αστρομερίτη» της απάντησε.

Αυτό ήταν αδιανόητο τότε. Είναι σαν να έλεγες κάποιου ότι θα πιάσουν την Αραδίππου οι Τούρκοι, όχι όμως και τη Λάρνακα. Αυτή είναι η γεωγραφική σχέση Ζώδιας – Αστρομερίτη. Εδώ στην Ευρύχου τα ίδια. Σ’ ένα άνθρωπο που ζει ακόμα, άνθρωπο του Θεού, είπε η Παναγία τα ίδια, από το 1964. Παναγία μου, της λέει «γιατί να μην κοιμούμαι τη νύχτα και να κάμνω αγρυπνίες, αφού θα ’ρθουν οι Τούρκοι»; Και του λέει η Παναγία: «Για να ’ρθει το κακό λιγότερο». Πόσο προληπτικά, προνοητικά ενεργεί ο Θεός! Θα μπορούσε να γίνει μεγαλύτερο κακό από αυτό που συνέβηκε.

Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι πήγαιναν χαμένες οι προσευχές.

Καθόλου χαμένες οι προσευχές. Αντίθετα ήρθε μικρότερο κακό. Τι θα γινόταν αν δεν είχαμε αυτούς τους ανθρώπους; Και υπάρχουν κι άλλοι σε διάφορα χωριά που δεν τους συγκρατά τώρα η μνήμη μου, που επιστρατεύτηκαν τότε για να προσεύχονται. Άλλοι από κάποιο άγγελο, άλλοι από κάποιο άγιο, άλλοι από την Παναγία. Ενας εξ αυτών ήταν και ο γέρο Παναής. Και το ξέρω αυτό μέσα από τη μαρτυρία, που έλεγε στους Λυσιώτες: «χτίζετε μεγάλα σπίτια, Τούρκοι θα ’ρθουν να κατοικήσουν». Άρα ήξερε ο Παναής πριν το 74 ότι το χωριό του θα γίνει κατεχόμενο.

Κάποτε του είπε ο π. Συμεών: «θα βγάλουμε πολλούς αγιογράφους». Αυτός απάντησε: «Εν να χρειαστούν, Συμεών, εν να χρειαστούν. Αύριο που θα ’ρθει εποχή να πάμε στα χωριά μας- όσοι πάνε- ποιος θα ζωγραφίσει αυτές τις εικόνες; Θα θέλουμε πολλούς αγιογράφους». Ο Παναής ήταν μια συγκλονιστική προσωπικότητα. Το διαπίστωσα, επειδή γνώρισα τον π. Ιάκωβο, που είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα αλλά το έκρυβε. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν μιλάς μαζί τους, αυτοί μιλούν σε διάφορα επίπεδα την ίδια ώρα. Ένα επίπεδο είναι αυτό που βλέπουν απέναντί τους , ένα είναι αυτό της μνήμης, γεμάτης φως, κι ένα το επίπεδο του μέλλοντος που βλέπουν την ίδια ώρα. Αυτό το είχα μάθει, ότι με αυτούς τους ανθρώπους οι κουβέντες δεν είναι τυχαίες, δεν τους πέφτουν κουβέντες, έχουν γρήγορο νούν, «καρδίαν νήφουσαν». Λοιπόν, έβλεπα στον γέροντα Παναή αυτά τα κοινά και οι κουβέντες του για μένα ήταν όλες σημαντικές.

Επιστρέφω στο ίδιο ερώτημα. Αφού θεωρείτε, όπως και άλλοι βέβαια, μια κοινή αντίληψη του λαού του Θεού, ότι ο παππούς ο Παναής ήταν ένας σύγχρονος άγιος, γιατί η Σύνοδος της Κύπρου δεν τον ανακηρύσσει άγιο; Ξέρουμε ότι έχει αιώνες να ανακηρύξει άγιο. Γιατί άραγε, δεν θα μπορούσε να γίνει;

Διότι δεν έχουμε στην Κύπρο την εμπειρία της αγιοκατάταξης, κάτι που το επιτρέπουν βέβαια οι κανόνες. Η σύνοδος των Ιεροσολύμων έκαμε αγιοκατάταξη του αγίου Φιλουμένου. Τώρα για το γέροντα Παναή, ακόμα πρέπει να περιμένουμε την ελευθερία της Κύπρου.

Τι σχέση έχει ;

Έχει σχέση. Αυτό που είπα προηγουμένως, ότι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι είχαν αυτήν την αίσθηση, αυτή την πίστη. Πρώτον ότι οδηγούμαστε σε διχασμό, μιλώ προ του 74 και προ της ΕΟΚΑ Β, και ότι αυτός ο διχασμός θα φέρει τους Τούρκους και οι Τούρκοι θα προκαλέσουν κατοχή και μίαν παρατεταμένη διχοτόμηση, πράγμα που ζούμε τώρα και 38 χρόνια. Τώρα εναπομένουν τα επίλοιπα να πραγματοποιηθούν. Αν αυτά γίνουν, που θα γίνουν κατά την άποψή μου, τότε η Εκκλησία, όποιοι κι αν είναι τότε οι ιεράρχες θα είναι μπροστά σ ένα φοβερό γεγονός. Αυτά που θα γίνουν δεν θα αφορούν μόνο την Κύπρο. Θα είναι οικουμενικά πράγματα. Οι απλοί καλόγεροι, όπως ο π. Παίσιος, ο π. Ιάκωβος, ο γέρο Πορφύριος είχαν αυτά τα έκτακτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Και δεν είναι μόνο το προορατικό και διορατικό, είναι μικρότερα χαρίσματα αυτά μπροστά στην πατρότητα, την οποία εξέπεμπαν σ’ αντίθαση με πολλούς άλλους, ακόμα και κληρικούς και αρχιερείς.

Ένα χάρισμα που δεν τονίστηκε, το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος.

Ναι κι εγώ θεωρώ αυτό το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας, το ύψιστο χάρισμα.

Πράγμα που σημαίνει ότι παρ όλο που ο παππούς ήταν λαϊκός, είχε το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας.

Μα το απέδειξε ο γέροντας του Σταυροβουνίου. Πώς τον απεκάλεσε, όταν έγινε ο επικήδειός του . Αυτός που ήταν ο πνευματικός των πνευματικών, ο γέροντας των γερόντων της Κύπρου, ο ηγούμενος της μονής Σταυροβουνίου, τον απεκάλεσε «ΠΑΤΕΡ Παναή» και μας επέρασε όλους ρεύμα ηλεκτρικό. Τι γίνεται εδώ; Πώς ένας ηγούμενος Σταυροβουνίου, ο οποίος είναι φειδωλός σε επαίνους και σε λόγους, τον αποκαλεί έτσι; Και ήταν εκεί 25 ιερείς, 3 διάκονοι και ένας ηγούμενος όταν τον εκηδεύσαμε μέσα σε μία παράγκα. Ήταν η, λυόμενη τότε, εκκλησία της Αγίας Θέκλας.
Τι σήμαινε να τον αποκαλεί πατέρα; Ήταν κατ’ αρχήν πατέρας όλων εκείνων των παπάδων που πήγαιναν να βρουν παρηγοριά κοντά του, να βρουν νόημα ζωής , νόημα θανάτου. Ήταν πατέρας σε όλες της μάνες των αγνοουμένων, σε όλους τους εγκλωβισμένους σε όλους τους χαμένους . Ο γέρο-Παναής έμαθε τη Λάρνακα να κάμνει αγρυπνίες, η Λάρνακα μέχρι τότε ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο του φραγκολεβαντινισμού. Κακά είν’ τα ψέματα. Αν το Σταυροβούνι έμαθε τη Λάρνακα να εξομολογείται και ύστερα ο π. Αντώνιος, που το κράτησε μέχρι σήμερα και το αύξησε και το μετέδωσε και σε άλλους πνευματικούς, ο π. Συμεών την έμαθε να αγαπά την εικόνα. Αυτή είναι η αλήθεια της Λάρνακας. Ο γέρο Παναής ήταν ένας σημαντικός γέροντας της Λάρνακας. Από τους σημαντικότερους. Κι αυτό θα το δείξει η ιστορία. Άρα για την αγιοκατάταξή του νομίζω να το αφήσουμε. Θέλουμε ακόμα χρόνο. Χρόνο τι; Να εισπράξουν αυτήν την προσφορά του, αυτοί που την δέχτηκαν και να την καταθέσουν επίσημα στην εκκλησία. Τώρα αν αυτό θα το κάνει η εκκλησία της Κύπρου, η Σύνοδος της Κύπρου, ούτε το αποκλείω ούτε το επιδιώκω. Και η αγιοκατάταξη, για να γίνει, ιδιαίτερα σε οσιακής μορφής ανθρώπους, πρέπει να μιλήσει κι ο ουρανός πιο έντονα, με θαύματα!

Το θεωρείτε αναγκαίο η Σύνοδος να κάνει την αγιοκατάταξη;

Όχι δεν είναι αναγκαίο, ούτε στην ιστορία της εκκλησίας ήταν αναγκαία η θαυματοποιία. Ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος π.χ. δεν άφησε φήμη θαυματουργού αλλά η θεολογία του κάνει θαύματα. Τώρα στους οσίους, όπως έζησε ο γέρο Παναής ως όσιος, είναι κάπως έτσι, μία απάντηση.

Ούτε κι εμείς που γνωρίσαμε κάποιους οσίους ανθρώπους πρέπει να αγωνιούμε για την αγιοκατάταξή τους. Μάλλον να αγωνιούμε για τη μίμησή τους. Τώρα αν τον γέροντα Ιάκωβο τον κατατάξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε άγιο ή όχι, για μένα είναι άγιος. Τι σημαίνει είναι; Έχω πατέρα μετά θάνατον . Και δεν έχω πατέρα, γιατί τον εγνώρισα εν ζωή. Ξέρω ανθρώπους που έμαθαν για τον γέροντα Ιάκωβο από μένα. Και είναι πιο έντονη η παρουσία του, η πατρική, στη ζωή τους, από ό,τι σε μένα.

Χρειάζεται όμως και η γνωριμία του πατέρα εν ζωή.

Ναι, ο δικός μου ο ρόλος ήταν τούτος. Να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ότι υπάρχουν άνθρωποι θεοφόροι, ότι υπάρχουν άνθρωποι που το Άγιο Πνεύμα το γνωρίζουν και συνοικεί μαζί τους . Ο γέρο Παναής ήταν ένας τέτοιος. Βλέπεις, ενώ μιλώ για το Γέρο Παναή, πάω στο γέρο Παίσιο, πάω στο γέρο Ευμένιο, στο Γέρο Ιάκωβο κλπ. Είναι τυχαίο αυτό; Για μένα είναι το ίδιο. Οι μεν είναι μικρασιάτες, οι δε Κύπριοι.
Εκαθάρισε τον εαυτό του ο Γέρο Παναής, εφώτισε τον εαυτό του . Και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του ήταν κι αυτοί σημαντικοί: Η Τρυφωνού, ο Βασίλης. Μας έδωσαν ένα ρυθμό από τότε. Κάτι που έκαμνε, αλλά αργότερα κατάλαβα την αξία του, κι ο γέρο Ιάκωβος και ο γέρο Ευμένιος. Εκείνοι, βέβαια, το έκαμναν καθηκόντως ως παπάδες, αυτός δεν ήταν παπάς. Τι έκαμνε; Μνημόνευε ονόματα. Κάθε μέρα μνημόνευε γύρω στις δυόμισι χιλιάδες, νομίζω. Είχε παράκληση κάθε μέρα στις μία η ώρα και κατά τη διάρκεια της παράκλησης, γονατιστός κι αυτός και η συνοδεία του μνημόνευε από ένα δεφτέρι ονόματα πολλών ανθρώπων. Δείγμα μιας λαϊκής ευσέβειας το ότι λαϊκοί μνημονεύουν ονόματα. Και νεκρών και ζωντανών. Ξέρω ανθρώπους στη Λάρνακα που μου είπαν πως εμείς μάθαμε να μνημονεύουμε ονόματα από το γέροντα Παναή. Αυτό δείχνει μια λαϊκή ιεροσύνη. Και αυτό δεν ήταν κάτι μονάχα του Γέροντος Παναή. Ο Γέρο Παναής το παρέλαβε από την παράδοση. Διότι υπήρχε στην Κύπρο, στη Μολδαβία, στη Μικρασία . Εξομολογώ διαφόρους ανθρώπους τώρα και τους λέω να μνημονεύετε ονόματα τις νύκτες και ζωντανών και νεκρών. Μου λέν ότι το κάνουν. Πού το μάθετε; Μας το είπε η γιαγιά μας, ο παππούς μας. Άρα είναι παράδοση αυτό, παράδοση της Ανατολής.

Εκτός από το χάρισμα αυτό της πατρότητας, ποιο άλλο χάρισμα είχε;

Σας είπα, ήταν άνθρωπος που είχε συναίσθηση του πνευματικού πατέρα , του δασκάλου, ήξερε να διδάσκει κάποιον και να τον πείθει ν ’αγωνιστεί. Γιατί μπορεί κι εγώ κι εσύ να μπορούμε να διδάξουμε, όμως να μην μπορούμε να πείσουμε. Αυτός ήταν παθών και μαθών, καλός μαθητής και κατ’ επέκταση καλός δάσκαλος. Αυτό το ένιωθες, ότι σε έπειθε, σε μάθαινε να μετανοείς, να μην απελπίζεσαι από τα χάλια σου. Έμπαινε σ’ αυτή τη διαδικασία άμα έβλεπε ότι είχες διάθεση μαθητείας. Επίσης είχε μια λαϊκή ιεροσύνη. Άλλο χάρισμά του ήταν αυτό που είπα πιο πάνω και φαινόταν στη μνημόνευση, η λαϊκή ιεροσύνη. Και λέω δεν ήταν μεμονωμένο χάρισμα τούτο. Ήταν κάτι που καλλιεργείτο από πολλούς Κυπρίους και καλλιεργείται και σήμερα.

Αυτό είναι αποδεχτό βέβαια από την εκκλησία.

Βεβαίως, όχι μόνο είναι αποδεχτό, αλλά το παροτρύνουμε να γίνεται. Από κάποια μικρά δείγματα επίσης φαίνεται ότι ήταν άνθρωπος που είχε μία διόραση, μια προόραση κάποιων γεγονότων , μια σχέση με το τι συνέβηκε στην εισβολή και με το τι προσδοκούμε να γίνει με την ελευθερία του τόπου. Θέλουμε κι άλλα;

Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είχε γέροντά του, πνευματικό του πατέρα , ένα μοναχό, το Συμεών τον Ευλαβή. Ο παππούς ο Παναής ως λαϊκός ήταν πνευματικός πατέρας . Αναλύστε μας λίγο, εξηγήστε μας το ρόλο του εξομολόγου ιερέα και αυτό του λαϊκού πνευματικού πατέρα και πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη;

Εγώ ξέρω ότι και σήμερα εφαρμόζεται. Εξομολόγος είναι ο ιερέας που θα πας να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και να σου διαβάσει τη συγχωρητική ευχή. Ο πνευματικός, είτε είναι ιερέας, αρχιερέας , διάκος , είτε είναι μοναχός, όπως ο π. Παίσιος , είτε είναι λαϊκός όπως ο γέρο Παναής και ξέρω σημερινούς λαϊκούς, είναι πνευματικοί πατέρες, με την έννοια ότι μπορούν να διδάξουν την μετάνοια. Ζουν τη μετάνοια και μπορούν να διδάξουν τη μετάνοια, κι αυτό γίνεται, διότι είναι μαθητές πρώτα, γι αυτό μπορούν και να τη διδάξουν. Και η μετάνοια είναι έργο του Αγίου Πνεύματος. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αφού ακούουν στην καρδία τους το Χριστό και το Αγιο Πνεύμα να μιλούν. Και μπορούν έτσι να γεννήσουν ανθρώπους, να καθοδηγήσουν ανθρώπους, με ασφάλεια. Όχι με διαλεχτική, όχι με κηρυγματική, όχι με ρητορική νοησιαρχική παιδεία όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλούς παπάδες, που είναι εξομολόγοι από τον επίσκοπό τους, αλλά δεν έχουν μέσα τους την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος.

Πόσο απαραίτητο είναι τότε να πηγαίνει ένας σε τέτοιους πνευματικούς και για ποιο λόγο, εφ όσον ο πνευματικός πατέρας είτε ως μοναχός είτε ως λαϊκός που έχει το Άγιο Πνεύμα μπορεί να αναγεννήσει τον άνθρωπο; Εάν ο πνευματικός ιερέας δεν αναγεννά, πόσο απαραίτητο είναι να προσέρχεται κανείς κοντά του;

Εάν δεν αναγεννά, θα πηγαίνει τότε μόνο για την εξομολόγηση.

Μόνο για μια ευχή;

Όχι μόνο για ευχή, αλλά και για συμβουλές, να του πει τις εντολές του Χριστού.

Ναι, αλλά αυτές τις συμβουλές μπορεί να τις πει κι ο άλλος που ενεργεί ως πνευματικός πατέρας και δεν είναι ιερέας.

Βεβαίως! Και σιγά-σιγά θα δεις ότι ο πνευματικός – ιερέας που δεν έχει μέσα του την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος δεν θα γεννά πνευματικά τέκνα, αλλά συγχυσμένους ανθρώπους. Και θα του δημιουργούν και του ιδίου πρόβλημα. Ίσως καταλάβει ότι φταίει κι αυτός τελικά και πει «μήπως φταίω κι εγώ; Μήπως οικειοποιούμαι ένα χάρισμα το οποίο δεν το έχω μόνο και μόνο επειδή ο Δεσπότης μου έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με έκανε εξομολόγο;».

Αυτό όμως που θέλω ακριβώς να ρωτήσω είναι κατά πόσο είναι αναγκαίο να πηγαίνω σ’ έναν πνευματικό ιερέα που δεν έχει το χάρισμα εκ Θεού, εφ όσον όμως έχω πνευματικό πατέρα, ο οποίος είναι όντως πνευματικός πατέρας.

Είναι αναγκαίο, όπως πάμε στον ιερέα να κοινωνήσουμε. Ο ένας μαθαίνει τη μετάνοια, τη συγχώρεση. Από πού όμως θα την πάρει την συγχώρεση; Από τον ιερέα ασφαλώς.

Η οποία όμως επενεργεί κατά ένα μαγικό τρόπο. Εφ όσον η συγχώρεση σημαίνει θεραπεία.

Μα ο ιερέας είναι άνθρωπος που χορηγεί Πνεύμα Άγιο. Ο άλλος πληροφορεί περί Πνεύματος Αγίου, αλλά δεν χορηγεί.

Εξ αιτίας της χάριτος της ιεροσύνης λέτε, αλλά την καθοδήγηση και τη θεραπεία βασικά θα την κάμει ο όντως πατέρας . Εάν δε αυτά τα δύο συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, καλύτερα βέβαια.

Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα. Εγώ έχω ζήσει αυτό το γεγονός. Είναι και ζήτημα φύσεως, χαρακτήρων ίσως. Δηλ., ενώ είχα εξομολόγο το γέροντα Ευμένιο, πήγαινα και συμβουλευόμουν πνευματικά τον γέροντα Ιάκωβο κι ο λόγος του ήταν δεσμευτικός για μένα.

Ήταν όμως και οι δύο ιερείς. Γιατί χρειαζόταν να πάτε αλλού για εξομολόγηση;

Ο χαρακτήρας μου ήταν πιο κοντά στον γέροντα Ιάκωβο. Παίζει ρόλο η φύση του ανθρώπου. Όλες είναι γυναίκες όμως μία γυναίκα παντρεύεσαι. Είναι έργο φύσεως νομίζω. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να το σχηματοποιούμε . Τα παλαιά χρόνια, πάτερ, πήγαιναν να ακούσουν ένα λόγο πνευματικό στον αββά Αντώνιο . Μια φορά μονάχα πήγαιναν. Κι αυτός ο λόγος ήταν αρκετός, για να κρατηθούν μια ζωή. Τώρα με τις πολλές ερωτήσεις και τα πολλά πρέπει συγχύσαμε τα πράγματα. Εγώ βλέπω λαϊκούς που έχουν ωραία «κατάσταση» και τους χαίρομαι.

Υπάρχει μια ελπίδα δηλαδή. Βλέπω ότι έχετε αυτή την ελπίδα.

Βεβαίως. Υπάρχουν αυτοί οι λαϊκοί που γνωρίζουν τη μετάνοια, η οποία έτρεφε την οικουμένη και θα την τρέφει εσαεί. Κι εμείς οι ιερείς έχουμε μία διακονία, αλλά πρέπει να ’χουμε λίγη έγνοια εάν έχουμε γνωρίσει τη μετάνοια. Αυτό είναι το μήνυμά μου. Όταν βλέπουμε λαϊκούς να την έχουν γνωρίσει, να ταπεινωνόμαστε. Εγώ συμβουλεύομαι λαϊκούς πάντως. Δεν δίνω την εντύπωση του ανθρώπου που τα ξέρει όλα επειδή είμαι αρχιερέας. Βλέπω ότι δεν τα ξέρω, ότι κάμνω λάθη ενώ βλέπω ανθρώπους λαϊκούς με ταπείνωση και μετάνοια. Ρώτησα κάποτε κάποιον πώς ζει τη μετάνοια. Και μου είπε: «γονατώ κάθε βράδυ και φέρνω μπροστά μου τα αμαρτήματα της ημέρας, τα πάθη – για μένα τα πάθη είναι αμαρτήματα που έχουν χρονίσει μέσα μου κι επαναλαμβάνονται. Έστω κι αν προσπαθώ να τα μειώσω, να τα διώξω. Εν τούτοις δεν φεύγουν». Και το τρίτον «είναι τα γονίδια». Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, πάτερ. «Υπάρχουν γονίδια μέσα μου, μου είπε, που μπαίνουν από παππού σε παιδί κι από παιδί σε εγγόνι, και πρέπει εγώ να βρω αυτά τα γονίδια της μάνας μου, του πατέρα μου, του παππού μου, αφού βλέπω ότι επενεργούν και μέσα σε μένα. Μετανοώ για τα λάθη εκείνων και τους σώζω και με σώζουν, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ταπεινώνομαι και γι’ αυτούς». Όταν βλέπεις, λοιπόν, ένα τέτοιο λαϊκό , αυτός είναι πλανεμένος;

Φωτισμένος είναι!

Φωτισμένος, βέβαια! Σου είπα προηγουμένως για το γέροντα Παναή ότι υπήρχε μια παρέα στην Κύπρο που τους ένωνε το ένα πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα. Αυτοί οι άνθρωποι για να έχουν αυτή τη φώτιση και να βλέπουν τα μέλλοντα, σημαίνει ότι είχαν μετάνοια. Γιατί τους διάλεξε αυτούς η Παναγία; Δηλαδή, εάν όντως πιστεύουμε στο γέροντα Παναή ως θεοφόρο άνθρωπο, τότε γιατί να μην πιστέψουμε στους σημερινούς ανθρώπους, που είναι κι αυτοί λαϊκοί, αλλά δεν είναι βρακάδες; Φορούν παντελόνια, γιατί άλλαξε η μόδα, ή φούστες, αν είναι γυναίκες.
Ο γέρο Παναής έχει αφήσει στον τόπο μας ανθρώπους, που μπορεί να μη γνώρισαν το γέροντα Παναή, όμως γνώρισαν τη ζωή του μέσα από την μετάνοια.

Ευλογία μεγάλη και ευθύνη για μας που τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε.

Κυρίως ευθύνη.

Μακάρι η ευχή του να μας στηρίζει και η ευχή σας να μας δυναμώνει.

Αμήν, για όλους.

Ευχαριστούμε πολύ.

Παρακαλώ.



Πηγή: http://isagiastriados.com/index.php?option=com_content&view=article&id=139&Itemid=296

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Κώστας Βάρναλης

Η Μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέση και νά 'ρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι' οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τί 'πες "Νά 'με"!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Η ημέρα της Λαμπρής (Διονύσιος Σολωμός)

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Ανάσταση πριν από την Ανάσταση

«Το Χριστός Ανέστη φέτος δεν το’ παμε το Πάσχα.
Το Χριστός Ανέστη φέτος το’ παμε στις 29 του Μάρτη».

Μόλις ακούσαμε την απόφαση για την αποφυλάκιση του Γέροντά μας, του Γέροντα Εφραίμ, από τις φυλακές Κορυδαλλού, όπου η Πρόνοια του Θεού τον έταξε για να κάνει και εκεί την αποστολή του, χαρήκαμε σαν να ήταν Πάσχα.
Προσωπικά, βίωσα κάτι πρωτόγνωρο το οποίο θα ήθελα να μοιραστώ με φίλους και πνευματικούς αδελφούς. Τη στιγμή που ο καλός φίλος και αδελφός εν Χριστώ Κλεάνθης Συμεωνίδης με τη φράση «Χριστός Ανέστη» μου ανακοίνωσε την απελευθέρωση του Γέροντά μας, ένιωσα ένα συναίσθημα χαράς και αγαλλίασης, πολύ εσωτερικής.
Φαντάστηκα ότι κάπως έτσι θα ένιωθαν οι γονείς και οι παππούδες μας, αν τους ανακοινωνόταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Τότε, που οι άνθρωποι μεθούσαν με τ’ όραμα της Ένωσης με τη Μάνα Ελλάδα.
Ήταν ένα πέταγμα της ψυχής πολύ γλυκό και ευχάριστο, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο και κάπως συγκρατημένο. Ίσως, γιατί η ωριμότητα έφερε μαζί της και το μέτρο, την αριστοτέλεια μεσότητα, «το μηδέν άγαν», τον έλεγχο της παρόρμησης. Ίσως γιατί ο Γέροντάς μας στις επισκέψεις μας στη φυλακή, μας μετέδωσε κάποια πράγματα..., μας προετοίμασε ότι η ζωή του Χριστού για τον Χριστιανό έχει συνεχείς δοκιμασίες.
Έτσι, όπως μας έλεγε, μετά την Εβδομάδα των Παθών ήλθε η Ανάσταση. Μετά το σκοτάδι, το φως. Μετά τη δοκιμασία, η χαρά. Φαίνεται ότι η Παναγία τον άφησε μέχρι που ανθρωπίνως άντεχε... Μέχρι να τελειώσει την αποστολή του στη φυλακή, να εξομολογήσει ανθρώπους που τον είχαν περισσότερο ανάγκη από τα παιδιά του, τους μοναχούς του. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσοι θα σώσουν την ψυχή τους από τη συναναστροφή τους με τον Ηγούμενο της Μονής Βατοπαιδίου, τον άνθρωπο που καθημερινά, για χρόνια, λοιδωρείται και χλευάζεται, προπηλακίζεται και απαξιώνεται από καημένα ανθρωπάκια...
Αν ήξεραν πόσα δράματα υπάρχουν στις φυλακές! Ο Γέροντας έγραψε στους αδελφούς του στο Μετόχιο της Μονής στο Πόρτο Λάγος ότι πίσω από κάθε φυλακισμένο κρύβεται και μία τραγωδία. Θα αναφέρω κάτι που είπε ο ίδιος σε προσκυνητές στη Μονή, μετά την απελευθέρωσή του: ένα παιδί που καταδικάστηκε για φόνο που δεν διέπραξε, μετά από εξομολόγησή του στον Γέροντα Εφραίμ, και με παρέμβαση του Γέροντα στον Μητροπολίτη της περιοχής του, κατάφερε σε νέα δίκη να αποδείξει την αθωότητά του και να αποφυλακιστεί. Μόνο γι’ αυτό το νέο παιδί άξιζε η ταλαιπωρία και το βάσανο του Γέροντα!
Γιατί η εμπειρία των φυλακών επιδείνωσε ασφαλώς την υγεία του: το κρύο, η υγρασία, η μούχλα, η βρωμιά, οι κατσαρίδες, τα ποντίκια κι άλλα δεινά που αναφέρουν σε επιστολή τους οι συγκρατούμενοι του Γέροντα. Αυτοί, όμως, ευχαριστούν την Παναγία που τους τον έστειλε για να νιώσουν ότι υπάρχει Θεός και κάποιος τους νοιάζεται.
Γιατί ο Γέροντας νοιάστηκε και για την ψυχή τους μα και για τη διατροφή τους, γι’ αυτό ό,τι του έπαιρναν τα έδινε στους συναδέλφους του, όπως τους αποκαλούσε. Δεν έμεινε όμως σ’ αυτά, αλλά φρόντισε μέσω φίλων να εφοδιαστούν οι φυλακές με πολλούς τόνους τροφίμων, σε μια εποχή που η Ελλάδα βιώνει δυστυχία.
Με το ευχάριστο άκουσμα, την επόμενη μέρα φτάσαμε μαζί με τις αδελφές του και άλλα πνευματικά του παιδιά στην Αθήνα. Τον συνοδεύσαμε μέχρι την Ιερισσό για να πάρει το καραβάκι της Μονής. Η χαρά της αντάμωσης με τον ελεύθερο Γέροντα ανεκλάλητη. Μα και κείνος ήταν πολύ ευτυχισμένος που μας έβλεπε και λαχταρούσε να πάει στο μοναστήρι και στα παιδιά του. Το πρόσωπό του έλαμπε! Για τον καθένα μας είχε έναν λόγο αγάπης.
Κάποια γυναίκα τον ρώτησε: «Γέροντα, είσαι χαρούμενος που είσαι ελεύθερος;». «Ελεύθεροι είμαστε μέσα μας, παιδί μου» της απάντησε, κι εγώ δεν μπορούσα συνειρμικά να μη θυμηθώ τους Μεσολογγίτες του Σολωμού! Νόμισαν, όπως όλοι οι τυραννίσκοι, τα φερέφωνα των μεγάλων αφεντικών που κυβερνούν τον κόσμο με το δίκαιο της πυγμής, πως θα σκλαβώσουν το πνεύμα.
Πλανώνται πλάνην οικτράν αν βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι υπέταξαν το πνεύμα του και τον σωφρόνισαν, εξαλείφοντας από την ψυχή του τη ροπή για εγκληματικότητα! Ποιος; Ο άνθρωπος που κατά τους φυλακισμένους ήταν ό φύλακας άγγελός τους. Που τους πόνεσε και τους αγάπησε όσο κανένας άλλος.
Στην Ιερισσό εκείνο που μας συγκίνησε πολύ ήταν οι Ρωσίδες που έφτασαν για να πάρουν την ευχή του και οι άντρες τους να πάνε στη Μονή. Η ευσέβειά τους και η αγάπη τους προς τον Γέροντα που γνώρισαν τον τελευταίο καιρό κατά την επίσκεψή του στη Ρωσία, μας καθήλωσαν. Μια μικρούλα έκλαιε με λυγμούς από την αγάπη της προς τον Γέροντα!
Αποχαιρετήσαμε τον Γέροντα που όλος χαρά κινούσε για το σπίτι του, στο περιβόλι της Παναγίας που τόσο αγαπά! Ας προσευχόμαστε γι’ αυτόν να μπορέσει να συνεχίσει το έργο του και να υπηρετεί τη Μεγάλη Μάνα μας!

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

ΑΝΑΣΤΑΣΗ (Ποίημα)

14 Απριλίου, 2012 — vatopaidifriend3

Θ’ αναστηθείς μια μέρα! Ναι, θ’ αναστηθείς!

Ο πόνος τούτος κάποια μέρα θα περάσει.

Θα ᾽ρθουν τα ρόδα του Μαγιού στα κέρινα σου μάγουλα

Κι ορθός σαν νίκης τρόπαιο και πάλι θα στηθείς.
Θ’ αναστηθείς μια μέρα! Ναι, μην το ξεχνάς!

Κι αν τώρα πάσχεις και φρικτά πονάς

κι αν βλέπεις όλα γύρω να πενθούνε

τ’ αστέρια να δακρύζουνε και τ’ άνθη να μαδούνε,
κι αν τώρα νεκρική σιγή απλώνεται βαθιά στη γη

στους κόσμους των μνημάτων

γρήγορα θα ᾽ρθει δεν αργεί, ρόδινη λαμπροφόρα αυγή,

η μία των Σαββάτων.

Καίτη Χιωτέλλη

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Η αποδημία της Αγγελικής της Πρεσβυτέρας

9 Απριλίου 2012 από ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ ΖΗΝΑ

Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που γυρίζω από κηδεία τόσο συγκλονισμένη και αναπαυμένη ταυτόχρονα. Η φίλη και συνάδελφός μας Αγγελική Κωνσταντίνου κίνησε για το αιώνιο ταξίδι, «σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα». Μια μάρτυρας της Ορθοδοξίας που με την όλη βιωτή της αλλά και με τη σταυρική της πορεία και την εγκαρτέρησή της τους τελευταίους μήνες, αντικρίζει θαρρώ το θρόνο του Κυρίου μας με παρρησία. Είμαι σίγουρη ότι ο Κύριος θα της πει το: «Ευ δούλε, αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου».
Η εκκλησία δεν χωρούσε τον κόσμο που ήλθε για να τη συνοδεύσει στο τελευταίο της ταξίδι. Πιστεύω ότι όλοι, κληρικοί και λαϊκοί, νιώσαμε ότι κηδεύαμε μια αγία γυναίκα που ήταν έτοιμη να φύγει, αφού εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της στη γη. Ήταν ένας άγγελος που κατέβηκε απ' τον ουρανό, για να μας αποδείξει ότι και στην εποχή μας υπάρχουν άγιοι, και μάλιστα στον κόσμο, ζουν ανάμεσά μας, πλάι μας.
Αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου την ώρα της εξόδιας ακολουθίας, που ο πολυπληθής χορός των ιερέων και επισκόπων - ανάμεσά τους και ο σύζυγός της π. Παντελεήμων και ο ένας γιος της που είναι επίσης ιερέας, μαζί με τους καλλίφωνους, καλλικέλαδους ψάλτες τους άλλους έξι γιους της - έψαλλαν τους υπέροχους ύμνους, με τους θεόπνευστους στίχους, που μας θυμίζουν τη ματαιότητα των εγκοσμίων.
Οι σκέψεις μου αυτές έγιναν βεβαιότητα, όταν άκουσα τον ιερέα γιο της να την αποχαιρετά με αγάπη και αναστάσιμη ελπίδα. Μοιράστηκε μαζί μας κάποιες εμπειρίες των παιδιών της, όχι για να τιμήσουν τη μητέρα τους, όπως τόνισε, αλλά για να παραδειγματιστούμε οι υπολειπόμενοι. Μας είπε ότι αντιμετώπισε τη δοκιμασία της ασθένειάς της με υπομονή, αδιάλειπτη προσευχή και καρτερικότητα, δοξάζοντας το όνομα του Θεού, πλήρως παραδομένη στο θέλημά του. Με την εγκαρτέρηση ενός χριστιανού μάρτυρα! Και το πιο θαυμαστό: το σώμα της, τριάντα ώρες μετά, όταν πήγαν οι δώδεκα γυναίκες του Χριστιανικού Συνδέσμου να τη ντύσουν, δεν είχε την ακαμψία του νεκρού!
Γι' αυτό και οι άγιοι των οποίων τις εικόνες και τα ιερά λείψανα έφεραν στο προσκεφάλι της για να προσκυνήσει, ευαρεστήθηκαν με τον αγώνα της και την αγάπη της στον Θεό, και ευωδίαζαν. Ιδιαίτερα παρακαλούσε τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό, τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Γεώργιο. Ζητούσε η ψυχή της μέχρι τέλους τη θεία κοινωνία.
Αγάπησε από μικρή την εκκλησία και τους αγίους η Αγγελική μας. Ευτύχησε μαζί με το σύζυγό της, πατέρα Παντελεήμονα, να αποκτήσουν επτά γιους, τους οποίους γαλούχησαν με τα νάματα της θρησκείας και της πατρίδας μας. Επτά γιους λεβέντες, που πέρα από την ανθρώπινη οδύνη και συντριβή, κουβαλούσαν το φέρετρό της, ψάλλοντας. Σαν να παρέδιναν τη μάνα τους σ' Αυτόν που τόσο αγάπησε. Τούτα τα παιδιά μάς δίδαξαν πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν το θάνατο οι χριστιανοί. Σαν να ήταν σίγουροι ότι η μητέρα τους πάει κάπου καλύτερα. Την κάλεσε κοντά του ο Θεός.
Νιώθω πολύ ευλογημένη που μοιράστηκα μαζί της το ίδιο γραφείο στο Λύκειο Εθνομάρτυρα Κυπριανού στο Στρόβολο, πριν από εννέα χρόνια. Από την αρχή που δεθήκαμε, το ένιωσα. Μου έλεγε: «Αδελφούλα μου», καθώς κι οι δυο είμαστε μονοκόρες. Μου μετέδιδε την πραότητα και την ηρεμία της, γευόμουν τα μύρα της αγάπης της, βίωνα την καλοσύνη, την ανιδιοτελή προσφορά, τη συγχωρητικότητα, την αέναη έγνοιά της για τον άλλο, τον αδελφό της, που ήταν η εικόνα του ΧΡΙΣΤΟΥ.
Ταυτόχρονα, θαύμαζα την εργατικότητα, τη φιλοπονία, τις διοικητικές ικανότητες, την κατάρτισή της και το φιλολογικό οπλισμό της, την αγάπη της για τα παιδιά όλου του κόσμου. Μεγαλόψυχη και ευπρεπής, σεμνή και καταδεκτική, κέρδιζε τους μαθητές της με την ευγένεια της ψυχής της, την ευρυχωρία της καρδιάς της, την ταπεινοφροσύνη της και την προσήνειά της. Το χαμόγελο δεν έλειπε από το πρόσωπό της. Πάντα είχε για όλους μια καλή κουβέντα. Ποτέ δεν κακοκάρδισε κανένα, ποτέ δεν μίλησε άσχημα, δεν νευρίασε. Ήταν το πρότυπο της χριστιανής καθηγήτριας στην πράξη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου όσο ζω, πόσο πόνεσε για ένα παιδί που προερχόταν από πολυπροβληματική οικογένεια. Τι προσπάθειες έκανε για να το βοηθήσει. Πόσες ώρες «σπατάλησε» για να το φέρει στον ίσιο δρόμο. Αλλά και πόση προσευχή πρέπει να έκανε για να το βοηθήσει η Παναγία.
Η παρουσία της ενέπνεε τον σεβασμό. Ήταν μια πραγματική κυρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συμβουλές της, το ενδιαφέρον της και την αρχοντιά της. Φαινόταν ότι έκανε τον αγώνα τον καλό, όχι για το «θεαθείναι», αλλά συνειδητά, εγκάρδια, εσωτερικά. Φαινόταν ότι δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ότι ήθελε να σώσει την ψυχή της.
Ο ανεψιός της και η νύφη της μου είπαν πόσο τους άρεσε να πηγαίνουν στο σπίτι της, όπου βασίλευε η αγάπη και η ηρεμία. Πόσο τους άρεσε το μεγάλο τραπέζι, γύρω από το οποίο συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια και όλοι μαζί έψαλλαν και δοξολογούσαν το Θεό. Ήταν η μεγάλη μάνα που μαγείρευε συνεχώς για τα παιδιά και τα εγγόνια της, που ευτύχησε να έχει. Δεν υπολόγισε ποτέ κανέναν κόπο, καμία θυσία. Όλα για τους άλλους, τίποτα για τον εαυτό της. Ήταν η ενσάρκωση του ετεροκεντρισμού της αγάπης.
Πραγματικά, χάσαμε έναν εξαιρετικό άνθρωπο και μια μοναδική φίλη. Όμως, παραδόξως, δεν νιώθουμε ότι τη χάσαμε, αλλά ότι κερδίσαμε έναν σύμμαχο στον Ουρανό. Έναν αγαπημένο μας άνθρωπο που θα μεσιτεύει για μας στους αγίους, που θα την επικαλούμαστε μέρα και νύκτα να μας βοηθά. Η ψυχή της ελεύθερη πετά στα «λιβάδια τα πάντερπνα» του παραδείσου. Πέρασε στην αθανασία! Αιωνία της η μνήμη!
* Φιλόλογος

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Ένα μεγάλο ευχαριστώ και πολλά κατηγορώ από τους κρατούμενους στην 6η πτέρυγα Kορυδαλλού ! 2 Απριλίου, 2012 — VatopaidiFriend

Ο φυλακισμένος Αντώνης Παπαδάτος, εκπροσωπώντας τους κρατουμένους της 6ης πτέρυγας στις φυλακές Κορυδαλλού, έστειλε επιστολή μέσο της οποίας εκφράζει την ευγνωμοσύνη τους, προς τον Γέροντα Εφραίμ και ευχαριστεί τον Θεό που τον έφερε κοντά τους!

Η επιστολή αναφέρεται και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι, όπως ο μεγάλος συνωστισμός που έχει ως συνέπεια να υπάρχουν κελιά-θάλαμοι ακόμα και με 25 κρατουμένους μέσα, αλλά και στις συνθήκες υγιεινής που όπως αναφέρουν, ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, όπως τύφου, χολέρας φυματίωσης, είναι μεγάλος.

«Με την επιστολή αυτή θέλουμε να ευχαριστήσουμε δημοσίως τον Γέροντα Εφραίμ, που στάθηκε δίπλα μας σαν πατέρας μας με την αγάπη, την κατανόηση αλλά και την ηρεμία που μας μετέφερε όλο αυτό το διάστημα.

Με λίγα λόγια και σταράτα, παρά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στον Κορυδαλλό, σε μια φυλακή που δεν χωράει πάνω από 800 κρατουμένους και σήμερα ξεπερνάμε τους 2500, με συνέπεια να κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο σε κελιά-θαλάμους με 25 άτομα μέσα, παρέα με στρατό από κατσαρίδες και ποντίκια και γάτες που έχουν τύφο, μέσα στο κρύο χωρίς θέρμανση, σε μουχλιασμένους τοίχους από την υγρασία, που χτίστηκαν πριν από 50 χρόνια, τρώγοντας φαγητό που δεν θα έπρεπε να τρώνε ούτε τα σκυλιά, και κάνοντας μπάνιο με παγωμένο νερό, φωνάζουμε πως υπάρχει Θεός και Τον Ευχαριστούμε που έφερε κοντά μας τον Γέροντα Εφραίμ να μας στηρίξει ψυχολογικά με τη στάση του και τον καθένα χωριστά με την πατρική στοργή του.

Υ.Γ. αλήθεια, ο Γέροντας ήρθε μόνος του στη φυλακή για να μας βοηθήσει σε μια εποχή που το κράτος είναι ανύπαρκτο για μας ή όντως ήρθε ως προφυλακισμένος???

Δηλαδή υπάρχουν τόσο ανεγκέφαλοι δικαστές που τον είδαν από κοντά και έστειλαν αυτόν τον άνθρωπο στον Κορυδαλλό?? Ήμαρτον… (όπως μας έμαθε και ο Γέροντας να λέμε…)

Κρατούμενος Αντώνης Παπαδάτος και όλη η 6η πτέρυγα του Κορυδαλλού.

Πηγή: news.princeoliver.com/

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ομιλία για τις Εθνικές Επετείους της 25ης Μαρτίου 1821 και της 1ης Απριλίου 1955

Δημοτικό Θέατρο Λατσιών
23 Μαρτίου 2012, Ώρα 8μ.μ.

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου

Ιστορία του Νικηταρά

Αυτούς τους σκαπανείς της λευτεριάς μας τιμούμε κι εμείς απόψε. Τους ήρωες της Εθνεγερσίας του 1821 και της Επανάστασης του 1955. Αυτούς που μέθυσαν με τ’ όραμα της λευτεριάς και της Ελλάδας. Γιατί η Ελλάδα, κατά τον ποιητή μας Κώστα Μόντη είναι:

«τελευταίος θάμνος στον γκρεμνό
να τον αρπάζει η λευτεριά να κρατιέται»

Ελληνίδες, Έλληνες

Καταρχάς, να μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω θερμότατα τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο για την ευγενική πρόσκλησή τους να μιλήσω σήμερα. Να μιλήσω για ήρωες. Να μιλήσω για το θέμα της εσωτερικής ελευθερίας που χρειάζεται εγρήγορση και διαρκή αγώνα για να διασώσει ο άνθρωπος και να κατακτήσει την πνευματική του αυτάρκεια και αυταρχία. Να υιοθετήσει υψηλούς σκοπούς και να πληρώσει τη ζωή του με νόημα, για να πετύχει την ηθική τελειότητα, την ολοκλήρωσή της, την εντελέχειά της.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Έλληνας δεν ανέχτηκε πάνω από το κεφάλι του παρά μόνο ρήτορες, φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές, καλλιτέχνες. Αυτοί του έδειχναν τον δρόμο της ελεύθερης σκέψης.

Κι ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης μας παραγγέλλει:

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα διστάσεις
θα τ’ απαρνηθείς όλα για χάρη της».


Φίλοι και φίλες

Στη ζωή κάθε έθνους υπάρχουν στιγμές που το καταξιώνουν, που το φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με την Ιστορία, στιγμές που το φως χύνεται στις ψυχές των ανθρώπων, αποκτούν καθαρότητα και συνειδητοποιούν την ιστορικότητα και το χρέος τους.

Τέτοιες διαλεκτές στιγμές ήταν η 25η Μαρτίου 1821 και η 1η Απριλίου 1955, στις οποίες σήμερα ειδικά πρέπει να στραφούμε για να επαναβεβαιώσουμε τη δική μας ευθύνη στον δρόμο της τιμής, του αγώνα και της ελευθερίας. Αυτής της ελευθερίας που είναι για μας ηθικό χρέος ακατάλυτο, που παραδίδεται από γενιά σε γενιά.


Η εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821 μας γυρίζει 191 χρόνια πίσω. Και μας φέρνει στην Αγία Λαύρα, στα Δερβενάκια, στο Μανιάκι, στην Γραβιά, στο Μεσολόγγι, στην Χίο και στα Ψαρά. Σε όλους εκείνους τους θρυλικούς και αιματοπότιστους τόπους, όπου οι Έλληνες, με ελάχιστα πολεμικά μέσα, τα έβαλαν με την πανίσχυρη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και τη νίκησαν κατά κράτος. Μόνοι τους, με την Ευρώπη εχθρική απέναντί τους, αφού έτσι το ήθελε η λεγόμενη «ιερά», αλλά στην πραγματικότητα ανίερη συμμαχία, που είχε επί κεφαλής έναν φοβερό μισέλληνα, τον διαβόητο Μέττερνιχ.

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης νιώθω ότι ο ελληνισμός κέρδισε μια μεγάλη νίκη στο πεδίο του πολιτισμού. Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς δεν στάθηκαν αρκετά να αφομοιωθεί. Κράτησε την εθνική του ταυτότητα, την ιδιοπροσωπία του, την αυθεντικότητά του. Πολλοί λαοί χάθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Πέρασαν από την Ιστορία σαν διάττοντες αστέρες.

Γι’ αυτό το 1821 δεν ήταν μόνο επανάσταση, ήταν και Ανάσταση. Η αγιοσύνη, η παλληκαριά αλλά και η πνευματική ανωτερότητα πιστοποιούσαν κατά τρόπο αδιάψευστο τη συνέχεια της ζωής τους και εξηγούσαν το θαύμα αυτής της Ανάστασης.
Είναι, όμως, χαρακτηριστικό, ότι όλοι ή σχεδόν όλοι, όσοι είχαν πρωταγωνιστήσει στον επικό εκείνο Αγώνα είχαν μείνει φτωχοί. Κάποιοι έγιναν και ζητιάνοι για να επιβιώσουν, όπως ο ήρωας Νικηταράς και άλλοι. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έγινε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, μιλώντας στην Δ Ἐθνοσυνέλευση (11 Ιουλίου 1829, στο Άργος) είπε ανάμεσα στα άλλα και αυτά : «Όσοι εξ υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει, ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τόν βαθμόν του υπουργήματός των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της». Και τελείωσε την ομιλία του μ’ αυτή την βαρυσήμαντη δήλωση : «Αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εν μέσω ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν». «Η Ελλάς δεν είναι εις θέσιν να διατηρή άρχοντας με επιχορηγήσεις», σημειώνει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας Ιστορικός Κων/ντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Κυρίες και κύριοι

Οι Ελληνικές αξίες και αρετές είναι μια εφηβική αγκαλιά για όσους παραμένουν γητευτές του ωραίου και εραστές του ονείρου.

Με το φως του ήλιου του 1821 θέλησε και η Κύπρος να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια της δικής της σκλαβιάς. Έτσι, την 1η Απριλίου 1955, η φλόγα της λευτεριάς πυρπόλησε τις ψυχές των Κυπρίων.

«Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις,
όμως για λίγη περηφάνια τ’ αξίζει» θα μας πει ο Ελύτης.

Γι’ αυτή την περηφάνια του έθνους μας, τα νιάτα της Κύπρου μεταμορφώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη, και με φτερούγες στους ώμους ευαγγελίζονταν τη λευτεριά μας.

«Κείνη την πρώτη άνοιξη
που τα παιδιά παράτησαν τις σάκες
κι άρπαξαν τις μπογιές
γιομίζοντας τους τοίχους με γαλάζιο πάθος
π’ άνοιγαν το στήθος
κι έλεγαν απλά: «πυροβολήστε μας».

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ όμως ήταν κι ένα μεγαλειώδες επικό ποίημα. Οι άνθρωποι ζούσαν ποιητικά. Πατούσαν στη γη κι ανακλαδίζονταν στον ουρανό. Χωρίς να χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας ζούσαν ένα διαρκές ποιητικό μεθύσι.

Τέτοιος ήταν ο κόσμος της Κύπρου τότε. Υψιπέτης και περήφανος με αρχοντιά και μεγαλείο ψυχής. Οι νέοι ζώνονταν την πανοπλία του ενθουσιασμού τους κι έβγαιναν στους δρόμους, διαδηλώνοντας για την Ένωση.

«Ευτυχώς που το αίμα δεν παίρνει οδηγίες απ’ το μυαλό.
Ευτυχώς που μονάχα με την καρδιά έχει να κάνει, που η καρδιά το κινεί».

«Ξυπνήσανε, ξυπνήσανε τ’ αδέλφια.
Δεν τα χωράει ο τόπος».

«Κι ο δυνάστης
Μην μπορώντας άλλο από τούτο να πράξει
στήνει αγχόνες
ν’ αλυσοδέσει τον ήλιο.
Η εξουσία του το σίδερο κι η φωτιά
Η δύναμή του μόνη η νύκτα κι ο θάνατος».

Μα ξέχασε πως τούτη η γη
είναι ελληνική.
Ξέχασε πως οι Έλληνες αψηφούν τον θάνατο
σαν την ψυχή τους πυρώσει η φλόγα της λευτεριάς.

Ένα φως τους παρέσυρε τόσο γλυκά,
με μιαν ακατάβλητη έλξη
σ’ αυτό το ταξίδι τους που γυρισμό δεν έχει.

Μπροστά τους μόνο η αγχόνη.

Τα ωραία παλληκάρια που αυγή-αυγή πήγαν και τα κρέμασαν, ανέβηκαν σκαλί-σκαλί την αθανασία και μπήκανε ολόισια στην αιωνιότητα, απ’ εκεί που μπαίνουν οι ολόρθοι άνθρωποι. Μπήκανε στα περιβόλια του παραδείσου ομορφοκαβαλλάρηδες σαν τον Άη Γιώργη, κρατώντας ακέραιο τον ανασασμό μιας αιώνιας νιότης.

Κι ύστερα θάβανε τα ωραία παλληκάρια «σ’ απρόσιτο χώρο». Φυλακισμένα μνήματα είπανε... Κάστρα της λευτεριάς για μας. Κιβωτός με τα άγια των αγίων!

Στις επιστολές των μελλοθανάτων προς τους δικούς τους, που είναι μνημεία ανθρωπιάς, θαυμάζουμε την αγάπη προς την Ελευθερία και την Ελλάδα, την πίστη στον θεό, την ανιδιοτέλεια, την περηφάνια, την εθνική έξαρση, την ευγένεια της ψυχής τους. Θαυμάζουμε, επίσης, την ψυχραιμία και την εγκαρτέρηση μπροστά στον θάνατο.

Στις νέες επιστολές του ήρωα Ανδρέα Παναγίδη που βρέθηκαν στην Αθήνα γράφει σε έναν φίλο:
«Το γράμμα σας μου ενέπνευσε καινούργιο θάρρος και σαν μια αχτίδα φωτός διέσχισε το σκοτεινό μου κελί».

Και συνεχίζει: «Ναι, κύριε Παρδάλη. Μονάχα ο Θεός είναι ο μόνος προστάτης μας και φρουρός του δικαίου και της ελευθερίας. Εύχομαι στον Θεόν, γρήγορα η Κύπρος, που γι’ αυτήν πεθαίνουμε, να ενωθεί με τη Μητέρα Ελλάδα».

Στο τέλος του δεύτερου αυτού γράμματος πλέκει το εγκώμιο της μάνας του. Είναι ένας από τους ωραιότερους ύμνους για τη Μητέρα.

«Άλλη φορά ρώτησαν τη μάνα μου στο χωριό , κατά πόσον λυπάται που χάνει το παιδί της στα 22 του χρόνια. Εκείνη απάντησε, γιατί να λυπηθώ τον γιον μου που τον περιμένει το στεφάνι της τιμής, γιατί να κλάψω τη στιγμή που ο Ανδρέας μου μαζί με τους άλλους καταδίκους τραγουδούν όλη τη μέρα εθνικά άσματα; Είμαι χαρούμενη, γιατί ανήκω στις μητέρες που χάνουν τα παιδιά τους για την ελευθερία. Όχι μόνο η μητέρα μου τα λέει αυτά, αλλά όλες οι Μαυροφόρες Μητέρες που τα παιδιά τους εκτελέστηκαν ή θα εκτελεστούν».

Αυτός ο λαός υπέστη τα πάνδεινα από τους ευγενείς Άγγλους. Δημιούργησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κρατούσαν τους αγωνιστές. Τα κρατητήρια της Ομορφίτας και των Πλατρών διηγούνται τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν τους αγωνιστές της λευτεριάς οι δήμιοί τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν ήταν σωματικές και ψυχικές.

Να θυμηθούμε την περίπτωση του Νίκου Γεωργίου από το Παλαιχώρι που πέθανε από βασανιστήρια δέκα ημερών στα ανακριτήρια Πλατρών.

Στέλιος Τυρταίος και Νικόλας Γιάγκου


Κυρίες και κύριοι,

αν το αίμα των ηρώων μας το μόλυναν οι πλεκτάνες και η ύπουλη διπλωματία, κι αν η Τουρκία εισέβαλε στο νησί μας, εμείς, έχοντας Μνήμες Αγώνα, θα επιμένουμε στην επανένωση του νησιού μας. Το καράβι μας, η Σαλαμινία, θα γυρίσει στο λιμάνι της Αμμοχώστου με τα ιστία ανοικτά και τους ναύτες στα κουπιά γεροδεμένους.

Ως τότε, φυλακτό και πυξίδα θα’χουμε τις μνήμες της εθνεγερσίας του 1821 και της εποποιίας του αγώνα του 1955-59, που εμπνέουν αρετή και γενναιότητα στο ήθος μας, ψυχική λεβεντιά, για να σταθούμε στους μεγάλους δρόμους της ιστορίας μας.

«Αν με φτερούγες σπασμένες ήρθε στο νησί μας η λευτεριά,
δικό μας δεν είναι το φταίξιμο.
Δικά μας ήταν όλα αυτά τα συρματοπλέγματα
που ρίξανε στη θάλασσα να πλύνει το αίσχος τους
που τα φορέσαμε σαν ακάνθινα στέφανα τέσσερα χρόνια.
Δικό μας ήταν το κεφαλόβρυσο του αίματος
αυτά τα καμένα δάση,
σ’ αυτές τις σπηλιές θάψαμε τα καλύτερά μας χρόνια.
Κι αν δεν καρφιτσώσαμε παράσημα στα στήθια των εφήβων μας
είναι γιατί δεν φτάνουν τ’ άστρα τ’ ουρανού μας».