Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

ΕΛΒΕΤΙΑ- Μέρος Β΄-ΖΥΡΙΧΗ



Φτάσαμε στην Ελβετία μέσω Μιλάνου, όπου μείναμε ένα βράδυ κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Αφού δοκιμάσαμε την απαραίτητη πίτσα, την επόμενη μέρα πήραμε το τρένο για τη Ζυρίχη-180 ευρώ και για τα τρία εισιτήρια μιας διαδρομής. Στα σαράντα λεπτά της διαδρομής περάσαμε από το Κόμο με την περιώνυμη λίμνη του και στα εβδομήντα πέντε λεπτά από το Λουκάνο. Το μικρό μπουκαλάκι το νερό στο τρένο το πληρώσαμε 4,20 ευρώ.

ΖΥΡΙΧΗ
Σε τέσσερις ώρες φτάσαμε στη Ζυρίχη. Με το που βγαίνουμε από το τρένο, πέφτουμε πάνω σε μια σοκολατερί. Για εννιά ακριβώς σοκολατάκια, πληρώσαμε 35 ευρώ. Αλλά τι σοκολατάκια! Αμβροσία των θεών! Πεινούσαμε, όμως, και είπαμε να αγοράσουμε σάντουιτς και πρέτσελ. Μα και τα σάντουιτς είναι από 7-9 ευρώ. Καλώς ήρθαμε στην ακρίβεια!
Ο Κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός της Ζυρίχης

Βγαίνοντας από τον κεντρικό σταθμό απέναντι βρίσκεται η κεντρική λεωφόρος της πόλης, η Banhofstrasse, η λεωφόρος του καπιταλισμού, όπως ονομάστηκε, αφού εδώ βρίσκονται όλες οι γνωστές μάρκες του κόσμου.
Μπροστά από τον σταθμό

 Παίρνουμε το τραμ 11 που θα μας πάει στο ξενοδοχείο μας, το Renessance Ζυρίχης. Αρκετά καλό για ξενοδοχείο πέντε αστέρων, αλλά όχι όπως το αντίστοιχό του στο Σαν Φρανσίσκο που μείναμε πριν από 26 χρόνια, όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αμερική. Τότε, έμεινα άφωνη από την πολυτέλεια και τη χλιδή!
Ο ποταμός Λίμματ στη Ζυρίχη

Αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο, επιστρέψαμε για να γνωρίσουμε την πόλη. Πιστεύω ακράδαντα ότι μια πόλη τη γνωρίζεις μόνο, όταν την περπατήσεις, όταν αναμιχθείς με τον κόσμο, όταν μιλήσεις με ντόπιους. 

Περπατήσαμε την αριστοκρατική Bahnhofstrasse  και στο μέσο της περίπου βρεθήκαμε στο κέντρο της πόλης, στην Paradeplatz, κάτω από την οποία λέγεται ότι οι Ελβετικές Τράπεζες φυλάνε τα αποθέματα χρυσού.


Απαθανατίζαμε συνεχώς τα νεοκλασικά κτήρια εξαίσιας αρχιτεκτονικής, 




θαυμάσαμε τους νεογοτθικούς δίδυμους πύργους του Μεγάλου Καθεδρικού Ναού, του Grossmunster, στον άμβωνα του οποίου κήρυττε ο μεταρρυθμιστής Σβίγγλιος, που ήταν ο ναός για τις ανώτερες τάξεις,


είδαμε τα ζωγραφισμένα από τον Marc Chagall παράθυρα του γοτθικού ναού του 13ου αιώνα της Fraumunster

όπως και το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου, με τη μεγαλύτερη πλάκα ρολογιού σε όλη την Ευρώπη!





Η βόλτα μας κατέληξε στην ομώνυμη λίμνη της Ζυρίχης. Ήταν η ώρα του δειλινού, ο καιρός ήταν θαυμάσιος και η λίμνη ήταν στην καλή και τη γλυκιά της ώρα. 


Εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας κάθονταν στα παγκάκια της προκυμαίας και χαλάρωναν τούτη τη μαγευτική ώρα, χαζεύοντας τους  κύκνους και τις χήνες που πλάι τους έμοιαζαν με ασχημόπαπα. 

Οι πιο πολλοί έτρωγαν, κυρίως λουκάνικα και κρέας στη σχάρα, και τάιζαν και τους κύκνους που μαζεύονταν και ήταν «χάρμα ιδέσθαι». 



Η εικόνες αυτές εντυπωσίασαν τον Αντρέα μου! Αφηνόταν να παρακολουθεί τους κύκνους να περπατούν καμαρωτά, και ηρεμούσε αφάνταστα! Ασφαλώς, κι εμείς τασαμε από το ψωμάκι του λουκάνικου τα όμορφα αυτά υδρόβια πτηνά.
Καθίσαμε μέχρι που νύχτωσε και είδαμε και τα ποταμόπλοια που έδεσαν στην προκυμαία, μετά από πολλές βόλτες στην αρυτίδωτη επιφάνεια της λίμνης.  

Μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε. Ζευγάρια στροβιλίζονταν στην πίστα!

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

ΕΛΒΕΤΙΑ- Μέρος Α΄

Ταξίδι στην Ελβετία
Λίμνη Ζυρίχης
Γέμισαν τα μάτια μας από πράσινο, από ποτάμια, παραπόταμους, καταρράχτες, νερά που κατέβαιναν από τις πλαγιές των Άλπεων, δυνατά γεφύρια, λίμνες, δάση, πανύψηλα, θεόρατα βουνά, απόκρημνα που σου κόβουν την ανάσα, πλαγιές πνιγμένες στα αγριολούλουδα, μέσα στη δροσιά, με τη βροχή να εναλλάσσεται με τον ήλιο.
Πάπιες στη λίμνη της Ζυρίχης

 Προσωπικά, συνεχώς ευχόμουν να βρέχει, γιατί τον ήλιο τον έχουμε παραχορτάσει στον τόπο μας, ενώ η σερβιτόρα στο εστιατόριο της λίμνης στο Σεντ Μόριτζ είχε εντελώς αντίθετη ευχή με μένα. Δεν άντεχε άλλο τον μουντό καιρό και τη βροχή.
Μαζί με τον Αντρέα μου στην άκρη της λίμνης

Στο ταξίδι της επιστροφής ρώτησα τον Αριστείδη τι του έκανε εντύπωση από αυτή τη χώρα, που σημειωτέον για πρώτη φορά επισκεπτόταν, ενώ εγώ είχα ξαναπάει άλλες δυο φορές, πριν γνωριστούμε. Μου άρεσε η απάντησή του, γι’ αυτό τη μεταφέρω. 
Με τον Αριστείδη και τον Αντρέα μας

«Είναι μια χώρα που προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στους πολίτες της, από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τους δρόμους, την υγεία, την παιδεία, την καθημερινότητα, και πολλά άλλα». Μάλιστα, μου θύμισε ότι πριν από λίγο καιρό είχαν διενεργήσει δημοψήφισμα για τη θέσπιση του κατώτατου μισθού των 3,000 ελβετικών φράγκων.
Η ώρα του ηλιοβασιλέματος

Ασφαλώς, χρειάζονται τόσα λεφτά, αφού είναι πανάκριβη χώρα, πιο πολύ και από τις σκανδιναβικές. Έτσι, μας φάνηκε. Ή μήπως νιώσαμε έτσι, γιατί άρχισε να μας δείχνει τα δόντια της η οικονομική κρίση στην Κύπρο, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δεν υπολογίζαμε πόσα ξοδεύαμε; Ίσως!
Ο ήλιος δύει στη λίμνη

Όμως, αντικειμενικά, είναι μια πλούσια χώρα που κατάφερε να μείνει ουδέτερη, ειρηνική και ανέπαφη, ενώ γύρω της αιματοκυλίστηκε η υπόλοιπη ήπειρος, και όχι μόνο. Συνειρμικά, σκέφτηκα τις συμπληγάδες από τις οποίες πέρασε η Ελλάδα μας, αλλά και η μικρή μας Κύπρος. Διακόσια χρόνια χωρίς πολέμους, πώς να μην είναι επίγειος παράδεισος για τους κατοίκους της; 

Την ίδια σκέψη και την ίδια συζήτηση κάναμε με τον σύζυγό μου Αριστείδη και τον γιο μου Αντρέα και στις σκανδιναβικές χώρες, που επισκεφτήκαμε δύο φορές, κυρίως στη Σουηδία που λατρέψαμε! Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πώς θα ήταν η Κύπρος ή η Ελλάδα χωρίς τις αντιξοότητες της ιστορίας!
Βράδιασε

Είχα να επισκεφτώ την Ελβετία από το 1992, όταν μείναμε με τη συγκάτοικο της Αμερικής στο ξενοδοχείο Χίλτον, κοντά στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Ένα βράδυ στη Ζυρίχη, ως ενδιάμεσος σταθμός για τη Νέα Υόρκη, ήταν μια μοναδική απόλαυση. Περπάτησα στο δάσος γύρω από το ξενοδοχείο, όπως θυμάμαι ότι έκανα και τέσσερα χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1988, όταν μείναμε με την ξαδέλφη μου στο ίδιο ξενοδοχείο με μια ομάδα από την Κύπρο που θα ταξιδεύαμε στην Αμερική στο πρώτο οργανωμένο ταξίδι του τότε πανίσχυρου ταξιδιωτικού γραφείου «Αίολος». Καθίσαμε τέσσερις μέρες στην Ελβετία, πριν αναχωρήσουμε για την Αμερική.
Στα δεξιά ο μεγάλος Μητροπολιτικός ναός
Grossmunster με τα δύο καμπαναριά,
τους δύο νεογοτθικούς πύργους


Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Παρουσίαση Βιβλίου
Ντέηλ Κάρνεγκι
«Πώς να κερδίζεις φίλους και να επηρεάζεις ανθρώπους»
Αθήνα 2008
Εκδόσεις Κλειδάριθμος

Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένα βιβλίο του 1936 θα μπορούσε να είναι τόσο συναρπαστικό μετά από ογδόντα σχεδόν χρόνια. Μου το σύστησε η φίλη μου η anagnostria, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εισήγηση δυο αγαπημένων μου μαθητών οι οποίοι ασχολούνται πολύ με θέματα προσωπικής ανάπτυξης.
Το βιβλίο του Ντέηλ Κάρνεγκι είναι πρωτοποριακό στο είδος του και έχει βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. Διαβάζοντάς το, νιώθεις ότι η επικοινωνία με τους ανθρώπους μπορεί να γίνει πολύ εύκολα, και κυρίως χωρίς προστριβές και δυσαρέσκειες. Οι συμβουλές του συγγραφέα αγγίζουν την καρδιά σου, αισθάνεσαι πόσο δίκαιο έχει, σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, γιατί σε οδηγούν από τον ατομισμό και τον εγωισμό στην αγάπη, την έγνοια και το δόσιμο στους άλλους. Κυρίαρχη σκέψη του είναι ο ετεροκεντρισμός της αγάπης, ο αλτρουισμός, η συναισθηματική μα και η ηθική νοημοσύνη.
Μιλά συνεχώς για συναισθήματα, για το πώς μπορούμε να τα ελέγχουμε, πώς μπορούμε να κάνουμε τους άλλους φίλους μας, να αλλάξουμε τη ζωή μας, να έχουμε καλές σχέσεις με υφιστάμενους, με συνεργάτες, με τα μέλη της οικογένειάς μας. Διαβάζοντάς το επηρεάζεσαι αφάνταστα και σκέφτεσαι πώς θα ήταν η ζωή σου, αν εφάρμοζες σε κάθε πτυχή της ζωής σου αυτές τις συμβουλές, που βάση τους έχουν τη χριστιανική αγάπη, τη συμπόνια, την ανεξικακία, την ανεκτικότητα, τον σεβασμό του άλλου.
Αναντίλεκτα, πολλές από τις εισηγήσεις του τις ξέρουμε και τις εφαρμόζουμε ήδη στη ζωή μας, και γνωρίζουμε εξ ιδίας πείρας τη σαγήνη που ασκούν στους άλλους, όπως το χαμόγελο, ο έπαινος, η καλή κουβέντα, το ενδιαφέρον για τον άλλο… Υπάρχουν, όμως, και κάποιες συμβουλές που μας φαίνονται δύσκολες να τις πετύχουμε, γιατί ακριβώς δεν έχουμε μάθει να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας, και στο παραμικρό λάθος ή παράλειψη του άλλου, είμαστε έτοιμοι να τον επιπλήξουμε και να του θυμώσουμε, γιατί εστιαζόμαστε μόνο στα αρνητικά, ενώ έπρεπε να στέκουμε μόνο στα θετικά.
Κάποτε, είχα διαβάσει ότι πριν πεις ένα αρνητικό στον άλλο, να θυμάσαι να πεις πρώτα τρία θετικά. Εδώ ο Κάρνεγκι μάς συμβουλεύει πρώτα να επαινούμε τον άλλο κι ύστερα να υποδεικνύουμε  κάποια λάθη ή παραλείψεις του με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο που να μην τον θίγουμε. Στόχος μας πρέπει να είναι να διασώζει ο άλλος το γόητρό του, να μην προσβληθεί, να μη νιώσει ταπεινωμένος.
Το βιβλίο αυτό το διάβασα, όπως διάβαζα τα βιβλία στο Πανεπιστήμιο, δηλ. υπογράμμιζα με τον φωσφορούχο μαρκαδόρο μου τα κύρια σημεία, ιδίως τα αποφθέγματα ή τις αναφορές σε φιλοσόφους, όπως ο Κομφούκιος, επιχειρηματίες, συγγραφείς, βιβλία, ή σε ιστορικά, πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Λίνκολν, ο Ρούσβελτ, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Όλες αυτές οι μαρτυρίες είναι επίκληση στην αυθεντία, που ενισχύουν και ισχυροποιούν τις απόψεις του.
Βέβαια, για έναν σύγχρονο νέο χωρίς ιδιαίτερη γνώση της ιστορίας και της λογοτεχνίας ή ακόμη και της πολιτικής της Ευρώπης και των Η ΠΑ, πολλά πράγματα είναι παντελώς άγνωστα, ή και παλιομοδίτικα. Εδώ κι εμείς οι πιο μεγάλοι και αγνοούμε αρκετά ονόματα, γι’ αυτό και έχει ειδική επεξήγηση στο τέλος για ονόματα και τοποθεσίες.
Θα ήθελα να σταθώ σε κάποιες από τις απόψεις του συγγραφέα που τις θεωρώ εξαιρετικά αξιόλογες:
-Οι άνθρωποι δεν επικρίνουν τον εαυτό τους για οτιδήποτε, όσο λάθος και αν είναι.
-Η κριτική είναι επικίνδυνη, επειδή πληγώνει την πολύτιμη υπερηφάνεια του άλλου ανθρώπου.
-Η κριτική είναι σαν ταξιδιωτικό περιστέρι: επιστρέφει πάντα εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
     Θεωρώ σκόπιμο, επίσης, να αναφέρω το μυστικό της επιτυχίας του Βενιαμίν Φραγκλίνου: «Δεν λέω κακό για κανέναν… και λέω ό,τι καλό γνωρίζω για τον καθένα».
Χρειάζεται, όμως, χαρακτήρας και αυτοέλεγχος για να δείχνεις κατανόηση και να συγχωρείς», προσθέτει ο συγγραφέας, ενώ ο Τόμας Καρλάιλ, Σκωτσέζος δοκιμιογράφος και ιστορικός, έλεγε: «Οι μεγάλοι άνδρες δείχνουν το μεγαλείο τους με τον τρόπο που φέρονται σε όσους δεν είναι σπουδαίοι».
  Επιπλέον, για τους γονείς που επικρίνουν τα παιδιά τους, τους προτρέπει να διαβάσουν το κείμενο «Father Forgets» και καταλήγει: «Αντί να καταδικάζουμε τους ανθρώπους, ας προσπαθήσουμε να τους κατανοήσουμε».
Στη συνέχεια, αναφέρεται σε ένα άλλο χαρακτηριστικό των ανθρώπων, που είναι ο πόθος για την αίσθηση της σπουδαιότητας, αναφέροντας, ανάμεσα σ’ άλλους, τον Ροκφέλερ που αυτή η επιθυμία τον έκανε να συγκεντρώσει εκατομμύρια που δεν ξόδεψε ποτέ του.
Συνολικά, ο συγγραφέας προτείνει:
- Έξι τρόπους για να αρέσεις στους ανθρώπους.
- Δώδεκα τρόπους για να συμφωνούν οι άλλοι με τις απόψεις σου.
- Εννέα τρόπους για να αλλάζεις τους ανθρώπους χωρίς να προκαλείς δυσαρέσκειες.
...και πολλά άλλα.

Θεμελιώδεις τεχνικές χειρισμού των ανθρώπων
1. Μην κατακρίνεις, καταδικάζεις ή παραπονιέσαι.
2. Η εκτίμηση σου να είναι τίμια και ειλικρινής.
3. Διέγειρε στο άλλο πρόσωπο την προθυμία.
Μέρος 2ο
6 τρόποι να κάνεις τους ανθρώπους να σε συμπαθήσουν
1. Δείχνε πραγματικό ενδιαφέρον για τους άλλους ανθρώπους.
2. Χαμογέλα.
3. Θυμήσου ότι το όνομα κάποιου, είναι για αυτόν ο ποιο γλυκός και σημαντικός ήχος, σε οποιαδήποτε γλώσσα.
4. Να είσαι καλός ακροατής. Ενθάρρυνε τους άλλους να μιλήσουν για τον εαυτό τους.
5. Συζήτησε για τα ενδιαφέροντα του.
6. Κάνε τον άλλο να μοιάζει σημαντικός – και κάνε το ειλικρινά.
Μέρος 3ο
Κέρδισε τους ανθρώπους με τον τρόπο σκέψης σου
1. Ο καλύτερος τρόπος για να νικήσεις σε λογομαχία, είναι να την αποφύγεις.
2. Δείξε σεβασμό στην άποψη του άλλου. Ποτέ μην λες, «Είσαι λάθος.»
3. Αν κάνεις λάθος, παραδέξου το γρήγορα και αποφασιστικά.
4. Ξεκίνα με ένα φιλικό τρόπο.
5. Κάνε το άλλο άτομο να πει «ναι, ναι» αμέσως.
6. Άφησε το άλλο άτομο να κάνει το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας.
7. Άφησε το άλλο άτομο να αισθανθεί ότι η ιδέα είναι δική του ή δική της.
8. Προσπάθησε ειλικρινά να δεις τα πράγματα από την σκοπιά του άλλου ατόμου.
9. Να είσαι συμπονετικός με τις ιδέες και τις επιθυμίες του άλλου ατόμου.
10. Να έχεις τα ευγενέστερα κίνητρα.
11. Δραματοποίησε τις ιδέες σου.
12. Βάλε μια πρόκληση.
Μέρος 4ο
Γίνε ηγέτης: Πώς να αλλάξεις τους ανθρώπους χωρίς να προσβάλλεις ή να προκαλείς δυσαρέσκεια
Η δουλειά ενός ηγέτη συχνά περιλαμβάνει την αλλαγή της στάσης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Μερικές προτάσεις για αν επιτευχθεί αυτό:
1. Ξεκίνα τον έπαινο με μια τίμια εκτίμηση.
2. Δείξε τους τα λάθη τους έμμεσα.
3. Μίλα για τα δικά σου λάθη πριν κριτικάρεις το άλλο άτομο.
4. Κάνε ερωτήσεις αντί να δίνεις άμεσες διαταγές.
5. Δώσε έπαινο και στην παραμικρή βελτίωση και να επαινείς την κάθε βελτίωση.
6. Δώσε στο άλλο πρόσωπο μια καλή φήμη για να ζήσει σύμφωνα με αυτή.
7. Χρησιμοποίησε την ενθάρρυνση. Κάνε το σφάλμα να φαίνεται εύκολο να διορθωθεί.
8. Κάνε το άλλο πρόσωπο να είναι ευτυχισμένο που
κάνει αυτό το πράγμα που πρότεινες.


Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν αξιοποιήσει αυτό το μπεστ-σέλερ του Ντέηλ Κάρνεγκι, το οποίο έχει ξεπεράσει τα 15 εκατομμύρια πωλήσεις, για να μάθουν πώς να ζουν καλά και να ευημερούν.

Νιώθω ευλογημένη που διάβασα αυτό το βιβλίο, γιατί επιβεβαιώνει΄γι’ άλλη μια φορά πως πάντα πρέπει να δίνουμε σημασία στον άλλο, τα ον «έτερο», αν θέλουμε να κερδίσουμε την καρδιά του, γιατί «η βασιλική οδός προς την καρδιά ενός ανθρώπου είναι να του μιλάς για πράγματα που λατρεύει πιο πολύ». Πρέπει, λοιπόν, να  μάθουμε ξανά να είμαστε καλοί ακροατές, να συμπονούμε, να σεβόμαστε, να κάνουμε τον άλλο να νιώσει σημαντικός, να είμαστε φιλικοί, να βλέπουμε τα πράγματα από τη σκοπιά του άλλου. Ταυτόχρονα, ας θυμόμαστε να επαινούμε ειλικρινά και να ενθαρρύνουμε τους άλλους, να μη διατάζουμε, να παραδεχόμαστε τα λάθη μας και να ζητούμε συγγνώμη, να είμαστε πάντα ευγενικοί, και πριν ανοίξουμε το στόμα μας να σκεφτόμαστε πώς θα φανεί αυτό που θα πούμε στους άλλους. Γενικά, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε τους γύρω μας ευτυχισμένους.








Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Παρουσίαση Βιβλίου
Γιοστέιν Γκάαρντερ     
«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»
Μετάφραση: Ιάκωβος Κοπερτί
Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
Αθήνα 2005


Ευγνωμονώ τη φίλη μου Κίκα Ολυμπίου που μου χάρισε το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το κορίτσι με τα πορτοκάλια». Το διάβασα σχεδόν απνευστί στο αεροπλάνο των Βρετανικών Αερογραμμών στην πτήση Λονδίνο-Νέα Υόρκη, στις 30 Μαρτίου 2014.
Η πτήση ήταν πρωινή, έτσι δεν χρειαζόταν να κοιμηθώ στο αεροπλάνο, γι’ αυτό την αξιοποίησα με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Να αναφέρω ότι είχε και δύο ώρες καθυστέρηση, που δεν με ενόχλησε, αφού είχα την καλύτερη συντροφιά, μια που δεν ήταν μαζί μου η οικογένειά μου.
Καταρχάς, με προδιέθεσε ευνοϊκά το εξώφυλλο του βιβλίου αυτού με τα λευκά αστέρια και τους πλανήτες στο πάνω μέρος και το πορτοκάλι με τα δύο πράσινα φύλλα, στο κάτω δεξιά μέρος, πάνω στο γλυκό ανοικτό  μπλε φόντο. Η όλη εικόνα παραπέμπει σε ρομαντικό σκηνικό, σε γλυκύτητα και τρυφερότητα.
Πραγματικά, είναι ένα μυθιστόρημα που αποπνέει ζεστασιά και αγάπη, είναι «ένα σύγχρονο παραμύθι με φιλοσοφική διάσταση, μια πανέμορφη ιστορία αγάπης». Ο συγγραφέας του έγραψε και το βιβλίο «Ο κόσμος της σοφίας» που ενέπνευσε ανθρώπους κάθε ηλικίας, βοηθώντας τους να κατανοήσουν την ιστορία της φιλοσοφίας.

Η ιστορία αυτού του μυθιστορήματος βασίζεται σε ένα γραπτό που άφησε ένας ετοιμοθάνατος πατέρας στον τετράχρονο γιο του, για να γνωριστούν με αυτόν τον παράδοξο τρόπο, αφού δεν θα είχαν αλλιώς την ευκαιρία να το κάνουν. Ο πατέρας έγραψε αυτή την ιστορία για να τη διαβάσει ο γιος του, όταν θα μεγάλωνε αρκετά, ώστε να την καταλάβει. «Έγραψε ένα γράμμα για το μέλλον».
Έτσι, στο μυθιστόρημα συνυπάρχουν δύο αφηγητές, ο πατέρας και ο γιος, που ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλο.
«Ο πατέρας μου πέθανε πριν από έντεκα χρόνια. Τότε ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάκουγα κάτι γι’ αυτόν, αλλά τώρα γράφουμε μαζί ένα βιβλίο».
Ο ήρωάς μας λέγεται Γκέοργκ Ρόεντ και ζει στο Όσλο της Νορβηγίας μαζί με τη μητέρα του, τον νέο της άντρα, τον Γιόργκεν και τη μικρότερη ετεροθαλή αδελφή του, τη Μίριαμ, που είναι μόλις ενάμισι έτους. Πλάι σ’ αυτούς κινούνται και άλλα πρόσωπα, όπως οι παππούδες του από την πλευρά του πατέρα του.
Σκηνή από την κινηματογραφική
 ταινία

Η ιστορία αρχίζει in medias res, στη μέση των πραγμάτων, μια Δευτέρα, όταν η γιαγιά του Γκέοργκ  πήγε να φέρει κάτι από την αποθήκη με τα εργαλεία, και βρήκε πάνω στο κάθισμα του κόκκινου παιδικού αυτοκινήτου του την «ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια». Έτσι, ήρθαν με τον παππού εσπευσμένα στο Όσλο.
Μόλις γύρισε ο Γκέοργκ από το Ωδείο, τον περίμεναν και πήραν όλοι, γονείς και παππούδες, επίσημο ύφος, ώστε πίστεψε ότι είχε συμβεί κάτι κακό.

«Τότε η γιαγιά ανακοίνωσε ότι είχε βρει ένα γράμμα που ο πατέρας μου είχε γράψει λίγο πριν πεθάνει. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται». Μόλις άνοιξε τον φάκελο, πετάχτηκε πάνω, γιατί στο πρώτο φύλλο  ήταν γραμμένο το εξής:
«Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα…»

Βέβαια, κάποια πράγματα με αυτή την ανακάλυψη εξηγούνταν, όπως ότι ο πατέρας του είχε απαιτήσει να μη δοθεί σε κανέναν το κόκκινο παιδικό αυτοκινητάκι.
Πήρε, λοιπόν, ο Γκέοργκ το γράμμα του πατέρα του και πήγε στο δωμάτιό του για να το διαβάσει με την ησυχία του. Ο πατέρας του προσπαθεί να του θυμίσει κάποιες στιγμές που πέρασαν μαζί, θυμίζοντάς του ότι το σώμα του ήταν πολύ άρρωστο.
«Ίσως να θυμάσαι ότι ήμουν γιατρός, ασφαλώς η μαμά θα σου έχει πει κάποια πράγματα για μένα, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Δε δουλεύω ποια, αφού είμαι άρρωστος και ξέρω καλά τι έχω. Δεν είμαι από τους ασθενείς που προτιμούν να τους λένε ψέματα».
Στη συνέχεια, του αναφέρει ότι θα του διηγηθεί την ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια. Ανάμεσα στη διήγηση του πατέρα παρεμβάλλονται οι σκέψεις και τα σχόλια του γιου. Αυτή είναι η τεχνική του συγγραφέα, ομολογουμένως πολύ πρωτότυπη.
Ο γιος απορεί γιατί ο πατέρας του, τού αναφέρει το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ. Είναι κι αυτό κάτι σαν προσήμανση, αφού στο τέλος θα πει ότι έκανε μια εργασία στο σχολείο γι’ αυτό το θέμα. Άρα, κληρονόμησε από τον πατέρα του την αγάπη για τον ουρανό και γενικά τον φυσικό κόσμο.
Η ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια αρχίζει τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα απόγευμα πριν μπει ο χειμώνας, καθώς περίμενε το τραμ μπροστά στο Εθνικό θέατρο. Είχε μόλις αρχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική.

«Το πρώτο που πρόσεξα ήταν ένα αστείο κορίτσι που στεκόταν στο διάδρομο με μια τεράστια χαρτοσακούλα γεμάτη πορτοκάλια. Φορούσε ένα παλιό πορτοκαλί εκδρομικό άνορακ και σκέφτηκα, το θυμάμαι σαν σήμερα, ότι η σακούλα που έσφιγγε πάνω της ήταν τόσο μεγάλη και βαριά, ώστε από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να της πέσει. Αλλά δεν πρόσεξα τόσο τα πορτοκάλια, όσο την ίδια. Βλέπεις, κατάλαβα αμέσως ότι είχε πάνω της κάτι ιδιαίτερο, κάτι ακαθόριστα μαγικό και σαγηνευτικό».
Κάποια στιγμή που το τραμ γέρνει απειλητικά, φάνηκε στον νεαρό φοιτητή της Ιατρικής ότι το κορίτσι με τα πορτοκάλια κλυδωνίζεται και αντιλαμβάνεται ότι είναι «αυτός που πρέπει να σώσει από το ναυάγιο την τεράστια σακούλα».
Έτσι, έκανε τη μοιραία κίνηση, και η σακούλα φεύγει από το χέρι του κοριτσιού και τότε τριάντα ή σαράντα πορτοκάλια κυλούν σε όλο το τραμ. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Προσπαθώντας να μαζέψει τα πορτοκάλια, ψιθυρίζει συγγνώμη, ενώ το κορίτσι παίρνει από τα χέρια του ένα πορτοκάλι και χάνεται ανάλαφρα στον δρόμο «σαν τη νεράιδα του παραμυθιού».

Από εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το κορίτσι με τα πορτοκάλια, ενώ ταυτόχρονα τον απασχολούσε και γιατί ήθελε τόσα πορτοκάλια. Ώσπου μια μέρα την είδε σε ένα φοιτητικό στέκι, σε μια καφετέρια. Εκείνη του χάιδεψε τρυφερά το χέρι και πάλι αγκαλιά με τη μεγάλη σακούλα των πορτοκαλιών, σηκώθηκε και βγήκε στον δρόμο. Πρόσεξε, όμως, ότι από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Οι προσπάθειες για να ξαναδεί το κορίτσι με τα πορτοκάλια συνεχίζονται για καιρό. Μέχρι που τη βλέπει πάλι στον Καθεδρικό ναό, τη  μέρα των Χριστουγέννων, όπου πάει πιστεύοντας ότι θα τη δει. Τότε, θα του ζητήσει να την περιμένει μισό χρόνο για να ξαναϊδωθούν, ενώ του υποσχέθηκε ότι τον άλλο μισό χρόνο θα βρίσκονται κάθε μέρα.
Ο πατέρας θα εξομολογηθεί στον γιο του ότι συγκλονίστηκε, όταν το κορίτσι ήξερε το όνομά του. Μέχρι που μια μέρα πήρε μια ανώνυμη κάρτα από τη Σεβίλη, στη διεύθυνση των γονιών του, που του  έγραφε ότι τον σκέφτεται και τον παρακαλούσε να περιμένει ακόμα λίγο. Πάνω στην κάρτα ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπό της.
Τώρα πια  ήταν σίγουρος ότι ήξερε το όνομα και το επίθετό του, όπως και τη διεύθυνση του πατρικού του σπιτιού. Φανταζόταν χίλιες δυο ερμηνείες για το αίνιγμα αυτό. Δεν άντεξε, όμως, να περιμένει τον μισό χρόνο που του ζήτησε, και πήρε το αεροπλάνο για τη Σεβίλλη.

Κάθισε σε μια όμορφη πλατεία και περίμενε να τη δει. Και κάποια στιγμή, την είδε να έρχεται με έναν νεαρό. Πρώτος τον είδε ο νεαρός, ο οποίος, μάλιστα, φώναξε το όνομά του. Ευγενικά, ο νεαρός, ένας Δανός συμφοιτητής της, που τον ήξερε από έναν πίνακα που ζωγράφισε η κοπέλα και του έδωσε τον τίτλο «Γιαν Όλαφ», τους αφήνει μόνους, και τότε ανακαλύπτει ότι το κορίτσι με τα πορτοκάλια ήταν μια γειτονοπούλα του που την έχασε, στα εφτά του χρόνια, όταν μετακόμισαν με τους γονείς της αλλού. Την έλεγαν Βερόνικα και ήρθε στη Σεβίλλη για να φοιτήσει σε μια σχολή ζωγραφικής.
Στα παράπονά του γιατί εξαφανίστηκε, του απάντησε:
«Παιδιά ήμασταν κολλητοί, αλλά τώρα δεν είμαστε πια παιδιά. Τώρα θα μας έκανε ίσως καλό να λαχταρήσουμε ο ένας τον άλλο. Εννοώ για να μην ξαναπαίξουμε μαζί απλώς από συνήθεια. Έπρεπε να με ανακαλύψεις από την αρχή. Έπρεπε να με αναγνωρίσεις, όπως σε είχα αναγνωρίσει κι εγώ. Γι’ αυτό δε μαρτυρούσα ποια ήμουν».

Στην ερώτησή του τι τα ήθελε τόσα πορτοκάλια ήρθε φυσική η απάντηση: «Ήθελα να τα ζωγραφίσω».
Μέσα από τη διήγησή του ο πατέρας συμβουλεύει τον γιο του, του δίνει ένα εγκόλπιο ζωής, ένα modus vivendi, όπως τα ακόλουθα:
«Διάβασε τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Διάβασέ τα Γκέοργκ. Διάβασε τα ισλανδικά έπη, διάβασε την ελληνική και τη σκανδιναβική μυθολογία, διάβασε την Παλαιά Διαθήκη.
Παρατήρησε τον κόσμο, Γκέοργκ, παρατήρησε τον κόσμο, πριν αποστηθίσεις υπερβολική χημεία και φυσική».
Ιδιαιτέρως με συγκίνησαν και τα πιο κάτω λόγια του:
«Όμως εδώ αποχωριζόμαστε έναν κόσμο, αποχωριζόμαστε τη ζωή, το παραμύθι και την περιπέτεια. Και μαζί μ’ αυτά πρέπει να αποχωριστούμε ένα μικρό αριθμό επιλεγμένων ατόμων που αγαπάμε αληθινά».

Ο πατέρας, μετά το ειδύλλιό τους, μιλά για τον γάμο τους, τη γέννηση του γιου τους, φτάνοντας στην αρρώστια του, και συνεχίζει να φιλοσοφεί πάνω στη ζωή και τον θάνατο, τη χαρά, τη θλίψη, το γέλιο..
«’Εγραψα ότι το γέλιο είναι ό,τι πιο μεταδοτικό ξέρω. Αλλά και η θλίψη μπορεί να είναι μεταδοτική. Με το φόβο είναι αλλιώς. Δε μεταδίδεται τόσο εύκολα, όπως η χαρά και η θλίψη, και καλώς είναι έτσι. Στο φόβο είμαστε σχεδόν μόνοι.
Φοβάμαι, Γκέορκ. Φοβάμαι ότι αυτός ο κόσμος με αποβάλλει. Φοβάμαι βράδια σαν κι αυτό, που δε θα μπορώ να τα ζήσω».


Καταληκτικά, μέθυσα από το νέκταρ αυτού του όμορφου παραμυθιού, της ερωτικής ιστορίας των γονιών του Γκέοργκ, του Γιαν Όλαφ και της Βερόνικας, που η μοίρα τόσο άδικα τους καταράστηκε. Στο τέλος ο συγγραφέας, με το προσωπείο του Γκέοργκ, μας συμβουλεύει να ρωτήσουμε τους γονείς μας να μας πουν πώς γνωρίστηκαν. Και καταλήγει:
« Η ζωή είναι μια τεράστια κλήρωση, όπου ορατοί είναι μόνο οι λαχνοί που έχουν κερδίσει.
Εσύ που διάβασες αυτό το βιβλίο είσαι ένας τέτοιος λαχνός».