Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ταξίδι στην Ολλανδία-Μέρος Δ'- Σπίτι Άννας Φρανκ


Υπαίθρια Αγορά

Στη συνέχεια, γυρίζω ξανά στην πλατεία Νταμ από τον παράλληλο δρόμο,



περνώ από μια υπαίθρια αγορά με πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, 





κάθομαι σε ένα ωραίο καφέ και απολαμβάνω την κίνηση στο κανάλι,



βλέπω το άγαλμα του Σπινόζα 






και τα λουλουδιασμένα πλοία-σπίτια μέσα στο κανάλι,



και περνώντας μέσα από στενά καταπράσινα δρομάκια, βγαίνω στον κύριο δρόμο μπροστά από ένα εργοστάσιο διαμαντιών.












Πιο κάτω στη γέφυρα ενός καναλιού βρίσκομαι μπροστά σε ένα μικρό, ανοικτό αυτοσχέδιο λεωφορειάκι-μπυραρία, με το οποίο οι τουρίστες κάνουν περιήγηση της πόλης, απολαμβάνοντας την μπύρα τους. Το είχα πρωτοδεί λίγες μέρες πριν από την εκπομπή «Επι-μένουμε Ελλάδα», όταν κάποιοι νεαροί το είχαν εισαγάγει  και στη Θεσσαλονίκη. 

΄Εξω από το σπίτι της Άννας Φρανκ
Επόμενος σταθμός μου, προσκύνημα θα το έλεγα, το σπίτι της Άννας Φρανκ, στα νότια της πλατείας Νταμ. Αφού πέρασα κάποια κανάλια, έστριψα στα δεξιά και σε λίγο ήμουν έξω από το σπίτι, όπου ουρές ανθρώπων περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους να μπουν μέσα. Το ευτύχημα είναι ότι είχε συννεφιά κι έτσι μπορούσε ο κόσμος να περιμένει


περίπου 1 ώρα και 30 λεπτά. Καθώς περιμέναμε, μια ευγενική κοπελίτσα από το Μουσείο μάς μοίραζε ένα ενημερωτικό βιβλιαράκι για το Μουσείο, κι έτσι διαβάζοντάς το πέρασε κάπως η ώρα της αναμονής.

Ήταν μια αληθινά συγκλονιστική εμπειρία που με φόρτισε πολύ συναισθηματικά, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά είναι μια επίσκεψη σε αυτό το Μουσείο που την οφείλουμε σε αυτό το θαρραλέο κορίτσι. Νομίζω ότι όλοι θα έπρεπε να έλθουν εδώ ευλαβικοί προσκυνητές του μεγαλείου της ψυχής της.

Στην είσοδο του σπιτιού, καθώς περιμένουμε να πούμε, βλέπουμε εικόνες από τη ζωή της Άννας Φρανκ και αποσπάσματα από το Ημερολόγιό της. Ένα απ’ αυτά είναι το ακόλουθο:
«One day this terrible war will be over. The time will come when we’ll be people again and not just Jews!»

Η Άννα Φρανκ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1929 στη Φραγκφούρτη της Γερμανίας, αλλά το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η οικογένειά της μετακόμισε στο Άμστερνταμ, όπου ο πατέρας της Όττο Φρανκ άρχισε τις εμπορικές του επιχειρήσεις. Όμως, οι ναζί έφτασαν και στο Άμστερνταμ, κι έτσι ο Όττο και η Έντιθ Φρανκ με τις κόρες τους Μαργκότ και Άννα στις 6 Ιουλίου του 1942, αναγκάστηκαν να κρυφτούν στην οδό Prinsengracht 263, στο κτήριο που βρισκόταν η επιχείρηση του Όττο.


Όττο Φρανκ
Τι κτήριο είχε δύο σπίτια, ένα μπροστά και ένα πίσω. Ο πατέρας της Άννας αποφάσισε, με τη βοήθεια κά
ποιων υπαλλήλων του γραφείου του, να κρυφτεί με την οικογένειά του στον πάνω όροφο του πίσω σπιτιού, μέχρι να περάσει η δοκιμασία τους, ενώ η επιχείρηση συνέχιζε να λειτουργεί. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα, και όλη μέρα δεν έκαναν καμία φασαρία ούτε μπορούσαν να τραβήξουν το καζανάκι της τουαλέτας για να μην ακουστούν κάτω και προδοθούν, καθώς οι υπάλληλοι της αποθήκης δεν ήξεραν τίποτε. 


Γράφει η Άννα στο Ημερολόγιό της:
«We have to whisper and treat lightly the day, otherwise the people in the warehouse might hear us».
 Κάθε μέρα, οι μυημένοι υπάλληλοι τούς προμήθευαν με τα αναγκαία τρόφιμα, με ρούχα, με εφημερίδες, με  βιβλία κ.ά. Ασφαλώς, αυτοί οι άνθρωποι διακινδύνευαν τη ζωή τους, προσφέροντας τη βοήθειά τους. Ένας, μάλιστα, από τους υπαλλήλους, ο οποίος κατά καιρούς δεν άντεχε αυτή την ευθύνη, δεν μπορούσε να μιλήσει από την πίεση και την ένταση!
 Η Άννα πήρε το Ημερολόγιο ως δώρο από τους γονείς της για τα γενέθλια των δεκατριών της χρόνων, και το πήρε μαζί της στην κρυψώνα τους.
Στη συνέχεια, μια βδομάδα αργότερα, ήρθε και μια άλλη φιλική τους οικογένεια μαζί τους, ένας συνεργάτης του πατέρα, κι έτσι έγιναν οκτώ άτομα. Από αυτά μόνο ο πατέρας κατάφερε να επιζήσει μετά το τέλος του πολέμου, ο οποίος πήρε την απόφαση να εκδώσει το ημερολόγιο της κόρης του. Το σπίτι αυτό έγινε Μουσείο το 1960.
Μπαίνουμε μέσα, όπου επικρατεί απόλυτη σιωπή. Τα δωμάτια είναι εντελώς άδεια, αφού, μετά τη σύλληψη των ενοίκων τους, οι Ναζί πήραν τα πάντα. Όταν το σπίτι έγινε Μουσείο, ο Όττο Φρανκ επέμενε ότι έπρεπε τα δωμάτια να παραμείνουν άδεια. Το άδειο σπίτι συμβολίζει το κενό πίσω από τα εκατομμύρια ανθρώπων που συνελήφθησαν και δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω.

Προχωρώντας, βρισκόμαστε μπροστά στην μετακινούμενη βιβλιοθήκη που ήταν και η κρυφή είσοδος στην κρύπτη της οικογένειας. Δυο χρόνια έμειναν κρυμμένοι, και οι κουρτίνες ήταν πάντα κλειστές. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα μαζί με τον φόβο μήπως τους ανακαλύψουν, τους προκαλούσε μεγάλο άγχος.
Περνάμε με δέος από τα διάφορα δωμάτια του σπιτιού. Σε αρκετά σημεία υπάρχουν βίντεο στα οποία μιλούν οι υπάλληλοι που τους βοηθούσαν ή ο ίδιος ο πατέρας της Άννας, που εξομολογείται ότι δεν φανταζόταν ποτέ πως η κόρη του θα έγραφε τέτοια πράγματα, και παραδέχεται ότι δεν γνώριζε την κόρη του. Ταυτόχρονα, συμβουλεύει τους γονείς να επικοινωνούν με τα παιδιά τους, να τα γνωρίζουν.
Μου έκανε εντύπωση μια κυρία που είπε ότι γνώρισε την Άννα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έστεκε στο συρματόπλεγμα και της μιλούσε, αλλά μετά την έχασε, λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση.
Όταν οι σύμμαχοι έκαναν την απόβαση στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου του 1944, οι άνθρωποι που κρύβονταν χάρηκαν πάρα πολύ και, ακούοντας τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, που βρισκόταν στο κοινό σαλονάκι, αγωνιούσαν για την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων, ενώ ο πατέρας Όττο σημείωνε την πρόοδο σε ένα χάρτη.
Είδαμε και την κουζίνα τους, όπου κάθονταν σχεδόν όλη τη μέρα, μαγείρευαν, έτρωγαν, μελετούσαν, γελούσαν, τσακώνονταν, ενώ οι γονείς, από την αρχή που κρύφτηκαν, σημείωναν πάνω στον τοίχο το ύψος των κοριτσιών. Σε δυο χρόνια η Μαργκότ ψήλωσε γύρω στα πέντε εκατοστά, ενώ η Άννα περισσότερο από δεκατρία εκατοστά. Ακόμη φαίνονται οι γραμμούλες πάνω στον τοίχο.
Η Άννα καταγράφει στο Ημερολόγιό της τα συναισθήματά της. Γράφει συχνά:
«I long to ride a bike, dance, whistle, look at the world, feel young and know that I’m free”.
Θα ήθελα να αναφέρω ότι η Άννα, όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, διακόσμησε τους τοίχους του δωματίου της αρχικά με φωτογραφίες ηθοποιών του σινεμά και αργότερα, καθώς μεγάλωνε, ενδιαφερόταν περισσότερο για τέχνη και ιστορία.
  Στις 4 Αυγούστου του 1944, μετά από μια ανώνυμη καταγγελία, τα οκτώ πρόσωπα μαζί με δυο από τους υπαλλήλους που τους βοηθούσαν συνελήφθησαν από τους Ναζί. Ακόμη, κανένας δεν ξέρει ακριβώς ποιος τους πρόδωσε, καθώς δεν έχει αποδειχθεί τίποτα.
Στις 3 του Σεπτέμβρη του 1944 τα οκτώ άτομα που κρύβονταν μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο θανάτου του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Εκτός από τον Όττο, σώθηκαν και οι υπάλληλοί του μετά το τέλος του πολέμου.
Ο Όττο Φρανκ επέστρεψε στο Άμστερνταμ στις 3 Ιουνίου του 1945, ελπίζοντας ότι οι κόρες του θα ήταν ζωντανές, γιατί ήδη ήξερε για τον θάνατο της γυναίκας του. Μετά που έμαθε για τον θάνατο και των κόρων του στο Bergen-Belsen, ο Miep Gies του έδωσε όλες τις σελίδες από το ημερολόγιο της Άννας.
Αφού πέρασε μια περίοδο άρνησης, ο Όττο αποφάσισε να εκδώσει το Ημερολόγιο της Άννας. Έτσι, στις 25 Ιουνίου του 1947, το Ημερολόγιο της Άννας εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανική γλώσσα στην Ολλανδία, και ο Όττο Φρανκ μέχρι τον θάνατό του το 1980 απάντησε σε χιλιάδες γράμματα ανθρώπων που διάβασαν το βιβλίο. To 1967, μάλιστα, ο πατέρας της Άννας Φρανκ έγραψε:
«To build a future, We cannot change what happened anymore. The only thing we can do is to learn from the past and to realize what discrimination and persecution of innocent people means. I believe that it’s everyone’s responsibility you have to know the past».
Επιπρόσθετα, το 1970, ο Όττο Φρανκ πρόσθεσε:
« to fight prejudice».
 Η Άννα, μόλις γέμισε το ημερολόγιό της, άρχισε να γράφει σε σημειωματάριο. Πρόθεσή της ήταν να εκδώσει ένα μυθιστόρημα μετά τον πόλεμο για την περίοδο που έζησε κρυμμένη. Ταυτόχρονα, η Άννα έγραφε μικρές ιστορίες και μετέφερε τις αγαπημένες της σελίδες από τα βιβλία που διάβαζε.
«When I write I can shake off all my cares. My sorrow disappears, my spirits are revived!».
 Φεύγοντας από το Μουσείο της Άννας Φρανκ με βαριά καρδιά, συναισθηματικά φορτισμένη, με δυσκολία έσερνα τα πόδια μου μέχρι την πλατεία Νταμ, όπου με περίμενε μια φίλη για καφέ. Ευχάριστη νότα στην πεζοπορία μου ήταν τα ανθοπωλεία με τα εξαίσια μπουκέτα τους.
Συνεχώς, όμως, στο μυαλό μου ήταν οι εικόνες και τα συναισθήματα που βίωσα στο σπίτι της Άννας. Αυτό το κορίτσι με συγκλόνισε με την ωριμότητα και την τραγικότητά του. Παραθέτω ακόμη μια μαρτυρία της:
«I know what I want,
I have a goal,
I have opinions,
a religion

and love».  11 April 1944

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου