Καλή μέρα και καλή βδομάδα.
Θέλησα σήμερα να δημοσιεύσω ένα κείμενο της μαθήτριάς μου Ειρήνης Χατζηκουμή, εγγονής του ήρωα Σπύρου Χατζηκουμή για τον οποίο έγραψα πρόσφατα. Πέρσι, στον καθιερωμένο διαγωνισμό για την κατεχόμενη γη μας και τους ανθρώπους της στο σχολείο μας, το Λύκειο Λατσιών, κέρδισε το πρώτο βραβείο, γράφοντας για την ηρωίδα γιαγιά της, της οποίας φέρει το όνομα. Ήταν μια γυναίκα που της σκότωσαν οι Άγγλοι τον άντρα της από τα βασανιστήρια, που μεγάλωσε μόνη της τέσσερα παιδιά με χίλια βάσανα, κι ύστερα ήρθε κι η εισβολή των Τούρκων για να της πάρει και τον πρωτογιό της τον Αντρέα. Η γιαγιά Ειρήνη πέθανε, θεωρώντας τον Αντρέα αγνοούμενο. Τελικά, τον Ιούλιο του 2008, βρέθηκαν τα οστά του σε ομαδικό τάφο.
"Είναι μια ζεστή μέρα του Ιούλη. Ο ήλιος καίει πέτρες . Αλλά είναι μια πολύ όμορφη μέρα και συνάμα πολύ καταθλιπτική. Η κυρία Ειρήνη , μια μικροκαμωμένη , ογδοντάχρονη συμπαθητική γριούλα, είναι κλεισμένη στο δωμάτιό της. Δεν θέλει να βγει έξω. Δεν θέλει να δει , ούτε και να μιλήσει σε κανένα. Απλώς θέλει να μείνει μόνη της. Πάει και κάθεται στην κουνιστή της καρέκλα. Σήμερα είναι 20 του Ιούλη, έτσι λέει το ημερολόγιο στον απέναντι τοίχο . 20 Ιουλίου 2004. Έρχεται στη μνήμη της εκείνη η σκοτεινή μέρα και γυρίζει πολλά χρόνια πίσω. Κλείνει τα μάτια. Βυθίζεται στο παρελθόν και αναπολεί μνήμες.
Θυμάται τότε στο χωριό της . Στην αγαπημένη της Κυθρέα. Ένα χωρίο που δεν του έλειπε τίποτα. Ήταν κάτι σαν παράδεισος γι' αυτήν. Ένα χωριό γεμάτο ζωντάνια , κτισμένο στους νότιους πρόποδες του γέρο Πενταδάκτυλου. Θυμάται, τότε, που ήταν μικρούλα και περπατούσε ανέμελα στα στενά δρομάκια και η μυρωδιά των λουλουδιών και του φρεσκοψημένου ψωμιού της χάδευε το πρόσωπο. Όπου και να γύριζες, όλο και κάποια γιαγιά θα έβλεπες να κεντάει, όλο και κάποια νοικοκυρά θα έβλεπες να φουρνίζει. Της άρεσε πολύ να χαζεύει τους γεωργούς που πήγαιναν στα χωράφια τους. Να τους βλέπει να κόβουν τις ελιές, τα λεμόνια, τα πορτοκάλια και ό,τι λογής αγαθό παρήγαγε το εύφορο έδαφος της Κυθρέας. Ακόμα της άρεσε να τρέχει μαζί με τα άλλα παιδιά ως τον Κεφαλόβρυσο, όπου εκεί έκαναν μια στάση από το παιχνίδι τους για να ξεκουραστούν και να πιουν λίγο από το κρύο και γάργαρο νερό του Κεφαλόβρυσου. Ο Κεφαλόβρυσος ήταν το στολίδι της Κυθρέας. Σ’ αυτόν οφειλόταν και η τόση ευφορία του εδάφους, όπου όλα τα δέντρα ευδοκιμούσαν και χάριζαν τους καρπούς τους στους κατοίκους που με τόσο κόπο αυτοί φρόντιζαν. Ποτέ δεν σταματούσαν να ακούγονται τα τσιριχτά γέλια των παιδιών. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε αυλή, σε κάθε νοικοκυριό, παντού ηχούσαν τα γέλια παιδιών. Αχ , η αγαπημένη της Κυθρέα. Στο χωριό το οποίο μεγάλωσε και έζησε τις πιο ωραίες της στιγμές.
Και παιδί καθώς ήταν μεγάλωσε. Άνθησε και αυτή μαζί με τα ανθισμένα ματσικόριδα στις όχθες του Πενταδάκτυλου, την άνοιξη. Μεγάλωσε και έγινε μια σωστή κοπέλα, έτοιμη για γάμο. Στα δεκαοκτώ της χρόνια παντρεύτηκε με τον Σπύρο, ένα πολύ καλό νέο και προπαντός δουλευταρά. Αγαπούσε και αυτός πολύ την Κυθρέα και γενικά την πατρίδα του, κι αν χρειαζόταν ποτέ να θυσιαστεί για την πατρίδα του θα το έκανε. Ήταν βοσκός και κάθε μέρα σηκωνόταν πολύ πρωί για να πάρει τα ζώα του να βοσκήσουν σε μια πεδιάδα κοντά στον Πενταδάχτυλο. Μαζί του σηκωνόταν και η Ειρήνη για να του ετοιμάσει το πρωινό του και το φαγητό που θα έπαιρνε μαζί του. Απέκτησαν και τέσσερα παιδιά, τον Αντρέα, τον Κώστα, τον Γιάννη και τη μικρή Χρυστάλλα, και όλοι μαζί ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Αλλά αυτή η ευτυχία δεν κράτησε για πολύ. Ήρθαν χρόνια δύσκολα για την Κύπρο. Τότε που η Κύπρος ήταν υπό την κατοχή των Άγγλων. Όλοι άρχισαν να δυσανασχετούν . Δεν άντεχαν άλλο να τους εξουσιάζουν. Ήταν τότε που άρχισε και η οργάνωση της ΕΟΚΑ. Πρώτος και καλύτερος έτρεξε να ενταχθεί στην οργάνωση και ο Σπύρος. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα ζούσε εκείνος και τα παιδιά του κάτω από την εξουσία των Άγγλων. Είχε μάθει να ζει ελεύθερος. Αγαπούσε την ελευθερία και ήθελε η πατρίδα του να είναι ελεύθερη. Κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό. Η οργάνωση ήταν μυστική και δεν έπρεπε να ξέρει κανείς τίποτα γι’ αυτήν. Ο Σπύρος συνέχιζε κανονικά τη ζωή του, πηγαίνοντας καθημερινά τα ζώα για βοσκή στο Πενταδάκτυλο. Εκεί γίνονταν και όλες οι ενέργειές του. Η κυρία Ειρήνη καλά είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Στις 12 του Οκτώβρη,1958, οι Άγγλοι επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό σε όλη την Κυθρέα, όπως και σε γειτονικά χωριά. Στις 4 το πρωί της ίδιας μέρας όλοι οι άντρες έπρεπε να μεταβούν στον Κεφαλόβρυσο και από εκεί οδηγήθηκαν από ένοπλους Άγγλους στρατιώτες σε σκηνές για ανάκριση. Στις σκηνές αυτές υπήρχε ένας προδότης που, όποιον έδειχνε, θεωρείτο ύποπτος και μεταφερόταν σε μια αποθήκη για ανάκριση. Εκεί είχε μεταφερθεί και ο Σπύρος μαζί με 100 άτομα ακόμα. Ένας-ένας οι κρατούμενοι μεταφέρονταν σε ένα δωμάτιο και ανακρίνονταν. Από το δωμάτιο αυτό ακούονταν οι κραυγές και τα βογγητά των ανακρινομένων. Επειδή ανάμεσά τους υπήρχαν και νεαροί, ο Σπύρος τους συμβούλευε, λέγοντάς τους «Προσέχετε, ρε μικροί, μεν φοηθείτε και προδώσετε την πατρίδα, ό,τι σας ρωτούν να λαλείτε μονολεκτικά “ΟΙ”. Και τους έλεγε χαρακτηριστικά την παροιμία «Έναν όι αξίζει έναν ανώι» .
Την επόμενη μέρα μεταφέρθηκε για ανάκριση και ο Σπύρος. Όλοι την μέρα υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Από τις 14 μέχρις τις 16 Οκτωβρίου βασανιζόταν συνέχεια. Ήταν πεσμένος στο έδαφος, αλλά ακόμα και τότε φώναζε:«Δεν θα σας πω τίποτα. Προδότης δεν είμαι.» . Το απόγευμα στις 16, παρέδωσε το πνεύμα του. Όλο το χωριό ήταν ανάστατο. Γυναίκες έτρεχαν στους δρόμους, κλαίοντας και ζητούσαν από τους Άγγλους να τον μεταφέρουν στην εκκλησία. Οι Άγγλοι υπέκυψαν και έγινε η κηδεία του. Μερικές γυναίκες, όταν τον ξεσκέπασαν, διαπίστωσαν ότι τα πόδια του ήταν θρύψαλα ,το κρανίο του σπασμένο και έφερε τραύμα κάτω από την κοιλιακή χώρα.
Έτσι μόνη της πια η κυρία Ειρήνη μεγάλωσε όσο πιο καλύτερα μπορούσε τα παιδιά της και έκανε το παν να μην τους λείψει τίποτα. Τα ανέθρεψε με αξίες και ιδανικά, καλλιεργώντας τους το πνεύμα του πατριωτισμού που σίγουρα θα ήθελε να έχουν ο πατέρας τους. Η μόνη της παρηγοριά ήταν το χωριό της και τα παιδιά της. Χαιρόταν πολύ καθώς τα έβλεπε να μεγαλώνουν και να αγαπούν και αυτά τόσο πολύ το χωριό τους. Η ζωή, όμως, τους έπαιζε πολλά παιχνίδια.
Τον Ιούλιο του 1974 η Κύπρος περνούσε δύσκολες καταστάσεις. Στις 15 του Ιούλη τα ραδιόφωνα είχαν βουίξει για την πτώση της Κυβέρνησης και ότι έγινε πραξικόπημα.
Η κ. Ειρήνη εκείνη τη μέρα βρισκόταν στο νοικοκυριό της μαζί με την δεκαεξάχρονη πια κόρη της . Καθώς έκαναν τις δουλειές τους, ξαφνικά μπήκε στο σπίτι ο Αντρέας ,ο μεγάλος της γιος. Φαινόταν λαχανιασμένος, σαν να έτρεχε και το πρόσωπό του ήταν πολύ ανήσυχο.
-Μανά, τα ραδιόφωνα λαλούν συνέχεια ότι έπεσε η Κυβέρνηση τζαι πως ο πρόεδρος είναι νεκρός.
Η κυρία Ειρήνη, μόλις το άκουσε αυτό, άλλαξε αμέσως έκφραση. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό, και κάτι της έλεγε ότι δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Ο κόσμος είχε αναστατωθεί και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Οι πολίτες είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και υπήρχαν συνεχώς εμφύλιες διαμάχες. Η κυρία Ειρήνη τελικά είχε δίκαιο. Δεν τους βγήκε καθόλου σε καλό αυτό. Στις 20 του Ιούλη οι Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία και έκαναν εισβολή στην Κύπρο. Όλος ο κόσμος ήταν συνεχώς πάνω από το ραδιόφωνο, προσπαθώντας να μάθει εξελίξεις.
-Αγαπητοί ακροατές, σας συνιστώ την προσοχή σας. Σήμερα τα ξημερώματα Τούρκοι στρατιώτες έκαναν απόβαση στην Κερύνεια. Παρακαλώ μείνετε ψύχραιμοι.
Ψύχραιμοι; Πώς μπορούσαν να μείνουν ψύχραιμοι; Όλο το χωριό είχε αναστατωθεί. Το ραδιόφωνο έλεγε πώς καταλαμβάνουν συνεχώς χωριά και προχωρούν απειλητικά και σε άλλα χωριά.
Από την Κυθρέα πέρασε πολύς κόσμος στην προσπάθειά του να φύγει από το χωριό του και να σωθεί από τους Τούρκους στρατιώτες που σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Η κυρία Ειρήνη έτυχε να φιλοξενήσει μια γυναίκα με το μικρό παιδί της που έφυγε από την Κερύνεια για να σωθεί. Κρατούσε το κοριτσάκι της στην αγκαλιά της, που ήταν μόλις τριών ετών, και έκλαιγε συνεχώς . Αυτή η γυναίκα είδε να σκοτώνουν μπροστά της τον άντρα της, τον αδελφό, τον πατέρα της, τη γριά μητέρα της και την αδελφή της. Μια ολόκληρη οικογένεια χάθηκε μπροστά από τα μάτια της . Είναι θαύμα το πώς κατάφερε να σωθεί αυτή και το κοριτσάκι της. Τους περίγραψε όλα όσα έζησε και είδε. Πέρασε πάνω από πτώματα , κρυβόταν συνεχώς μην τη δει κανένας Τούρκος και την σκοτώσει και τη νύχτα περπατούσε από χωριό σε χωριό, φτάνοντας τελικά στην Κυθρέα.
Ο Αντρέας δεν μπορούσε άλλο να τα ακούει όλα αυτά και να μένει με σταυρωμένα τα χέρια . Ήθελε να βοηθήσει και αυτός, αλλά λόγω του πατέρα του είχε απαλλαγεί από το στρατό και δεν κατατάχτηκε, όπως έκαναν όλοι οι συνομήλικοί του. Στις 22 του Ιούλη κατά το μεσημέρι ο Αντρέας βρισκόταν στον Κεφαλόβρυσο με κάποιους συγχωριανούς του. Από εκεί πέρασε ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο που κατευθυνόταν προς την Κερύνεια και ο Αντρέας αποφάσισε να πάει μαζί τους για να πολεμήσει. Έφυγε χωρίς να πει τίποτα στη μητέρα του. Απλώς, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Όταν το έμαθε η μητέρα του, ανησύχησε πάρα πολύ. Ένιωθε το ίδιο, όπως τότε με τον άντρα της. Φοβόταν πώς θα τον χάσει και αυτόν.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι έγινε εκεχειρία και οι Τούρκοι δεν προχωρούσαν σε άλλα χωριά. Ο κόσμος ανακουφίστηκε λίγο και νόμιζε πως ο πόλεμος έχει τελειώσει. Ανακούφιση ένιωσε και η κυρία Ειρήνη, ελπίζοντας πως ο γιος της θα είναι καλά.
Από εκείνο το απόγευμα στις 22 του Ιούλη μέχρι τις 13 του Αυγούστου όλα κυλούσαν ομαλά στο χωριό, όπως και πριν. Η κυρία Ειρήνη περίμενε καθημερινά τον Αντρέα να γυρίσει, αλλά αυτός δεν ερχόταν. Στις 14, παραμονή της γιορτής της Παναγίας, έγινε η δεύτερη εισβολή και τώρα οι Τούρκοι πιο απειλητικά από ποτέ προχωρούν στην κατάληψη της μισής Κύπρου. Δεν πρόλαβαν να ανοίξουν τα μάτια τους οι κάτοικοι του πικραμένου νησιού και γι’ ακόμα μια φορά ζουν το φόβο και την αγωνία αν θα τα καταφέρουν να σωθούν .
Παντού επικρατεί ο πανικός . Κάτοικοι τρέχουν να σωθούν .Ελικόπτερα περνάνε συνεχώς πάνω από τα κεφάλια τους και βομβαρδίζουν. Όλα είναι ένα χάος. Η κυρία Ειρήνη στέκει εκεί, αγέρωχη, πικραμένη στην αυλή της, περιμένοντας γι’ ακόμα μια μέρα τον Αντρέα.
Έρχεται τρέχοντας ο Κώστας, ο δεύτερός της γιος που ήταν στρατιώτης και εκτελούσε τη θητεία του.
-Μάνα, κάμνε γλήορα να φύουμε πριν μας έβρουν οι Τούρτζοι μέσα στο χωρκό τζαι εννά μας σκοτώσουν.
-
Τζαι ο Αντρίκος, γιέ μου;
-
Eννά έρτει μανά, εννά έρτει…
Εννά έρτει…τα λόγια αυτά αντηχούσαν τόσο λυτρωτικά στην ψυχή της κυρίας Ειρήνης που ήθελε τόσο πολύ και η ίδια να το πιστέψει πώς θα ερχόταν πίσω. Άκουσε τον Κώστα τελικά. Φώναξε την κόρη της τη Χρυστάλλα να ετοιμάσει κάτι να πάρουν μαζί τους και μαζί με τα τρία της παιδιά έφυγαν με το αυτοκίνητο ενός αδελφότεκνού της.
Στους δρόμους έβλεπες ανθρώπους να τρέχουν να σωθούν. Λεωφορεία γεμάτα ανθρώπους που προσπαθούν να πάνε κάπου που να είναι ασφαλείς. Και οι βόμβες να πέφτουν βροχή. Σκόνη, καπνός και μυρωδιά από μπαρούτι επικρατούσε στην ατμόσφαιρα.
Η κυρία Ειρήνη δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Τόση πίκρα, τόση δυστυχία ξεδιπλώνεται μπροστά της. Φεύγει. Αφήνει πίσω το χωριό της. Τον τάφο του άντρα της. Το σπίτι της. Την αυλή της με τα δέντρα της. Όλα είναι εκεί. Ό,τι αγαπά είναι εκεί πίσω, στο χωριό της. Στην Κυθρέα της. Θα ξαναγυρίσουν άραγε πίσω;
Και ξαφνικά μια βόμβα τη συνεφέρνει στην πραγματικότητα. Ξυπνά τρομαγμένη από τις θύμισές της. Ναι, γλίτωσαν τελικά εκείνη την καταραμένη μέρα. Γλίτωσαν, αλλά η ψυχή της ακόμα βασανίζεται.
Ο Αντρέας ακόμα να φανεί. Είναι μέσα στους χιλιάδες αγνοούμενους αυτού του πολέμου.
Σηκώνεται από την κουνιστή της καρέκλα και πάει και βρίσκει τη φωτογραφία του Αντρέα. Κάνει τον σταυρό της και τη φιλά ευλαβικά σαν να είναι εικόνα αγίου. Το βράδυ της ίδιας μέρας είδε στο όνειρό της ότι πήγε πίσω στο χωριό της. Ότι ο Αντρέας γύρισε και ζουν ξανά όλοι μαζί ευτυχισμένοι στο σπίτι τους στην Κυθρέα. Αλλά δεν παύει να είναι ένα όνειρο και έτσι το πρωί όταν ξύπνησε και είδε έξω από το παράθυρο, αντίκρισε και πάλι την τούρκικη σημαία στον Πενταδάκτυλο να της βαραίνει την καρδιά πιο πολύ από ποτέ.
Στις 22 του Δεκέμβρη του 2004 η κυρία Ειρήνη πέθανε. Πέθανε με εκείνο το όνειρο που το είχε μεγάλο καημό. Πέθανε, καρτερώντας τον Αντρέα να γυρίσει και προσμένοντας την επιστροφή τους πίσω στο πολυαγαπημένο χωριό τους.
Τον Ιούλιο του 2008 βρέθηκαν τα λείψανα του Αντρέα σε ομαδικό τάφο. Είχε σκοτωθεί την ίδια μέρα που έφυγε από το χωριό του για να πάει να πολεμήσει. Τα αδέλφια του Κώστας, Σπύρος και Χρυσταλλα μαζί με τις οικογένειές τους, του έκαναν την κηδεία του όπως αρμόζει σε ένα άξιο τέκνο της πατρίδας αλλά άξιο τέκνο και του ήρωα πατέρα τους . Αυτό όμως που τους λυπούσε πιο πολύ ήταν ότι η μητέρα τους δεν ζούσε για να τον αποχαιρετήσει τουλάχιστον, μιας και τόσα χρόνια τον περίμενε να γυρίσει.
Αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί εκείνο το όνειρο που είδε τότε, να βγήκε αληθινό. Και τώρα η κυρία Ειρήνη να βρίσκεται στο χωριό της μαζί με τον Αντρέα και τον άντρα της και να καρτερούν να ελευθερωθεί πια αυτός ο πικραμένος τόπος και να μπορέσουν τα παιδιά της να ξαναχαρούν το χωριό τους και τα εγγόνια της επιτέλους να το γνωρίσουν. Να έρθει επιτέλους η ειρήνη σε όλο το νησί".
Τα γεγονότα που αναφέρω στο διήγημά μου είναι πραγματικά. Είναι από πληροφορίες που μου έδωσε ο πατέρας μου Κώστας Χ΄΄ Γιακουμής , και από πηγή από το βιβλίο « Η ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΘΡΕΑΣ» του Γιώργου Στυλιανού Πετάση.
Ειρήνη Χ’’ Γιακουμή
Α’1