Της το χρωστώ της κυρίας Σοφίας. Πήγα τον Αύγουστο με τα δώρα μου και δεν τη βρήκα. Κατηφορήσαμε στα Μαντράκια. Σουρούπωσε, κι ο ήλιος βυθίστηκε για τα καλά στη θάλασσα. Πρώτα- πρώτα προσκυνήσαμε στη μικρή εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που είναι στην άκρη του μικρού οικισμού. Κάθε φορά νιώθω δέος όταν μπαίνω σ' αυτό το εκκλησάκι. Ιδίως, αυτή την ώρα που φωτιζόταν μόνο από τα λιγοστά κεριά, νιώθαμε ότι ο χώρος μάς υπέβαλλε περισυλλογή και ησυχία. Μόλις βγήκαμε έξω, αμέσως τραβήξαμε για το σπιτάκι της κυρίας Σοφίας-δέκα, το πολύ δεκαπέντε μέτρα- που είναι κτισμένο ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Ανοίγουμε το παραθυράκι της πόρτας και ταυτόχρονα φωνάζουμε τ' όνομά της. Μέσα είναι σκοτεινά και νομίζουμε ότι ξαπλώνει ή ότι είναι στην κουζίνα. Ταυτόχρονα, όμως, ακούγεται μια φωνή απέξω που καθόταν στο πεζούλι του διπλανού σπιτιού, αλλά στα σκοτεινά δεν την είχαμε προσέξει."Τώ…ρα η κυρία Σοφία! Πήγε στον άλλο κόσμο!".
Παγώσαμε…Μείναμε σαν στήλες άλατος. Ήταν αυτό το «εξαπίνης», που λένε.
Καθήσαμε στο πεζούλι. Αμέσως, κατάλαβα, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν μου απαντούσε στο τηλέφωνο…
Πέρσι, όταν ξαναπήγαμε στη Μήλο το καλοκαίρι, τη βρήκαμε στο κρεβάτι πολύ εξαντλημένη. Είχε κάνει κολοστομία. Όμως, ήλπιζε, όπως τη διαβεβαίωναν οι γιατροί ότι θα γίνει καλά. Συνεχώς πηγαινοερχόταν στον
Πειραιά, στο νοσοκομείο. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή της.
Ήταν ένας αγνός άνθρωπος η κυρία Σοφία, με γλυκύτητα και καλοσύνη. Καρτερική. Με εσωτερικότητα. Με ιώβειο υπομονή. Από εκείνες τις παλιές γυναίκες που υποτάσσονταν στο θέλημα του άντρα τους, άνκαι ήταν πολύ νέα, γύρω στα εξήντα Ήξερε να υπηρετεί. Δεν την άκουσα ποτέ να βαρυγκομήσει. Ζούσε με τον άντρα της σ’ έναν μικροσκοπικό οικισμό στα βόρεια του νησιού, πλάι στη θάλασσα, που ήταν η φιλενάδα της, μια που τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου ζούσαν μόνοι τους με τον άντρα της. Τα παιδιά τους αποκαταστάθηκαν και ζούσαν στον Τριοβάσαλο. Παλιά κι αυτοί έμεναν εκεί, μα σαν πάντρεψαν την κόρη τους, της έδωσαν προίκα το σπίτι τους, κι ήρθαν να ζήσουν στα Μαντράκια, όπου υπήρχε αυτό το μικροσκοπικό σπιτάκι από τα πεθερικά της.
Εκεί σ’ αυτό το σπίτι πάνω απ’ τη θάλασσα τη γνώρισα κι εγώ, το 1996, όταν πήγα με τον άντρα μου στη Μήλο, όπου ήταν διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα στον Αδάμαντα, το λιμάνι του νησιού. Με το που πήγα στη Μήλο, ξεχώρισα τα Μαντράκια. Με άγγιξαν στην ψυχή μου. Τ’ αγάπησα, κι από τότε έμειν’ εκεί κολλημένη η ψυχή μου. Έχει κάτι αυτός ο τόπος που με εμπνέει. Νομίζω είναι η μαγεία του Αιγαίου πελάγους που στη βορινή ακτή λυσσομανά τον χειμώνα. Μ’ αρέσει να κάθομαι στα βράχια και ν’ αγναντεύω το βαθυγάλαζο χρώμα της θάλασσας, να γεύομαι την αλμύρα της, να χάνομαι στον ορίζοντα και ν’ αδειάζει το μυαλό μου…Ξαλαφρώνω, ανανεώνομαι, ταξιδεύω. Νιώθω πραγματικά ευτυχισμένη! Με πόσο λίγα πράγματα μπορούμε οι άνθρωποι ν’ ανεβούμε στους εφτά ουρανούς της ευτυχίας, κι όμως αναζητούμε τα μάταια και τα ασήμαντα.
Στην πρώτη, λοιπόν, επίσκεψή μας στα Μαντράκια μαζί με τον σύζυγό μου και τη μητέρα μου, που είχε έρθει να μας επισκεφθεί, βγαίνοντας από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, συναντήσαμε την κυρία Σοφία, η οποία εκείνη τη στιγμή κατέβαινε κάτω στο σύρμα, που είχε ο πεθερός της, για να ξαπλώσει στη δροσιά του. Σύρματα, λένε οι νησιώτες τα μικρά δωμάτια που είχαν πλάι στη θάλασσα για να βάζουν μέσα τις βάρκες τους, και σήμερα οι πιο πολλοί τα χρησιμοποιούν ως δωμάτια για να παραθερίζουν.
Μας κάλεσε, λοιπόν, η κυρία Σοφία να μας φιλέψει και να γνωριστούμε, κι από τότε ταίριασαν τα σκουφιά μας και μας ένωσε μια όμορφη φιλία. Όσον καιρό έμεινα στη Μήλο(είχα πάρει άδεια από την υπηρεσία μου για έξη μήνες), σχεδόν κάθε μέρα, αφού τακτοποιούσα το σπίτι, έπαιρνα τ’ αυτοκίνητο και κατηφόριζα για τα Μαντράκια. Εκεί στη βεραντούλα της, απέναντι από τη θάλασσα, σ’ ένα τραπεζάκι καθόμασταν και πίναμε τον καφέ μας, τα λέγαμε, και μετά εγώ καθόμουν κι έγραφα διάφορες ιστορίες που θυμόμουν από το Λευκόνοικο. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Εμπνεόμουν από τη θάλασσα. Δεν χόρταινα να γράφω. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου, που θα μου μείνουν αξέχαστες.
Όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας κάθε φορά που πηγαίναμε στη Μήλο, ένιωθα ότι πήγαινα να δω έναν δικό μου άνθρωπο. Πάντα μας έκανε το τραπέζι με ψάρια κι άλλους μεζέδες που κουβαλούσε ο σύζυγός της ο κύριος Στέλιος. Η χαρά της ήταν ανείπωτη σαν μας έβλεπε. Πάντα ήθελε να της τηλεφωνώ. Ήταν μόνη της, αλλά ένιωθα ότι τη συνήθισε τη μοναξιά, γιατί είχε παρέα της τη θάλασσα, τη γειτόνισσά της, που τον χειμώνα πολλές φορές γινόταν απειλητική και λυσσομανούσε. Κάθε φορά τη ρωτούσα στο τηλέφωνο και μου περιέγραφε πολύ παραστατικά τα τερτίπια και τους θυμούς της, ή σαν ήταν μπουνάτσα ζήλευα τα νάζια και τι σκέρτσο της.
Μεγάλη χαρά για τη ζωή της κυρίας Σοφίας ήταν η εγγονή της η Σοφία. Ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι που, από τον καιρό που έχω να το δω, μεγάλωσε, κι έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα, κατά πώς μου έλεγε με καμάρι η κυρία Σοφία.
Αχ, κυρία Σοφία μου, δεν μπορώ να φανταστώ τα Μαντράκια έρημα, χωρίς την όμορφη παρουσία σας! Θα μας λείψετε, αλλά κυρίως στον σύζυγό σας τον κύριο Στέλιο και στα παιδιά και στα εγγόνια σας. Ας είναι αιωνία η μνήμη σας.
Νιώθω ευτυχής που γνώρισα έναν τέτοιον άνθρωπο!
Παγώσαμε…Μείναμε σαν στήλες άλατος. Ήταν αυτό το «εξαπίνης», που λένε.
Καθήσαμε στο πεζούλι. Αμέσως, κατάλαβα, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν μου απαντούσε στο τηλέφωνο…
Πέρσι, όταν ξαναπήγαμε στη Μήλο το καλοκαίρι, τη βρήκαμε στο κρεβάτι πολύ εξαντλημένη. Είχε κάνει κολοστομία. Όμως, ήλπιζε, όπως τη διαβεβαίωναν οι γιατροί ότι θα γίνει καλά. Συνεχώς πηγαινοερχόταν στον
Πειραιά, στο νοσοκομείο. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή της.
Ήταν ένας αγνός άνθρωπος η κυρία Σοφία, με γλυκύτητα και καλοσύνη. Καρτερική. Με εσωτερικότητα. Με ιώβειο υπομονή. Από εκείνες τις παλιές γυναίκες που υποτάσσονταν στο θέλημα του άντρα τους, άνκαι ήταν πολύ νέα, γύρω στα εξήντα Ήξερε να υπηρετεί. Δεν την άκουσα ποτέ να βαρυγκομήσει. Ζούσε με τον άντρα της σ’ έναν μικροσκοπικό οικισμό στα βόρεια του νησιού, πλάι στη θάλασσα, που ήταν η φιλενάδα της, μια που τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου ζούσαν μόνοι τους με τον άντρα της. Τα παιδιά τους αποκαταστάθηκαν και ζούσαν στον Τριοβάσαλο. Παλιά κι αυτοί έμεναν εκεί, μα σαν πάντρεψαν την κόρη τους, της έδωσαν προίκα το σπίτι τους, κι ήρθαν να ζήσουν στα Μαντράκια, όπου υπήρχε αυτό το μικροσκοπικό σπιτάκι από τα πεθερικά της.
Εκεί σ’ αυτό το σπίτι πάνω απ’ τη θάλασσα τη γνώρισα κι εγώ, το 1996, όταν πήγα με τον άντρα μου στη Μήλο, όπου ήταν διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα στον Αδάμαντα, το λιμάνι του νησιού. Με το που πήγα στη Μήλο, ξεχώρισα τα Μαντράκια. Με άγγιξαν στην ψυχή μου. Τ’ αγάπησα, κι από τότε έμειν’ εκεί κολλημένη η ψυχή μου. Έχει κάτι αυτός ο τόπος που με εμπνέει. Νομίζω είναι η μαγεία του Αιγαίου πελάγους που στη βορινή ακτή λυσσομανά τον χειμώνα. Μ’ αρέσει να κάθομαι στα βράχια και ν’ αγναντεύω το βαθυγάλαζο χρώμα της θάλασσας, να γεύομαι την αλμύρα της, να χάνομαι στον ορίζοντα και ν’ αδειάζει το μυαλό μου…Ξαλαφρώνω, ανανεώνομαι, ταξιδεύω. Νιώθω πραγματικά ευτυχισμένη! Με πόσο λίγα πράγματα μπορούμε οι άνθρωποι ν’ ανεβούμε στους εφτά ουρανούς της ευτυχίας, κι όμως αναζητούμε τα μάταια και τα ασήμαντα.
Στην πρώτη, λοιπόν, επίσκεψή μας στα Μαντράκια μαζί με τον σύζυγό μου και τη μητέρα μου, που είχε έρθει να μας επισκεφθεί, βγαίνοντας από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, συναντήσαμε την κυρία Σοφία, η οποία εκείνη τη στιγμή κατέβαινε κάτω στο σύρμα, που είχε ο πεθερός της, για να ξαπλώσει στη δροσιά του. Σύρματα, λένε οι νησιώτες τα μικρά δωμάτια που είχαν πλάι στη θάλασσα για να βάζουν μέσα τις βάρκες τους, και σήμερα οι πιο πολλοί τα χρησιμοποιούν ως δωμάτια για να παραθερίζουν.
Μας κάλεσε, λοιπόν, η κυρία Σοφία να μας φιλέψει και να γνωριστούμε, κι από τότε ταίριασαν τα σκουφιά μας και μας ένωσε μια όμορφη φιλία. Όσον καιρό έμεινα στη Μήλο(είχα πάρει άδεια από την υπηρεσία μου για έξη μήνες), σχεδόν κάθε μέρα, αφού τακτοποιούσα το σπίτι, έπαιρνα τ’ αυτοκίνητο και κατηφόριζα για τα Μαντράκια. Εκεί στη βεραντούλα της, απέναντι από τη θάλασσα, σ’ ένα τραπεζάκι καθόμασταν και πίναμε τον καφέ μας, τα λέγαμε, και μετά εγώ καθόμουν κι έγραφα διάφορες ιστορίες που θυμόμουν από το Λευκόνοικο. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Εμπνεόμουν από τη θάλασσα. Δεν χόρταινα να γράφω. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου, που θα μου μείνουν αξέχαστες.
Όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας κάθε φορά που πηγαίναμε στη Μήλο, ένιωθα ότι πήγαινα να δω έναν δικό μου άνθρωπο. Πάντα μας έκανε το τραπέζι με ψάρια κι άλλους μεζέδες που κουβαλούσε ο σύζυγός της ο κύριος Στέλιος. Η χαρά της ήταν ανείπωτη σαν μας έβλεπε. Πάντα ήθελε να της τηλεφωνώ. Ήταν μόνη της, αλλά ένιωθα ότι τη συνήθισε τη μοναξιά, γιατί είχε παρέα της τη θάλασσα, τη γειτόνισσά της, που τον χειμώνα πολλές φορές γινόταν απειλητική και λυσσομανούσε. Κάθε φορά τη ρωτούσα στο τηλέφωνο και μου περιέγραφε πολύ παραστατικά τα τερτίπια και τους θυμούς της, ή σαν ήταν μπουνάτσα ζήλευα τα νάζια και τι σκέρτσο της.
Μεγάλη χαρά για τη ζωή της κυρίας Σοφίας ήταν η εγγονή της η Σοφία. Ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι που, από τον καιρό που έχω να το δω, μεγάλωσε, κι έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα, κατά πώς μου έλεγε με καμάρι η κυρία Σοφία.
Αχ, κυρία Σοφία μου, δεν μπορώ να φανταστώ τα Μαντράκια έρημα, χωρίς την όμορφη παρουσία σας! Θα μας λείψετε, αλλά κυρίως στον σύζυγό σας τον κύριο Στέλιο και στα παιδιά και στα εγγόνια σας. Ας είναι αιωνία η μνήμη σας.
Νιώθω ευτυχής που γνώρισα έναν τέτοιον άνθρωπο!
Ζήνα μου, δεν έχω τίποτα να σχολιάσω στο αφιέρωμά σου στην κ. Σοφία. Απλώς να σου πω ότι σε διάβασα. καλή βδομάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή μου anagnostria, σ' ευχαριστώ γι' άλλη μια φορά για την αγάπη και τη βοήθειά σου. Χάθηκα αυτές τις μέρες, αλλά είχα πολλές δουλειές του σχολείου. Ξέρεις πόσο μου αρέσει η επικοινωνία μαζί σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή