Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Ήταν μόνο οκτώ ημερών

Πέρσι, τέτοια εποχή,έγραψα αυτό το διήγημα, και το παρουσιάζω φέτος που έχω το ιστολόγιό μου.

"Ήταν μόνο οκτώ ημερών! Πριν από μια βδομάδα τη γέννησε η μάνα της. Λεχώνα εκείνη, ταλαιπωρημένη από τη δύσκολη γέννα που είχε, δεν είχε καν προλάβει να συνέλθει. Η μαμμού του χωριού τους, η μαία δηλαδή, πολύ δυσκολεύτηκε σε τούτη τη γέννα, μα και πάλι δεν ήθελε να παραδεκτεί ότι στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας οι γιατροί ήξεραν κάτι παραπάνω.

«Σιγά», έλεγε από μέσα της, «μην ξέρουν αυτοί οι νεαροί καλύτερα από μένα να ξεγεννούν τις γυναίκες».

Αυτή είχε δει τη γιαγιά και την προγιαγιά της, είχε δει και τη μάνα της να γυρίζουν όλα τα χωριά της περιοχής και να δίνουν ζωή σε εκατοντάδες παιδιά. Κι αν κάποτε είχαν δυσκολίες, γιατί είχε και κακόγεννες γυναίκες, ήξεραν τον τρόπο να βγουν απ’ τη δύσκολη θέση. Έβαζαν όλες τις γυναίκες του σογιού και της γειτονιάς, που ήταν μαζεμένες στο σπίτι, να προσεύχονται στην Παναγία μα και στους αγίους να τους βοηθήσουν. Έτσι, με την άνωθεν βοήθεια και με τα πολλά τάματα, γινόταν το ποθούμενο.

Το ίδιο έγινε κι αυτή τη φορά. Κοιλιοπονούσε η μάνα της σχεδόν ένα μερόνυκτο. Λες κι αυτό το παιδί ήξερε τι το περίμενε και δεν ήθελε να βγει στο φως. Ήταν μεγάλο το παιδί και στενή η μήτρα της γυναίκας. Οι προσευχές ανέβαιναν συνέχεια στον ουρανό. Η μαμμού κρατούσε μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και την απίθωνε συνέχεια στην κοιλιά της νεαρής γυναίκας που είχε τόσο εξαντληθεί, που δεν μπορούσε να βγάλει άχνα.

Με τις πολλές προσπάθειες, όμως, και τις προσευχές έγινε το θαύμα. Άνοιξε η μήτρα και βγήκε καταταλαιπωρημένο το παιδί, ένα κορίτσι που ζύγιζε σχεδόν τέσσερα κιλά. Η λεχώνα ύστερα απ’ αυτό έπεσε λες σε λήθαργο. Το παιδί το πήρε στα χέρια της η μαμμού κι έκανε όλα όσα ήξερε τόσα χρόνια. Ήταν 7 Ιουλίου του 1974, της Αγίας Κυριακής, μεγάλη η χάρη της.

Χάρηκαν όλοι με το κορίτσι που ήρθε στη ζωή. Η οικογένεια, βλέπεις, είχε ακόμα δυο αγόρια μεγαλύτερα. Είχαν βγάλει και τα ονόματα και των δυο παππούδων κι ήταν κι οι δυο ευχαριστημένοι που θα διαιωνιζόταν το οικόσημο!

Έμεναν οι γιαγιάδες. Καμία, ασφαλώς, δεν παραχωρούσε τα πρωτεία στην άλλη. Εξάλλου, ούτε η μια ούτε η άλλη δεν είχαν άλλη εγγονή. Θα μπορούσαν, βέβαια, να το βγάλουν το κορίτσι Κυριακή και να τιμήσουν απ’ τη μια την Αγία κι απ’ την άλλη να γλυτώσουν κι απ’ τις γκρίνιες. Τελικά, η λύση βρέθηκε. Ένωσαν τα δυο ονόματα και αποφάσισαν να πουν το παιδί Μαριλένα. Έτσι, ήταν κι οι δυο ευχαριστημένες. Και η Μαρία και η Ελένη. Έφτιαξαν τα «κούλουμα» και κέρασαν όσους περνούσαν απ’ το σπίτι, γείτονες, συγγενείς και φίλους.

Δεν κράτησε όμως για πολύ αυτή η ευφορία. Σε οκτώ μέρες πρωί-πρωί άρχισε ο πόλεμος. «Ξεκίνησε η θανατηφόρα συμφωνία των αρμάτων». Κι αυτοί αλλοπαρμένοι « απού φύγει φύγει» απ’ τα χωριά της Κερύνειας. Ουρές τα αυτοκίνητα κι από πάνω τους τα τουρκικά αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες. Για πρώτη φορά στη ζωή τους κατάλαβαν τι θα πει φόβος. Βίωσαν το πρόσωπο του πολέμου. Σαν να ήταν ένα μαυριδερό τέρας που τους κυνηγούσε.

Τελικά, κατέληξαν σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Λευκωσία. Ένας κουμπάρος του παππού με χαρά τους φιλοξένησε. Η μητέρα όμως της νεογέννητης Μαριλένας, δεν την έφτανε η βαριά λεχωσιά που είχε περάσει, δεν ησύχαζε. Λες κι ένας δαίμονας την έβαζε πάνω συνεχώς και μουρμουρούσε για όσα άφησαν πίσω τους. Είχε ένα βρέφος, και της έλειπαν «τα ταιρκαστά» της.

Με το πες-πες τον έψησε τον καημένο τον άντρα της. Έτσι, πήραν μαζί τους και το δεύτερο αγόρι, που ήταν έξι χρονών, για παρέα, κι έπεισε κι έναν οικογενειακό τους φίλο να πάει μαζί τους.

«Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος» τους διαβεβαίωνε. «Θα πάμε στο χωριό μας να πάρουμε ό,τι χρειαζόμαστε και θα γυρίσουμε σε λίγες ώρες».

Δεν γύρισαν όμως! Μάταια οι παππούδες μαζί με το μεγαλύτερο αγόρι τούς περίμεναν να γυρίσουν. Η μικρή Μαριλένα ζούσε στον κόσμο της.

Σαν είδαν κι απόειδαν οι παππούδες, το πήραν απόφαση ότι αυτοί θα μεγαλώσουν τα δυο ορφανά. Δούλευε ο παππούς στη Λεμεσό που κατέληξαν και η γιαγιά έμενε στο σπίτι- ο Θεός να το κάμει σπίτι, δυο πισινά δωμάτια ήταν- να φροντίζει τα δυο παιδιά. Κι η Μαριλένα μέρα με τη μέρα μεγάλωνε κι ομόρφαινε κι έκανε νάζια πολλά, μα πού είχε η γιαγιά όρεξη ή μάτια ή αυτιά για να δει και ν’ ακούσει τα κελαηδήματά της.

Ο μεγάλος γιος που καταλάβαινε, κλείστηκε στον εαυτό του. Έπαθε ένα είδος κατάθλιψης. Δεν ήθελε να μιλά σε κανένα. Κι όταν με τα πολλά άνοιγε το στόμα του, τραύλιζε. Το πρόσεξαν κι οι δάσκαλοι στο σχολείο και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν. Οι ειδικοί είπαν ότι το έπαθε από το σοκ, αλλά σιγά-σιγά θα τον βοηθούσαν να το ξεπεράσει.

Και περνούσαν τα χρόνια μέσα στην προσφυγιά και την ορφάνια. Η Μαριλένα φώναζε τη γιαγιά της « μάμμα». Της έκανε βέβαια εντύπωση που οι άλλες μαμάδες στη γειτονιά ήταν νέες. Μπορεί, λέω τώρα εγώ, να ήταν κι αυτές ταλαιπωρημένες απ’ τον πόλεμο, με την πίκρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, μα ήταν νέες. Της Μαριλένας όμως η μάμμα ήταν γριά, με πολλές ρυτίδες, με τη μαύρη μαντίλα τυλιγμένη γύρω απ’ τα μαλλιά της που όλο κι άσπριζαν.

Όχι, βέβαια, πως ήταν και τόσο μεγάλη η γιαγιά, μα τα βάσανα και το σαράκι που κατέτρωγε τα σωθικά της, τη γέρασαν πρόωρα. Στα πενήντα της φαινόταν εβδομήντα. Ήταν και τα μαύρα ρούχα που δεν τ’ αποχωριζόταν. Μέρα νύκτα έκλαιγε την κόρη της που με την αμυαλιά και το πείσμα της πήρε στο λαιμό της τον άντρα μα και το παιδί της.

«Να μην έπαιρνε τουλάχιστον το παιδί», έλεγε και ξανάλεγε στον άντρα της. Καημός μεγάλος τής είχε γίνει το παιδί. Είχε και τ’ όνομα του αντρός της. Κυριάκος. Ο πρωτογιός, σύμφωνα με το έθιμο, πήρε το όνομα του παππού του απ’ την πλευρά του πατέρα του. Ο Κυριάκος, απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, ήταν η αδυναμία της. Το κανάκευε τούτο το παιδί πιότερο απ’ τ’ άλλο.
Ήτανε, όμως, κι αυτό τόσο καλόβολο!

Όταν η Μαριλένα έγινε έντεκα χρονών, δεν τα’ χε κλείσει καλά-καλά, ένα κοριτσάκι όλο ζωντάνια, καλοσύνη και ομορφιά, γυρνάει ένα μεσημέρι απ’ το σχολείο μαζί με τη φιλενάδα της την Άντρη και βλέπει κόσμο μαζεμένο απέξω απ’ το σπίτι του συνοικισμού. Ψυχανεμίστηκε μεμιάς ότι κάτι κακό συμβαίνει. Η γιαγιά έπαθε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και ξεψύχησε, προτού φτάσει το ασθενοφόρο που το κάλεσαν οι γειτόνισσες.

Έπιναν όπως κάθε μέρα τον καφέ τους στο σπίτι η μια της άλλης. Σήμερα ήταν η σειρά της γιαγιάς. Αφού σκούπισε το στενό της, πότισε τα λουλούδια της- οι τριανταφυλλιές θέλουν περιποίηση, σκέφτηκε , τακτοποίησε το φτωχικό της σπιτάκι, έφτιαξε και ένα κέικ, να μην πιουν τον καφέ έτσι, σκέτο. Εξάλλου, το ίδιο έκαναν και οι γειτόνισσές της που ήταν χρυσοχέρες. Ήταν και οι δυο από την επαρχία Αμμοχώστου και μια την άλλη έφτιαχναν διάφορα γλυκά και αλμυρά, και πάντα η μοίρα της ήταν μέσα.

Η μια ήταν από την Κώμα του Γιαλού και η άλλη από το Λευκόνοικο. Τι πουρέκκια με την αναρή, με το χαλλούμι, με την κρέμα, της σάτζιης, τι κολοκωτές, ελιόπιτες, χορτόπιτες. Αμ οι σιαρλότες τους, οι πισιήες και τα δάκτυλά τους! Η Λευκονοικιάτισσα, όμως, η κυρία Χαρίτα, ήταν μαστόρισσα και στην «τσιπόπιτα». Μοσχοβολούσε η γειτονιά σαν την έψηνε. Της έφερνε τσίπα μια κουμέρα της που είχε κοπάδι και έπαιρνε το βούτυρο από το γάλα των προβάτων. Η χοληστερόλη μπορεί να καραδοκούσε, μα τούτη την απόλαυση που έμαθε στο Λευκόνοικο δεν ήταν διατεθειμένη να τη στερηθεί.

Η άλλη φιλενάδα της από την Κώμα του Γιαλού ήρθε πρώτη για τον καφέ. Αυτή, η κυρία Μυροφόρα, είχε έναν αδελφό που τον σκότωσαν οι Εγγλέζοι, ενώ ήταν ακόμα μαθητής. Μαζί με έναν άλλο συμμαθητή και φίλο του έστησαν ενέδρα έξω από το χωριό τους σε μια αγγλική περίπολο, πράγμα πολύ συνηθισμένο τον καιρό της Ε.Ο.Κ.Α..

Η βόμβα-επιτόπιας κατασκευής- έσκασε και έκανε κομμάτια όσους επέβαιναν στο πρώτο τζιπ των Άγγλων. Όμως, λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν κι άλλα στρατιωτικά αυτοκίνητα που τους είδαν και τους κυνήγησαν. Ο ένας κατάφερε να ξεφύγει, μα ο αδελφός της δεν πρόλαβε. Τον σκότωσαν, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει. Ήταν μόνο δεκαέξι χρόνων.

Κάθισαν, λοιπόν, στη βεράντα του μικρού σπιτιού της, γύρω από το πλαστικό άσπρο τραπέζι ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου και έμειναν να τα κοιτάνε. Ήταν μια μικρή όαση. Το γιασεμί μοσχοβολούσε. Οι τριανταφυλλιές τώρα πια έβγαζαν πού και πού κανένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Στις δόξες τους όμως ήταν οι πετούνιες με τα κόκκινα, ροζ και άσπρα φυλλαράκια τους, μα κι οι δαφνούλες που όρθωναν λες το ανάστημά τους για να φανούν κι αυτές και να δείξουν τα κάλλη τους στον ήλιο. Η κληματαριά παραδίπλα άρχισε να κρεμάζει τα πρώτα τσαμπιά της, πράσινα ακόμα. Τι πανδαισία χρωμάτων ήταν αυτή;

«Ελένη μου», της είπε η Μυροφόρα, «μα μυρίζουν πολλά όμορφα οι τζίνιες σου. Φέτος αμέλησα να φυτέψω. Αλλά τούτες τις μέρες θα πάω να γοράσω».

Με το χαζολόγημα του κήπου έφτασε και η κ. Χαρίτα.

«Καλημέρα! Τι κάμνετε, γειτόνισσές μου! Εν ώρα του καφέ; Επεινάσαμεν. Εν σχεδόν δέκα η ώρα τζι εγώ εξύπνησα που τες τρεις σήμερα τζι εν εξανατζιοιμήθηκα».

«Τζι εγώ τούντες νύχτες έχω μεγάλο πρόβλημα», είπε η κυρία Ελένη. «Το πιστεύκετε ότι τον τελευταίον τζιαιρόν θωρώ κάθε νύκταν στον ύπνον μου την κόρην μου τζιαι το μωρόν, τον Κυριάκον μου; Ήντα ρκεται να πει, ατζιαπή σου; ».

«Μεν διάς σημασίαν στα όνειρα, γειτόνισσα», της είπε ανέμελα η κυρία Μυροφόρα, για να την κάνει να ξεχάσει το λαμπρόν που είχιεν ακόμα στην ψιυχιήν της. Ήξερε κι αυτή από
«λαμπρά που κρούζουν τζει που ππέφτουν». Μα το δικό της, όσο κι αν την έντυσε στα μαύρα στα καλύτερα χρόνια της νιότης της, δεν συγκρινόταν με αυτό της κυρίας Ελένης. Αυτηνής πέθανε ο αδελφός της νέος στην Αυστραλία, πριν γίνουν πρόσφυγες.

«Καλά λαλείς, Χαρίτα μου, αλλά ανησυχώ».

«Άτε, κάμε μας τον καφέ τζι εποσταθήκαμεν που τες δουλειές που εκάμαμεν ως τωρά», είπε η Χαρίτα για να αλλάξουν κουβέντα και να σταματήσει η κυρία Ελένη να σκέφτεται τα άσχημα όνειρα. Εξάλλου, τούτο το πρωινό η γειτόνισσά της τής φαινόταν κάπως αλλιώτικη. Πιο κουρασμένη από άλλες φορές, λιγάκι χλωμή, σαν κάτι να την πονούσε.

Σηκώθηκε η κυρία Ελένη να ετοιμάσει τον καφέ. Μα δεν πέρασε ένα λεπτό κι ακούστηκε ένας γδούπος από την κουζίνα. Αμέσως οι δυο γυναίκες έτρεξαν προς την κουζίνα και τι να δουν; Η κυρία Ελένη ήταν πεσμένη στο πάτωμα, ξέπνοη, αναίσθητη. Λαχτάρησαν, τους κόπηκε η αναπνοή από τούτο το ξαφνικό θέαμα που αντίκρισαν.

Ευτυχώς, όμως, γρήγορα συνήλθαν κι έβαλαν τις φωνές. Βγήκαν κι άλλες γειτόνισσες στον δρόμο. Η πιο ψύχραιμη τηλεφώνησε αμέσως στις Πρώτες βοήθειες του νοσοκομείου. Σαν έφτασε όμως το ασθενοφόρο, ο γιατρός που ήρθε μαζί μ’ αυτό, διαπίστωσε απλώς τον θάνατό της.

Έτσι, η Μαριλένα έχασε στα έντεκά της χρόνια τη γιαγιά της. Μοναδικό αποκούμπι πια γι’ αυτήν και τον μεγαλύτερο αδελφό της έμεινε ο παππούς. Ανέλαβε αυτή το νοικοκυριό. Τη βοήθησαν βέβαια και οι καλές γειτόνισσες και φίλες της γιαγιάς της, κι έτσι σε λίγα χρόνια έγινε μια πολύ καλή και άξια κοπέλα. Της έλειπε όμως πάντα η γιαγιά της. Αυτή γνώρισε σαν μάμμα της, αυτή την ανάθρεψε. Κάθε στιγμή τη θυμόταν, ό,τι έκανε, ό,τι έλεγε…

Ο παππούς φοβόταν ότι θα πεθάνει και θα τα αφήσει απροστάτευτα στους πέντε δρόμους. Η ανασφάλεια τον έπνιγε. Κυρίως για το κορίτσι. Έτσι, στα δεκάξι της, βρήκε κάποιον και την αρραβώνιασε. Ευτυχώς, βγήκε καλό παιδί.

Η Μαριλένα σήμερα είναι παντρεμένη κι έχει τρία δικά της παιδιά που τα υπεραγαπά και τα παραχαϊδεύει. Είναι μια πολύ ανοικτόκαρδη, ευγενική και δυναμική γυναίκα, με το χαμόγελο στο στόμα, καλότροπη και γλυκύτατη, που σε τίποτα δεν θυμίζει την τραγική ιστορία της.

Ο Θεός όμως επέτρεψε κι άλλη δοκιμασία. Το δεύτερό της παιδί, ένα κορίτσι, γεννήθηκε με ένα σύνδρομο που της προκαλεί μαθησιακές δυσκολίες. Η Μαριλένα το αντιμετωπίζει με γενναιότητα, αξιοπρέπεια, στωικότητα, ψυχραιμία και δεν χάνει την πίστη της στον Θεό. Είναι πολύ περήφανη για τις επιτυχίες της κόρης της, γιατί στο πρόσωπό της βλέπει έναν μικρό Χριστό.

Αυτή την ιστορία μού τη διηγήθηκε σε γενικές γραμμές η ίδια σαν παραμύθι. Το παραμύθι της ζωής της! Συνεχώς, όμως, χαμογελούσε, δεν επιζήτησε τον οίκτο ή τη συμπόνια, γι’ αυτό και είναι μοναδική!".

2 σχόλια:

  1. Διάβασα με ενδιαφέρον την ιστορία σου, αγαπητή Ζήνα. Όμως δεν θα το έλεγα διήγημα. Το διήγημα θέλει πεισσότερη πύκνωση, θέλει άλλου είδους επεξεργασία από ό,τι μια αληθινή ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κίκα μου, σ' ευχαριστώ για την κριτική σου. Έχεις απόλυτο δίκαιο. Είναι μια αληθινή ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε η κοπέλα αυτή, που τη γνώρισα σ' ένα παιδικό πάρτι, κι εγώ απλώς τη μετέφερα στο χαρτί.

    Καλή σου μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή