Ο παππούς μου ο Πανάος, όπως μας έλεγε ο παπάς μου, διάλεξε για τον πρωτογιό του τον Σωκράτη ως σύζυγο την Μαρή, την κόρη του Σιαμπτάνη, του άρχοντα της Πηγής. Και τους έκτισε εκείνο το καλλιμάρμαρο όντως δίπατο σπίτι κοντά στον Σταυρό. Τότε μας φαινόταν παλάτι. Με το μπαλκόνι του, τη γυριστή σκάλα, τα μεγάλα δωμάτια. Τώρα που το έριξαν, γιατί τους ενοχλούσε στη γωνία, το οικόπεδο φαίνεται πολύ μικρό.
Μ’ έπιασε το παράπονο, όταν είδα το άδειο οικόπεδο. Οι χαλαστές του είναι ξένοι, δεν μπορούν ν’ ακούσουν το κλάμα του. Δεν μπορούν να καταλάβουν τη συναισθηματική αξία που έχει για τους οικείους του αυτό το σπίτι. Ούτε ασφαλώς κοπίασαν ούτε δούλεψαν ούτε ξόδεψαν τα λεφτά τους για να το κτίσουν, κι έτσι «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» το κατεδάφισαν...Ούτε καν την αξία του δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν.
Θυμάμαι τη θεία τη Μαρή και τον θείο τον Σωκράτη να κάθονται έξω από το μαγαζί τους, το μικρό μπακάλικο που είχαν στην αριστερή γωνιά του σπιτιού τους. Γι’ αυτούς ο χρόνος κυλούσε αργά, πολύ αργά, νωχελικά. Τυπικό δείγμα ανατολίτη ο θείος μου ο Σωκράτης, με εγκαρτέρηση, στωικότητα, απόλυτη ηρεμία.Λες και δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα. Ο κόσμος να χαλούσε, αυτός με το παντοτινό σφύριγμα στο στόμα, πάντα προσηνής, πράος και χαμογελαστός. Τα μάτια του, σαν χαμογελούσε, γλύκαιναν αφάνταστα και η μορφή του αποκτούσε μια ιλαρότητα.
Λες και είχε την αθωότητα μικρού παιδιού. Εξωτερικά, κατά που λένε, έμοιαζε του παππού μου του Πανάου, ψηλός, ευθυτενής, ευσταλής, μα δεν πήρε καθόλου από τον δυναμισμό εκείνου που είχε το μεγαλύτερο μπακάλικο της περιοχής, όπου έβρισκες τα πάντα… Η χαμηλών τόνων συμπεριφορά, η ψυχραιμία, η αταραξία, φαίνεται ότι κληρονομήθηκαν από τη μητέρα του, την Παναγιώτα του Τουμάτσια η οποία πέθανε πολύ νέα.
Μάλιστα, ο παππούς μου ο Πανάος το 1909 την πήρε με το καράβι και σε γιατρούς στην Αθήνα, αλλά το μοιραίο δεν αποφεύχθηκε για την πλουσιοκόρη του άρχοντα Τουμάτσια την οποία ο παππούς μου ο Πανάος προτίμησε σαν ήταν παλληκάρι να πάρει ως γυναίκα του, παρόλο που όταν μαθήτευε σε έναν έμπορο στη Λευκωσία, αυτός τον προόριζε για γαμπρό του…
Κι έτσι πέθανε νέα η Παναγιώτα κι άφησε πίσω τρία ορφανά: τον Σωκράτη, τη Μαρία και τον Κάκο. Φαίνεται ότι όταν έλειπε η μητέρα τους, τα τρία μωρά έπαιζαν με τη γειτόνισσά τους τη Ζήνα, μια νεαρή κοπέλα που τα πρόσεχε και τα αγαπούσε.
Έτσι, όταν ήρθε η ώρα ο Πανάος να παντρευτεί για δεύτερη φορά για να στήσει ξανά το ρημαγμένο σπιτικό του, προτίμησε να πάρει τη Ζήνα που ήταν μεν μια φτωχή κοπέλα της γειτονιάς του, αλλά τη συνήθισαν και την αγαπούσαν τα παιδιά του. Βεβαίως, να μην ξεχνάμε ότι την πήρε και παιδούλα. Την περνούσε εικοσιδύο χρόνια. Άλλο που δεν ήθελε!
Η θεία μου η Λουλλού μου’ λεγε συχνά ότι ήταν τόσο αγαπημένοι, που πάντα ο παππούς ο Πανάος την είχε στην αγκαλιά του , όταν ξάπλωναν. Κι έκαναν μαζί άλλα έξι παιδιά: τον Αλεξαντρή(την αδυναμία της γιαγιάς, γιατί ήταν φιλάσθενος), τον Άντωνα (τον παπά μου), τον Ττόμα(που πέθανε στην εφηβεία), τον τατά μου τον Μιχαλάκη, τη θεία την Παναγιώτα και τελευταία τη θεία τη Λουλλού.
Κι έγινε το πλουσιόσπιτο του Πανάου η γη της Χαναάν για όλους τους συγγενείς της γιαγιάς της Ζήνας. Όλους τους ψυχοπόρευε. Εκείνο το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που το’φτασα κι εγώ, τάισε κόσμο και ντουνιά, ορφανά ανίψια κι άλλους συγγενείς.
Έτσι, όταν μεγάλωσε ο θείος ο Σωκράτης, ο παππούς μου ο Πανάος, που του είχε αδυναμία, τον προίκισε πλουσιοπάροχα, κι ήλθε κυρά κι αρχόντισσα η θεία η Μαρή στο δίπατο το σπίτι. Ψηλη, ξερακιανή, μα με πολύ μεγάλη, έμφυτη καλοσύνη. Τουλάχιστον εμένα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Τη θυμάμαι, που όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο, της άρεσε να με ανεβάζει στον πάγκο του μαγαζιού τους για να τους απαγγέλλω ποιήματα ή τραγούδια που μου μάθαινε η Σταυρούλα του Σώτηρου. (Θυμάμαι ότι, όταν γύρισε από την Αθήνα η Σταυρούλα, εγώ τη ντρεπόμουν. Κι όταν με ρώτησε η μάμα μου γιατί δεν πάω πια στη Σταυρούλα, της απάντησα ότι τώρα μιλά ευγενικά και ντρέπομαι).
Κι ύστερα, σαν έμαθα να διαβάζω μ’ έβαζε πάλι στον πάγκο για να της διαβάζω εφημερίδα. Με καμάρωνε μα και μου τόνωνε πολύ την αυτοπεποίθηση. Έτσι, φαντάζομαι θα’ νιωθε κάθε παιδί που το θαυμάζουν για ένα χάρισμα που έχει. Μάλιστα, τόση ήταν η περηφάνια της, που καλούσε και τους περαστικούς να με ακούσουν, κι εγώ έδινα κανονική παράσταση. Άλλο που δεν ήθελα, «φιλοθεάμον κοινό». Από τότε μου’ μεινε το κουσούρι…Κι ο θείος μου ο Σωκράτης να χαίρεται σαν μικρό παιδί και να γελά άδολα…Γι’ αυτό τους αγαπούσα τόσο πολύ.
Δεν τους χάρισε ο Θεός παιδιά, μα οι δυο τους ήταν απόλυτα ταιριασμένοι. Γνήσιοι ανατολίτες, ποτέ δεν βιαζόντουσαν. Το μεσημέρι έκλειναν το μαγαζί τους, έτρωγαν κι ανέβαιναν τη μεγαλοπρεπή σκάλα για το ανώι τους που είχε τον κεντρικό ηλιακό με το μπαλκόνι του δρόμου και δύο δωμάτια δεξιά και αριστερά.
Η μεσημεριανή σιέστα απαραίτητη στη δροσιά του ανωγιού. Και το απόγευμα κάθονταν έξω στο πεζοδρόμιο… Ζωή ήσυχη, χαρισάμενη, χωρίς άγχος και σκοτούρες. Με μεγαθυμία και ιλαρότητα. Χωρίς περιττές ανάγκες. Ευφορία αυτάρκειας, όπως λέει και σ’ ένα εξαίσιο ποίημά της η κ. Παρασκευά. Και βέβαια «δόξα τω θεώ». Οι συγγενείς τους φρόντιζαν για τις ανάγκες τους.
Μου φαίνεται ότι αν δεν γινόταν η εισβολή, θα ζούσαν και οι δυο μέχρι τα βαθιά γεράματα μαζί ευτυχισμένοι. Σαν φύγαμε από το Λευκόνοικο, τους βρήκαμε στην Πηγή και τους παρακαλούσαμε να τους πάρουμε μαζί μας, όμως δεν θέλησαν να φύγουν. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε! Έμειναν εγκλωβισμένοι. Τους πήραν στη Γύψου και μετά στον Μαραθόβουνο…
Η θεία Μαρή δεν άντεξε την πείνα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, την πρόδωσε. Σιχαινόταν να τρώει αυτά που τους έδιναν, κι έτσι πέθανε από ασιτία. Εξαντλήθηκε. Την έριξαν σ’ ένα χαντάκι, την ώρα που ψυχορραγούσε κι έφυγαν, μονολογούσε ο θείος ο Σωκράτης. Δεν ήξερε πού την πήγαν, πού την έθαψαν… Τραγικό το τέλος της, αλήθεια! Πόσο την πόνεσα τη θεία τη Μαρή για τούτη τη δραματική κατάληξη της ζωής της! Άλλη μια τραγωδία. Πέθανε μόνη κι αβοήθητη, σαν το σκυλί στον κάμπο. Χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Αυτό είναι το πρόσωπο της κυπριακής τραγωδίας.
Ο θείος ο Σωκράτης έζησε κι άλλα χρόνια από δω, μόνος του στο Πεντάκωμο, σ’ ένα σπίτι τούρκικο που σε τίποτα δεν θύμιζε το αρχοντικό του. Μέχρι το τέλος της ζωής του υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο και λαχταρούσε το Λευκόνοικο. Πάντα «δόξα τω Θεώ». Όμως, του έλειπε η Μαρή του, ζούσε με τη θύμησή της στη μοναξιά του. Οι εφιάλτες θα τον στοίχειωναν τα βράδια. Οι τελευταίες εικόνες της…Όμως, ποτέ δεν βαρυγκόμησε, ποτέ δεν παραπονέθηκε για τις συνθήκες της ζωής του, για την περιπέτειά του, για «την τροπή των πραγμάτων στο αντίθετο».
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη σαν μας έβλεπε. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί κι έτρεχε να μας περιποιηθεί. Με στωικότητα και γλυκύτητα στο πρόσωπο. Μα σαν μιλούσε για τη θεία τη Μαρή
πικραινόταν. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν η οδύνη… Μ’ αυτόν τον καημό κίνησε να τη βρει…
Αυτή είναι η ιστορία της θείας μου της Μαρής και του θείου μου του Σωκράτη. Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές τους! Εμείς, όσο ζούμε, θα τους θυμόμαστε και θα τους μακαρίζουμε.
Μ’ έπιασε το παράπονο, όταν είδα το άδειο οικόπεδο. Οι χαλαστές του είναι ξένοι, δεν μπορούν ν’ ακούσουν το κλάμα του. Δεν μπορούν να καταλάβουν τη συναισθηματική αξία που έχει για τους οικείους του αυτό το σπίτι. Ούτε ασφαλώς κοπίασαν ούτε δούλεψαν ούτε ξόδεψαν τα λεφτά τους για να το κτίσουν, κι έτσι «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» το κατεδάφισαν...Ούτε καν την αξία του δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν.
Θυμάμαι τη θεία τη Μαρή και τον θείο τον Σωκράτη να κάθονται έξω από το μαγαζί τους, το μικρό μπακάλικο που είχαν στην αριστερή γωνιά του σπιτιού τους. Γι’ αυτούς ο χρόνος κυλούσε αργά, πολύ αργά, νωχελικά. Τυπικό δείγμα ανατολίτη ο θείος μου ο Σωκράτης, με εγκαρτέρηση, στωικότητα, απόλυτη ηρεμία.Λες και δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα. Ο κόσμος να χαλούσε, αυτός με το παντοτινό σφύριγμα στο στόμα, πάντα προσηνής, πράος και χαμογελαστός. Τα μάτια του, σαν χαμογελούσε, γλύκαιναν αφάνταστα και η μορφή του αποκτούσε μια ιλαρότητα.
Λες και είχε την αθωότητα μικρού παιδιού. Εξωτερικά, κατά που λένε, έμοιαζε του παππού μου του Πανάου, ψηλός, ευθυτενής, ευσταλής, μα δεν πήρε καθόλου από τον δυναμισμό εκείνου που είχε το μεγαλύτερο μπακάλικο της περιοχής, όπου έβρισκες τα πάντα… Η χαμηλών τόνων συμπεριφορά, η ψυχραιμία, η αταραξία, φαίνεται ότι κληρονομήθηκαν από τη μητέρα του, την Παναγιώτα του Τουμάτσια η οποία πέθανε πολύ νέα.
Μάλιστα, ο παππούς μου ο Πανάος το 1909 την πήρε με το καράβι και σε γιατρούς στην Αθήνα, αλλά το μοιραίο δεν αποφεύχθηκε για την πλουσιοκόρη του άρχοντα Τουμάτσια την οποία ο παππούς μου ο Πανάος προτίμησε σαν ήταν παλληκάρι να πάρει ως γυναίκα του, παρόλο που όταν μαθήτευε σε έναν έμπορο στη Λευκωσία, αυτός τον προόριζε για γαμπρό του…
Κι έτσι πέθανε νέα η Παναγιώτα κι άφησε πίσω τρία ορφανά: τον Σωκράτη, τη Μαρία και τον Κάκο. Φαίνεται ότι όταν έλειπε η μητέρα τους, τα τρία μωρά έπαιζαν με τη γειτόνισσά τους τη Ζήνα, μια νεαρή κοπέλα που τα πρόσεχε και τα αγαπούσε.
Έτσι, όταν ήρθε η ώρα ο Πανάος να παντρευτεί για δεύτερη φορά για να στήσει ξανά το ρημαγμένο σπιτικό του, προτίμησε να πάρει τη Ζήνα που ήταν μεν μια φτωχή κοπέλα της γειτονιάς του, αλλά τη συνήθισαν και την αγαπούσαν τα παιδιά του. Βεβαίως, να μην ξεχνάμε ότι την πήρε και παιδούλα. Την περνούσε εικοσιδύο χρόνια. Άλλο που δεν ήθελε!
Η θεία μου η Λουλλού μου’ λεγε συχνά ότι ήταν τόσο αγαπημένοι, που πάντα ο παππούς ο Πανάος την είχε στην αγκαλιά του , όταν ξάπλωναν. Κι έκαναν μαζί άλλα έξι παιδιά: τον Αλεξαντρή(την αδυναμία της γιαγιάς, γιατί ήταν φιλάσθενος), τον Άντωνα (τον παπά μου), τον Ττόμα(που πέθανε στην εφηβεία), τον τατά μου τον Μιχαλάκη, τη θεία την Παναγιώτα και τελευταία τη θεία τη Λουλλού.
Κι έγινε το πλουσιόσπιτο του Πανάου η γη της Χαναάν για όλους τους συγγενείς της γιαγιάς της Ζήνας. Όλους τους ψυχοπόρευε. Εκείνο το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που το’φτασα κι εγώ, τάισε κόσμο και ντουνιά, ορφανά ανίψια κι άλλους συγγενείς.
Έτσι, όταν μεγάλωσε ο θείος ο Σωκράτης, ο παππούς μου ο Πανάος, που του είχε αδυναμία, τον προίκισε πλουσιοπάροχα, κι ήλθε κυρά κι αρχόντισσα η θεία η Μαρή στο δίπατο το σπίτι. Ψηλη, ξερακιανή, μα με πολύ μεγάλη, έμφυτη καλοσύνη. Τουλάχιστον εμένα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Τη θυμάμαι, που όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο, της άρεσε να με ανεβάζει στον πάγκο του μαγαζιού τους για να τους απαγγέλλω ποιήματα ή τραγούδια που μου μάθαινε η Σταυρούλα του Σώτηρου. (Θυμάμαι ότι, όταν γύρισε από την Αθήνα η Σταυρούλα, εγώ τη ντρεπόμουν. Κι όταν με ρώτησε η μάμα μου γιατί δεν πάω πια στη Σταυρούλα, της απάντησα ότι τώρα μιλά ευγενικά και ντρέπομαι).
Κι ύστερα, σαν έμαθα να διαβάζω μ’ έβαζε πάλι στον πάγκο για να της διαβάζω εφημερίδα. Με καμάρωνε μα και μου τόνωνε πολύ την αυτοπεποίθηση. Έτσι, φαντάζομαι θα’ νιωθε κάθε παιδί που το θαυμάζουν για ένα χάρισμα που έχει. Μάλιστα, τόση ήταν η περηφάνια της, που καλούσε και τους περαστικούς να με ακούσουν, κι εγώ έδινα κανονική παράσταση. Άλλο που δεν ήθελα, «φιλοθεάμον κοινό». Από τότε μου’ μεινε το κουσούρι…Κι ο θείος μου ο Σωκράτης να χαίρεται σαν μικρό παιδί και να γελά άδολα…Γι’ αυτό τους αγαπούσα τόσο πολύ.
Δεν τους χάρισε ο Θεός παιδιά, μα οι δυο τους ήταν απόλυτα ταιριασμένοι. Γνήσιοι ανατολίτες, ποτέ δεν βιαζόντουσαν. Το μεσημέρι έκλειναν το μαγαζί τους, έτρωγαν κι ανέβαιναν τη μεγαλοπρεπή σκάλα για το ανώι τους που είχε τον κεντρικό ηλιακό με το μπαλκόνι του δρόμου και δύο δωμάτια δεξιά και αριστερά.
Η μεσημεριανή σιέστα απαραίτητη στη δροσιά του ανωγιού. Και το απόγευμα κάθονταν έξω στο πεζοδρόμιο… Ζωή ήσυχη, χαρισάμενη, χωρίς άγχος και σκοτούρες. Με μεγαθυμία και ιλαρότητα. Χωρίς περιττές ανάγκες. Ευφορία αυτάρκειας, όπως λέει και σ’ ένα εξαίσιο ποίημά της η κ. Παρασκευά. Και βέβαια «δόξα τω θεώ». Οι συγγενείς τους φρόντιζαν για τις ανάγκες τους.
Μου φαίνεται ότι αν δεν γινόταν η εισβολή, θα ζούσαν και οι δυο μέχρι τα βαθιά γεράματα μαζί ευτυχισμένοι. Σαν φύγαμε από το Λευκόνοικο, τους βρήκαμε στην Πηγή και τους παρακαλούσαμε να τους πάρουμε μαζί μας, όμως δεν θέλησαν να φύγουν. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε! Έμειναν εγκλωβισμένοι. Τους πήραν στη Γύψου και μετά στον Μαραθόβουνο…
Η θεία Μαρή δεν άντεξε την πείνα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, την πρόδωσε. Σιχαινόταν να τρώει αυτά που τους έδιναν, κι έτσι πέθανε από ασιτία. Εξαντλήθηκε. Την έριξαν σ’ ένα χαντάκι, την ώρα που ψυχορραγούσε κι έφυγαν, μονολογούσε ο θείος ο Σωκράτης. Δεν ήξερε πού την πήγαν, πού την έθαψαν… Τραγικό το τέλος της, αλήθεια! Πόσο την πόνεσα τη θεία τη Μαρή για τούτη τη δραματική κατάληξη της ζωής της! Άλλη μια τραγωδία. Πέθανε μόνη κι αβοήθητη, σαν το σκυλί στον κάμπο. Χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Αυτό είναι το πρόσωπο της κυπριακής τραγωδίας.
Ο θείος ο Σωκράτης έζησε κι άλλα χρόνια από δω, μόνος του στο Πεντάκωμο, σ’ ένα σπίτι τούρκικο που σε τίποτα δεν θύμιζε το αρχοντικό του. Μέχρι το τέλος της ζωής του υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο και λαχταρούσε το Λευκόνοικο. Πάντα «δόξα τω Θεώ». Όμως, του έλειπε η Μαρή του, ζούσε με τη θύμησή της στη μοναξιά του. Οι εφιάλτες θα τον στοίχειωναν τα βράδια. Οι τελευταίες εικόνες της…Όμως, ποτέ δεν βαρυγκόμησε, ποτέ δεν παραπονέθηκε για τις συνθήκες της ζωής του, για την περιπέτειά του, για «την τροπή των πραγμάτων στο αντίθετο».
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη σαν μας έβλεπε. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί κι έτρεχε να μας περιποιηθεί. Με στωικότητα και γλυκύτητα στο πρόσωπο. Μα σαν μιλούσε για τη θεία τη Μαρή
πικραινόταν. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν η οδύνη… Μ’ αυτόν τον καημό κίνησε να τη βρει…
Αυτή είναι η ιστορία της θείας μου της Μαρής και του θείου μου του Σωκράτη. Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές τους! Εμείς, όσο ζούμε, θα τους θυμόμαστε και θα τους μακαρίζουμε.
Ζήνα μου, πολύ ωραίο κείμενο. Το ξέρεις ότι με το υλικό αυτό θα μποροπύσες να γράψεις μυθιστόρημα;
ΑπάντησηΔιαγραφή