Γιώργου Μιχαηλίδη
Άγιοι Έρωτες
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις του Αυγούστου
2000
Τα «Μεγάλα Χρόνια»
του Ελληνισμού ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια των
Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο Ελληνισμός, κάτω από τη φωτισμένη καθοδήγηση του Ελευθέριου
Βενιζέλου, μεγαλούργησε και προχώρησε ακάθεκτος στην υλοποίηση του οράματος των
«δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό
αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού.
«Αυτή η απηύδηση
από αδικίες και κατατρεγμό που μοιάζει να είναι το πεπρωμένο του ελληνικού λαού
από τις απαρχές της Ιστορίας ως σήμερα, είναι ο καημός της Ρωμιοσύνης». Γιώργος
Σεφέρης
Κέντρο της αφήγησης αυτού του μυθιστορήματος του Γιώργου
Μιχαηλίδη είναι η Ιστορία, που τη χαρακτηρίζει «ως τέναγος που μέσα του βυθίζονται ζωές, ακόμη και έθνη, που προχωρά με
άπειρες μεταμφιέσεις και
μεταμορφώσεις». Η Ιστορία και οι Άνθρωποι. Οι άνθρωποι με τις λαχτάρες και
τους πόθους τους, τα πάθη και τους έρωτές τους, τις ατυχίες και τους καημούς
τους, τα βάσανα και τις οδύνες τους.
Για να γράψει αυτό το μυθιστόρημα, ο συγγραφέας ταξίδεψε,
όπως αναφέρει στον πρόλογό του, πολύ, επισκέφθηκε τους τόπους που έζησαν ή
πολέμησαν οι ήρωές του, διάβασε βιβλία και αφηγήσεις, έσκυψε πάνω από
σκονισμένες φωτογραφίες… Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε επτά μέρη: Φωτεινή, η
κεντρική ηρωίδα γύρω από την οποία υφαίνεται ο καμβάς της ιστορίας μας, η
οικογένεια Ζυγομαλά, Οδησσός, Ο πόλεμος, η μάχη της Αετοράχης, Η μεγάλη χίμαιρα,
και Ένα φάντασμα πλανιέται επάνω από την Ευρώπη.
Η αφηγηματική τεχνική στο έργο «Άγιοι Έρωτες» του Γιώργου
Μιχαηλίδη έχει ως πρώτο χαρακτηριστικό της ότι υπάρχουν δύο αφηγητές που ο ένας
δίνει τη σκυτάλη στον άλλο: Ο Αντρέας Σταφυλοπάτης και ο Περικλής Ζυγομαλάς που
συμπληρώνει ο ένας τον άλλο. Και οι δύο είναι πρωτοπρόσωποι αφηγητές, που
επειδή συμμετέχουν και στα γεγονότα ως βασικοί πρωταγωνιστές λέγονται και
«ομοδιηγητικοί».
Ταυτόχρονα, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δίνει τη θέση του
στον τριτοπρόσωπο, παντογνώστη αφηγητή, με εσωτερική εστίαση, αφού γνωρίζει
όχι μόνο τα εξωτερικά γεγονότα μα και
τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του. Δεν λείπουν, βέβαια, σε
όλο το μυθιστόρημα και οι κορυφώσεις, η ένταση, η τραγικότητα.
Κεντρική ηρωίδα με την οποία ξεκινά και το μυθιστόρημα
είναι η Φωτεινή, ένα ορφανό, ντελικάτο κοριτσάκι, που αρνείται να υποταχτεί στη
μοίρα του και, σαν τον Δαμιανό στην «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά, θέλει «να μάθει
γράμματα». Η φιλομάθειά της θα τη συνοδεύει σε όλη τη ζωή της και, όταν, θα
ευλογηθεί με πλούτο, θα αποκτήσει μια από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες
βιβλιοθήκες για τις σλαβικές γλώσσες, στην οποία θα αφήσει διαχειριστή τον
Περικλή Ζυγομαλά.
Στα δεκαπέντε της θα συναντηθεί με τον Αντρέα Σταφυλοπάτη,
έναν «περατή», όπως λέγονταν τότε εκείνοι που οδηγούσαν τα καραβάνια όσων θα
ξενιτεύονταν από την Ελλάδα για τις χώρες της Ευρώπης, αλλά το καραβάνι θα
αποδεκατιστεί από Βούλγαρους κομιτατζήδες, την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα,
λόγω ενός προδότη που περίμεναν να τους προστατεύσει στο ταξίδι τους… Θα
γλυτώσουν μόνο η Φωτεινή, ο Αντρέας και ο Δήμος Κρανιάς, ένα μεγάλο παλληκάρι.
Ο Αντρέας και η Φωτεινή, ερωτευμένοι, θα καταλήξουν στην
Οδησσό, όπου η Θεία Πρόνοια και ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι που έφεραν οι πέντε
ανύπαντρες αδελφές του από την Ήπειρο, θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν το δικό
τους οινοποιείο. Έτσι, ο Αντρέας θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους
της πόλης, ενώ η Φωτεινή θα συνεχίσει τη μόρφωσή της και θα γίνει μια
πανέμορφη, δραστήρια και φιλάνθρωπη κυρία, κυρίως, μετά από τέσσερα χρόνια,
μόλις άρχισε ο Α΄Βαλκανικός Πόλεμος το 1912 και ο Αντρέας μαζί με άλλους
εθελοντές θα κατέβει στην Ελλάδα για να πολεμήσει τους Τούρκους, μα ενδόμυχα
ήθελε να εκδικηθεί τους Βουλγάρους για το κακό που του έκαναν.
Στον πόλεμο ο Αντρέας θα συναντηθεί με τον αδελφό της
Φωτεινής, τον Γεράσιμο Λένη, που είναι βοηθός του υπιάτρου του ελληνικού
στρατού Περικλή Ζυγομαλά, γιου του πλουσιότερου τραπεζίτη της εποχής από την
Πόλη, του Αμβρόσιου Ζυγομαλά. Σε όλες τις μάχες ο Γεράσιμος προστατεύει τον
Αντρέα Σταφυλοπάτη, γιατί του έγραψε η αδελφή του και του άφησε ευχή και κατάρα
να της τον κρατήσει ζωντανό.
Ο συγγραφέας
περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο τις μάχες, τις κακουχίες, τα κρυοπαγήματα,
το κόψιμο ποδιών, τους νεκρούς, τη γενναιότητα των απλών φαντάρων, μα και την
προκλητική αδιαφορία των ανωτέρων τους. Απομυθοποιούνται, εξάλλου, πολλά
πρόσωπα και γεγονότα, ενώ σε πολλά σημεία υπάρχει η ειρωνεία και ο σαρκασμός. Ο
αναγνώστης νιώθει ένα ρίγος από τη φρίκη του πολέμου και τις σκηνές
αλλοφροσύνης.
Ταυτόχρονα, όμως, νιώθει και μεγάλη εθνική περηφάνια, όταν, μετά
από 482 χρόνια σκλαβιάς, η Θεσσαλονίκη επιτέλους απελευθερώνεται.
«Η Θεσσαλονίκη,
που έφτασε κάποτε να διεκδικήσει και τη θέση της Βασιλεύουσας, ήταν πάντα στην
Ιστορία όλης της Μακεδονίας, «πρωτεύουσα και μήτηρ». Ευανδρής και περηφανής,
των άλλων υπερτερούσα ασυγκρίτως, η πάνυ λαμπρόν φαίνουσα από ουρανόν, η
μεγίστη και πολυάνθρωπος, η πρεσβυτάτη και λαμπροτάτη, η Θεόσωστος, η
μαρτυροφύλακτος και αγιοφύλακτος πόλις, η αρχαιοτέρα της Κωνσταντινουπόλεως, η
έχουσα τα πρεσβεία απέναντι στη Βασιλεύουσα, αυτή τη Θεσσαλονίκη ο Βενιζέλος
αγωνιούσε να ξαναδώσει στην Ελλάδα, και ο Κωνσταντίνος ανιστόρητος, ξένος,
προτιμούσε τη Φλώρινα και το Μοναστήρι».
Στις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση, ο υπίατρος Περικλής
Ζυγομαλάς ερωτεύεται κεραυνοβόλα την κυρία Αριστέα Στράγγελ, που ήταν σύζυγος
αξιωματικού που ανήκε στον κύκλο του διάδοχου Κωνσταντίνου, και αυτή, βέβαια,
θα τον αγαπήσει παράφορα, γιατί ήταν πολύ δυστυχισμένη στον γάμο της, αφού την
εξανάγκασαν οι δικοί της να τον κάμει για να αποφύγουν την οικονομική
καταστροφή.
Στο τέλος του
μυθιστορήματος αναφέρεται και η επιστράτευση που έγινε στην Οδησσό με την
έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και οι σοσιαλιστικές ιδέες που άρχισαν
να κυκλοφορούν και στην Αθήνα.
Συμπερασματικά, σ’ αυτό το μυθιστόρημα, οι ήρωες μέσα στη
δίνη του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα
συναντηθούν και «θα ανακαλύψουν αλήθειες, θα προκαλέσουν τη μοίρα τους και θα
ζήσουν Άγιους Έρωτες. Γιατί Άγιος είναι ο έρωτας των ανθρώπων για την πατρίδα,
για τη γνώση, για την αξιοπρέπεια, για τους άλλους ανθρώπους, για την ίδια τη
ζωή».
Αναμφίβολα, μου άρεσε το μυθιστόρημα «Άγιοι Έρωτες» του
Γιώργου Μιχαηλίδη, γιατί πρωτίστως λατρεύω την Ιστορία. Ο συγγραφέας, όμως,
καταφέρνει να συγκεράσει τα ιστορικά γεγονότα, με ένα πολυπρόσωπο έργο, με
ρέουσα αφήγηση, με ζωντανούς διαλόγους, με εσωτερικούς μονολόγους, με πολλά
πρωτότυπα στοιχεία, ενώ κυριαρχεί και το ερωτικό στοιχείο, που τις πιο πολλές
φορές είναι αγνό και ευλογημένο.
Βεβαίως, δεν φωτίζει όλους τους χαρακτήρες το ίδιο,
κάποιοι, όπως η Φωτεινή και ο Ανδρέας ή ο Περικλής, αναλύονται διεξοδικά, έχουν
υπόσταση, γίνονται οικεία πρόσωπα, φαίνονται συμπαγή και ολοκληρωμένα. Κάποιοι
άλλοι, μπορώ να πω, χαρακτήρες είναι πολύ επίπεδοι, μονοδιάστατοι, δεν
αναλύονται όσο θα χρειαζόταν για να τους κατανοήσουμε.
Επιπρόσθετα, στο τέλος, σαν να κάνει διαφήμιση μιας
ιδεολογίας που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όλη την εθνική μεταρσίωση που μας
έκανε να νιώσουμε με τους Βαλκανικούς Πολέμους!
ΘΑ ηθελα να το διαβασω αυτο το βιβλιο.....αν μπορειτε να πητε απο που θα το αγορασω ... Μαρια Ζυγομαλα
ΑπάντησηΔιαγραφή