Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ο Μύθος της Γαλάτειας

Παρουσίαση Βιβλίου

Βασιλικής Κουρέα Σκουτελά
«Ο μύθος της Γαλάτειας»
Λευκωσία 2013




Νιώθω συγκίνηση, γιατί γι’ άλλη μια φορά θα παρουσιάσω μυθιστόρημα της αγαπημένης μου συναδέλφου Βασιλικής Σκουτελά. Η Βασιλική, μετά το πρώτο της μυθιστόρημα «Τότε που δάκρυσε το δέντρο», επανέρχεται με το μυθιστόρημα «Ο  μύθος της Γαλάτειας».
Γι’ άλλη μια φορά ανασκαλεύει στο παρελθόν και μας αφηγείται μια πραγματική ιστορία. Μιας γυναίκας που γνώρισε στα παιδικά της χρόνια στον Καλοπαναγιώτη, μιας γυναίκας που έγινε θρύλος στην εποχή της, αφού μέχρι και ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Φαρούκ υπέκυψε στη γοητεία και τα κάλλη της.
Μιας γυναίκας που βίωσε στη ζωή της την Περιπέτεια, με την αριστοτελική έννοια του όρου. Μιας γυναίκας που η ζωή της διαγράφει Κυκλική πορεία, αφού αρχίζει και τελειώνει στον Καλοπαναγιώτη μέσα στη στέρηση και την ανέχεια.
Με το μυθιστόρημά της αυτό η συγγραφέας μάς μεταφέρει από τον Καλοπαναγιώτη, στη Βάσα Κοιλανίου, στη Λευκωσία, στην Πάφο, στον Ξερό κ.ά, όπου διαδραματίζεται η ιστορία που πραγματεύεται. Η ιστορία μιας φτωχής ορφανής κοπελίτσας, που ο πατέρας με τη μητριά της, μη μπορώντας να θρέψουν όλα τα παιδιά τους, την έστειλαν να βοηθά τη θεία της, που ήταν παντρεμένη στη Βάσα Κοιλανίου με έναν πλούσιο. Εκεί, το κοριτσάκι βιώνει, από το πρώτο κιόλας βράδυ, τον εξευτελισμό και την ατίμωση από τον ίδιο τον θείο της, ενώ η θεία της τη μεταχειρίζεται σαν δουλικό.
Η συγγραφέας ξεκινά με την τεχνική in medias res, στη μέση των πραγμάτων, όπως θυμάται τη Γαλάτεια η ίδια στο χωριό της, όταν είχε γίνει σκιά του αλλοτινού εαυτού της, κι ύστερα, κάνοντας αναδρομή στο παρελθόν, ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, με χρονολογική σειρά, και αφηγείται την ιστορία της με γλαφυρότητα, τρυφερότητα, αγάπη. Την αγαπά πολύ, όπως φαίνεται, η συγγραφέας μας την κεντρική ηρωίδα της, της οποίας, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, ήταν η γραμματέας της.
«Ήμουν η γραμματέας της! Ακούω ακόμα τη φωνή της στ’ αυτιά μου. «Κορού, ε κορού…». Πρόβαλλα στην πόρτα και την έβλεπα που στεκόταν στη γωνιά της μεγάλης της αυλής. Άπλωνε το χέρι και μου έκανε νόημα. «Έλα που σε θέλω!...».
Την αγαπούσα, παρά την ιδιορρυθμία και τις λόξες της, και δεν της χαλούσα χατίρι! Έτρεχα σε ό,τι ήθελε να την εξυπηρετήσω. Ανέβαινα ασθμαίνοντας τα σκαλοπάτια. «Τι θέλεις;»
«Γράμμα! Να μου γράψεις γράμμα! Άργησε πάλι εκείνος ο καταραμένος να μου στείλει τα λεφτά».
Τον καταραμένο δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου! Εξάλλου, ήμουν αγέννητη, όταν χώρισαν. Μάλλον ήταν σε διάσταση. Δεν τον χώρισε, επειδή ήθελε να τον εκδικηθεί, που εκείνος συζούσε με τη φιλενάδα. Δεν του έδινε διαζύγιο, για να την έχει τη βρόμα του αστεφάνωτη και το νόθο να παραμείνει για πάντα με τη ρετσινιά του μπάσταρδου!».
Γύρω από την κεντρική ηρωίδα κινούνται πλήθος ηρώων, χαρακτηριστικών τύπων της κυπριακής υπαίθρου μα και της πόλης, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με αυτήν. Η Γαλάτεια είναι μια ηρωίδα που κινείται από τη φτώχεια στα μεγαλεία, από τα ταπεινά χαμόσπιτα στα αριστοκρατικά ξενοδοχεία, από την καταφρόνια στον θαυμασμό και τη μεγαλοψυχία. Ήταν όμως πάντοτε δυναμική, εύστροφη, δραστήρια, εργατική, με αφάνταστο μεγαλείο ψυχής, με πείσμα και επιμονή.
Η Βασιλική Σκουτελά διαζωγραφίζει τη ζωή στην Κύπρο στις αρχές του περασμένου αιώνα, τις αντιλήψεις, τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες, τα καλά κρυμμένα μυστικά, τις σχέσεις αφεντάδων και εργατών, την αδικία και την εκμετάλλευση, τα κοινωνικά δράματα, τη ληστεία, με τη μεταμόρφωση του περιβόητου ληστή Ζαχαρία, και τόσα άλλα.
Κάποια στιγμή, η Γαλάτεια κατάφερε να το σκάσει από το σπίτι της θείας της και να γυρίσει πίσω στο χωριό της. Εκεί, τη γνώρισε και την αγάπησε ένας  πλούσιος από τον Ξερό, κλέβοντάς την τη μέρα του γάμου της με έναν Καζαφανιώτη.
«Γιατί μου το έκαμε αυτό η Γαλατού; Γιατί μου έκανε τέτοιο κακό;» ψιθύριζε ο παρ’ ολίγον γαμπρός. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Και τώρα την αγαπώ. Όποτε επιστρέψει θα τη συγχωρέσω και θα την παντρευτώ… Ό,τι και να έκανε, με όποιον κι αν επήγε!».
«Σκάσε, βλάκα,» τον αποπήρε ο κύρης του. «Πάρτε τα δώρα που φέραμε και τα κιβώτια με τα παστέλια κι ανεβάτε στα γαϊδούρια να φύγουμε»…
«Μα την αγαπώ! Είναι πολύ όμορφη!».
«Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα! Θαρρείς πως κι η ομορφιά τρώγεται με το κουτάλι! Μπρος, πάμε στο χωριό μας!».
Και τράβηξαν απογοητευμένοι για το Καζάφανι…»
Η οικογένεια με τα καμώματα της Γαλατούς ντροπιάστηκε. Η Γαλάτεια, όμως, έγινε μεγάλη και τρανή στον Ξερό. Απέκτησε και δικό της κατάστημα που είχε πολλή πελατεία. Στην αρχή του γάμου τους ζούσαν ζωή παραμυθένια.
«Κι εκείνη ένιωθε ευτυχισμένη, δεν το είχε μετανιώσει ποτέ που κλέφτηκε μαζί του. Τον αγαπούσε, άσχετα αν στην ομορφιά δεν έφτανε τον Καζαφανιώτη, ούτε στο μικρό του δακτυλάκι… Μα τι να πεις… Αισθήματα είναι αυτά, δεν μπορείς να τα ελέγξεις και να τα καθοδηγήσεις…»
Μόλις πέρασε, όμως, ο πρώτος καιρός ο άντρας της άρχισε να στραβοκοιτά.
«Η Γαλάτεια τον αγαπούσε με πάθος, γιατί της πρόσφερε μια ζωή παραμυθένια, που ούτε στα όνειρά της δεν μπορούσε να φανταστεί. Ό,τι ήθελε το είχε στα πόδια της, μα κι αυτή δεν ήταν αχάριστη. Ευγνωμονούσε την οικογένεια Λαζαρίδη κι έκανε ό,τι μπορούσε να τους βοηθήσει στις επιχειρήσεις τους…
Αγάπες, αγάπες με τον Αντρόνικο, μα κάτι άρχισε να ψιλλιάζεται με τον καιρό. Δεν είχε, όμως, αποδείξεις… Λες κι είχε δίκαιο η Ευδοκία που της είπε κάποτε πως ο Λαζαρίδης δεν θα ξεκόψει από τις γυναίκες;».
Ένα Σαββατοκυρίακο βρίσκονται στο Βερεγγάρια, το διάσημο ξενοδοχείο στον Πρόδρομο, που τότε ήταν στις δόξες του. Εκεί στέφεται ως «Βασίλισσα Βερεγγάρια», και καταγοητεύει και τον βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ που έκανε τις διακοπές του στο ξενοδοχείο. Μέχρι και στην Αίγυπτο ταξιδεύει για τις δουλειές της. Ο Φαρούκ την παρακαλεί να γίνει γυναίκα του, αλλά αυτή είναι πιστή στον άντρα της.
Μια μέρα, τον αναζήτησε και τον βρήκε στην αποθήκη με τη φιλενάδα. Από τότε άλλαξαν όλα. Έχασε κάθε όρεξη για δουλειά.
« Η θλίψη ήταν πια μόνιμη στα μάτια και στην ψυχή της… Μέσα στην απελπισία της εμφανίστηκε μια μέρα στο Ξερό και ο Καζαφανιώτης.
«Εσύ μας έλειπες. Τι θέλεις πάλι;»
«Άκουσα ότι αποσύρθηκες από τις επιχειρήσεις σου. Λυπήθηκα γι’ αυτό. Τι σου συμβαίνει, αλήθεια; Είναι σωστά τα όσα ακούω για σένα; Έμαθα ότι ο Λαζαρίδης έκανε φιλενάδα… Έλα σε μένα, Γαλατού μου, σε παρακαλώ! Βλέπεις, εγώ τόσα χρόνια δεν παντρεύτηκα, δεν έκανα οικογένεια και η αγάπη μου για σένα είναι πιο μεγάλη από πριν… Σε αγαπώ, Γαλατού μου, σε αγαπώ…».
«Εγώ, όμως, δε σε αγαπώ, Καζαφανιώτη, δε σε αγάπησα ποτέ… Μόνο τον άντρα μου αγαπώ… Στρίψε και φύγε!».
Η Γαλάτεια φρόντισε να εξασφαλίσει τους δυο γιους της, από τον φόβο της μήπως του πατέρα τους του φάνε την περιουσία οι φιλενάδες. Γι’ αυτό, όταν την έδιωξε ο άντρας της από το σπίτι, για να πάει η φιλενάδα, έμεινε επί ξύλου κρεμάμενη. Ζούσε στο σπίτι του πατέρα της στον Καλοπαναγιώτη.
Αυτή είναι η ιστορία της Γαλάτειας, της γυναίκας που από δουλικό έγινε κυρά κι αρχόντισσα, ενέπνευσε μεγάλους έρωτες, έστειλε στην κρεμάλα τον Καζαφανιώτη, για απόπειρα φόνου του συζύγου της, και στο τέλος κατάντησε μια δυσκίνητη γριά, με πολύ μίσος στην ψυχή της για τον άντρα της που την έφερε σ’ αυτή τη θέση.
Η Γαλάτεια είναι μια τραγική ηρωίδα που αγάπησε  λάθος άνθρωπο και δυστύχησε, ενώ μπορούσε να γίνει πολύ ευτυχισμένη με τον Καζαφανιώτη που τη λάτρευε! Είναι μια γυναίκα που βίωσε την απώλεια της μητέρας, την αναλγησία της μητριάς, τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειάς της, τη συναισθηματική ένδεια, τον μεγάλο έρωτα, τα μεγαλεία, τα πλούτη, την απιστία, τον ξεπεσμό.

Επιλογικά, απόλαυσα το νέο μυθιστόρημα της καλής μου φίλης Βασιλικής Σκουτελά «Ο μύθος της Γαλάτειας» που συγκλονίζει με την πλοκή του, τους ζωντανούς ρεαλιστικούς διαλόγους του, τις περιπέτειες και τις αναγνωρίσεις, τα αναπάντεχα συμβάντα, τους έρωτές του, τα μηνύματα που εκπέμπει. Είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές κάθε αναγνώστη, γιατί η συγγραφέας ως παντογνώστης αφηγητής μας παρουσιάζει και τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου