Λειτουργία στον Σωτήρα μας στο
Λευκόνοικο
Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου 2015
Της Ζήνας Λυσάνδρου
Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ποιος το’ λεγε ότι μετά από 41 ολόκληρα χρόνια θα μπορούσαμε να λειτουργηθούμε στον Σωτήρα μας; Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα είχαμε αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία; Σχεδόν οκτακόσια άτομα κατακλύσαμε μέσα κι έξω την εκκλησία του Σωτήρος μας.
Από μέρες πριν ήμασταν σε μια γλυκιά αναμονή. Όλο αυτό συζητούσαμε με φίλους και φίλες από την κωμόπολή μας. Όμως, αυτό που ζήσαμε, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Για τρεις ώρες ήμασταν καθηλωμένοι σε μια υπερβατική κατάσταση, σε μια μέθεξη με το Θείο. Ο Σωτήρας μας ήταν εκεί, παρών, μαζί μας, και άκουε τις παρακλήσεις και τις προσευχές μας που ανέβαιναν δακρύβρεχτες στον Ουρανό.
Η ευγνωμοσύνη προς τον Σωτήρα Χριστό μας ξεχείλισε. Ο πόνος της ψυχής μας ενώθηκε με τον πόνο του άλλου, του φίλου, του γείτονα, του συγγενή, του συνδημότη μας. Βλέπαμε τους φίλους και γνωστούς, τις συγγένισσες και τις συμμαθήτριές μας, τις γειτόνισσές μας να έρχονται και να προσκυνούν με ευλάβεια τον Σωτήρα μας, και ήταν στιγμές ανεπανάληπτες. Κλαίγαμε με αναφιλητά, και προσπαθούσαμε να δίνουμε κουράγιο η μια στην άλλη, σε όσες λιποψυχούσαν.
Όλα
τα πρόσωπα ήταν συγκινημένα, πονεμένα. Μια γλυκιά κατήφεια αιωρούνταν στην
ατμόσφαιρα. Πρόσωπα σκεφτικά, σκυμμένα κάτω σε στάση προσευχής ή ατενίζοντας
προς τον ουράνιο θόλο με τα χέρια ανοικτά, σε στάση παρακλήσεως. Πολλές
γυναίκες ψάλλαμε μαζί με τους καλλικέλαδους ψάλτες, και υμνούσαμε τον Κύριό μας
που μας αξίωσε να βιώσουμε αυτή τη θεόσταλτη εμπειρία.
Πιο
πολύ, όμως, παρακολουθούσαμε όλοι και όλες με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία που
ήταν μια πραγματική μυσταγωγία. Εκείνες τις ώρες δεν ήταν ένας ναός συλημένος
και κατεστραμμένος. Δεν βλέπαμε τα ερείπια.
Δεν στεκόμασταν στα γήινα. Εκείνες τις ώρες γευόμαστε τον Ουρανό!
Περίσσεψε η Θεία Χάρις. Ο Σωτήρας μας έκανε το θαύμα του!
Προσωπικά,
συνεχώς, πέρα από τα δάκρυα και την προσευχή, έβλεπα με τα μάτια της ψυχής μου
την εκκλησία μας όπως ήταν, όμορφη, καθαρή, λαμπερή. Άκουα τη βροντώδη,
γλυκύτατη φωνή του Παπά-Νικόλα μας από
το Ιερό, καθώς έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να μας κοινωνήσει. Έβλεπα, ακόμη,
τον παπά μου που στεκόταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή έξω από το
Ιερό, πλάι στον αριστερό μας ψάλτη, τον μ. Θεόδωρο Χριστοφή. Πόσο χαιρόμουν
κάθε φορά, μόλις τον έβλεπα να παίρνει τη συνηθισμένη του θέση!
Έβλεπα
τον εαυτό μου, παιδούλα να ανάβω το κεράκι μου και να ανεβαίνω στο γυναικωνίτη,
το ανώι, όπως το λέγαμε. Έβλεπα τον εαυτό μου σημαιοφόρο με την ελληνική σημαία
να στέκομαι στο κέντρο της εκκλησίας στις εθνικές γιορτές. Έβλεπα τη μάμα μου
στη γνωστή της θέση, τις γιαγιάδες μου, τις θείες μου… Έβλεπα τις καθηγήτριές μας
με τα ωραία μαντό που φορούσαν τότε, και τις θαυμάζαμε. Έβλεπα… έβλεπα…, και
άκουα τους ψάλτες μας με τις υπέροχες φωνές, τον μ. τον Θεορή και τον μ. τον Κατσιαντώνη.
Άκουα τον θεολόγο μας, τον π. σήμερα Παρασκευά να κηρύττει από τον άμβωνα και
να μας καθηλώνει. Άκουα και τον επίτροπο, τον μ. τον Θεοσή που φώναζε, άμα
μιλούσαν οι γυναίκες: «Σιωπή, γυναίκες».
Το
παρελθόν έγινε παρόν. Σαν να ήταν χτες. Σαν να μη μεσολάβησαν τόσα γεγονότα.
Για κάποιες στιγμές κόπασε ο άνεμος που φύσηξε και διέλυσε τη ζωή μας. Που μας
συνέθλιψε. Που μας ευτέλισε στους δρόμους της προσφυγιάς και του ξεριζωμού. Τι
ωραία να ήταν όλα αυτά ένα κακό όνειρο!
Η πιο συγκινητική στιγμή της Θείας Λειτουργίας ήταν η στιγμή που κοινωνήσαμε των Αχράντων μυστηρίων. Ιερό δέος μας κατέλαβε.
Ο ήρωας συμμαθητής μας Αντρέας Μακρίδης |
Κι ύστερα έφτασε η ώρα του μνημοσύνου των κεκοιμημένων μας. Γέμισε ένα μεγάλο τραπέζι από τα κόλλυβα, τα πρόσφορα και τις παννυχίδες, τις κόρτες, όπως τις λέγαμε στο Λευκόνοικο, πολλές από τις οποίες έφτιαξαν στο σπίτι οι χρυσοχέρες νοικοκυρές της κωμόπολής μας για να κάνουν γιορτές ή για τα μνημόσυνα.
Προσωπικά,
είχα την ευλογία να μαθητεύσω κοντά στην κ. Μαργαρίτα Γεωργιάδου, μια φίλη μου
εκπαιδευτικό από την Περιστερωνοπηγή, που έμενε στη Γύψου, με την οποία
ετοιμάσαμε μαζί, από την Πέμπτη, τα πρόσφορα και την παννυχίδα για τη γιορτή
του Αγίου Αριστείδη που γιόρταζε την επόμενη μέρα, αλλά τον γιορτάσαμε στον
Σωτήρα μας.
Την
Παρασκευή, με μια άλλη φίλη μου, τη Νίκη Παττίχη από το Λευκόνοικο, ετοιμάσαμε
τσιπόπιτες και διπλοπισιήδες, το σήμα κατατεθέν της γενέτειράς μας, τα οποία
κεράσαμε έξω από την εκκλησία, απλωμένα πάνω σε ένα λευκονοικιάτικο
τραπεζομάντηλο, υφασμένο από τη μάμα μου.
Στο τέλος, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κωσταντίας κ. Βασίλειος Καραγιάννης στο κήρυγμά του στάθηκε στη μεγάλη σημασία της λειτουργίας των εκκλησιών μας, και ευχήθηκε να ανατείλει εκείνη η μέρα που να μπορούμε λεύτεροι να λειτουργήσουμε όλες τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια μας.
Τον Πανιερώτατο ευχαριστούμε από καρδιάς γι’ αυτή τη μυσταγωγία που μας πρόσφερε, μαζί με τους Αρχιμανδρίτες Αυγουστίνο Καρρά από το Παραλίμνι και Πανάρετο από το Λευκόνοικο, όπως και τους ιερείς μας π. Σταύρο και πατέρα Ιωάννη, επίσης από τη γενέτειρά μας. Ευχαριστίες εκφράζουμε, επίσης, και στον διάκονο του Μητροπολίτη μας, όπως και στους ψάλτες μας, αλλά και στους συνδημότες μας που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση αυτής της Θείας Λειτουργίας.
Το
όνειρο κάποτε τελείωσε. Με βαριά καρδιά αποχαιρετούμε τη ρημαγμένη εκκλησία
μας, τη γερασμένη, την παραμελημένη, που έμεινε έρμαιο του καιρού και της
ληστρικής συμπεριφοράς των σφετεριστών της γης μας. Το βλέμμα μας πέφτει, όπως
κάθε φορά, στο πανύψηλο κυπαρίσσι της αυλής στο οποίο ρίχναμε αστεράκια το
βράδυ της Ανάστασης. Αυτό στέκει περήφανο, ευθυτενές, ευσταλές, αγέρωχο σε
πείσμα των καιρών.
Γυρίσαμε
στα σπίτια μας κουρασμένες και άρρωστες. Ήταν μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία. Οδύνη
και σπαραγμός. Όμως, θέλουμε να ξαναπάμε, να ξαναλειτουργηθούμε στον Σωτήρα
μας, γιατί πουθενά δεν υπάρχει λειτουργία σαν το Σωτήρα μας, όπως για τον
καθένα είναι μοναδική η εκκλησία του χωριού του ή της ενορίας του.